Κλαίω Κύριε γιατί έπεσα, είπε ο αμαρτωλός…
Κάποιος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετανόησε, όταν η Θεία Χάρη τον επισκέφτηκε από ένα κήρυγμα που άκουσε, που άφησε τον κόσμο κι έγινε καλόγερος.
Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο τις αμαρτίες του. Με τίποτα δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλοσύνη:
– Τι έχεις, άνθρωπε και κλαις, με τόσο πόνο; τον ρώτησε με τη γλυκιά φωνή του.