Από το βιβλίο «ΟΡΑΜΑΤΑ και ΘΑΜΑΤΑ» του τίμιου Χριστιανού αγωνιστή της Επανάστασης του 1821 Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, πολύτεκνου με 12 παιδιά. Σημειώνει με το ίδιο του το χέρι ανάμεσα στα πολλά άλλα, κι΄ αυτά τα παρακάτω:
«…Όταν θα βαρούσαμε τουφέκι με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, οτι βρέθηκε εις το περιβόλι μου αυτός κι΄ ένας λαμπροφορεμένος ώς Δεσπότης• καί παρουσιάστηκα κι΄ εγώ. Του λέγει αυτουνού του αγωνιστή ο Δεσπότης: «αυτόν που γλέπεις ( εμένα δηλαδή ) θα τον σώσω απο τον κίντυνον και θα τον βγάλω απο αυτείνη την μαγαρισά» ( πού κάποιοι του έχουν φτιάξει) καί παρουσιάζεται και μία στέρνα με μαγαρισές. Και σταύρωσε κι΄ έλαμψε ο τόπος !. Κι΄ ξύπνησε ο άνθρωπος, ήρθε και μου το είπε. Αφού τελειώσαμεν απο τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκα μου και γκαστρώνεται.
Αυτός ήτον μαζί μου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιά μου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει:
«Αυτής, της έχουν κάμωμα δαιμονικό».
Εγώ λέγω ότι αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει όμως να το πιστέψω… Μου λέγει λοιπόν: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζί μου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, και παίρνω κι΄ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνος μου, και κατεβαίνουμε εις το περιβόλι μου. Και γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμε η μάνα του• κι΄ άρχισε, ώς μίαν ώρα να λέει κάτι ακατάληπτα ( λόγια )… Είπε εκεί, είπε, είπε… τότε μας λέγει: «φέρτε μου ένα τσαπάκι ».
Καί σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο μέσα, και βγάζει ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, δεμένο με πλήθος σπάγγους.
Καί του κόβομε αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομε• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κι΄ ήταν πλήθος βελόνες, και υδράργυρος, και στάχτη, και κοκαλάκια απο πεθαμένους, καί κομμάτια απο τα σκουτιά της γυναικός μου και απο τα δικά μου.
Καί φαινόταν κι΄ εκείνα τα κομμάτια από τα σκουτιά μας που ήταν κομμένα και τρυπημένα…
Καί τα πήρε και τα τσάκισε όλα αυτά τα καρφιά και τίς βελόνες, καί τ’ άλλα τάκαψε καί τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Και μετά άρχισε η γυναίκα μου ν’ αναλαβαίνει… Όμως τα στήθια της την πονούσαν ακόμα.
Ήρθε ο καιρός, και κάνει δύο παιδιά, σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνο μου: «αυτά να τα βαφτίσεις το Νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη καί τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν καί άλλοι εις τον ύπνο τους. Καί τάβγαλα καθώς είδα, καί εις την βάφτισιν τους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων.
Καί ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού:
Αφού τα γέννησε, ώς δεκαοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές καί παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθια της κ όλο της το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίματα, απο πλήθος βδέλλες, κ γλυστήρια ( κλύσματα ) και γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αισθανθεί να πάρει γιατρικόν.
Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος ! Και σου το λέμεν, οτι είσαι στρατιωτικός και δεν πάει να σε απελπίζουνε όλα αυτά• οτι τέτοιος είναι τούτος ο κόσμος, ( αυτά έχει η ζωή ) κι΄ ο Θεός είναι δυνατός !» και φύγανε. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, συγγενής μου. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθηκε κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κι΄ εγώ απολπίστηκα.
Μαζώνω τα παιδιά μου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνοιες μας, και κλαίγαμε και έλεγα:
«Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα είναι, και τόσον κόσμο εδώ μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;».
(Γιόμωσε και το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα – έξω, καταφανίστηκε και το σπίτι μου, μια κι΄ όποιος είχε διάθεση μέ έκλεβε..).
Εκεί που πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτια μου εις τον ουρανό, και περικαλούσα κι΄ έκλαιγα• και λέγω: «Βαγγελίστρα μου ( Παναγία μου ), πολλές φορές μ’ έσωσες κι’ εμένα και το σπίτι μου όλο (κι΄ εγώ στάθηκα αχάριστος). Καί τώρα να μου βρεθείς, οτι είμαι χαμένος!»• κι΄ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν και η άρρωστη ήταν μόνη της.
Πηγαίνει ένα σύγνεφο και κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – και τέτοια λευτεριά πήρε που δέν την είχε ούτε όταν ήταν κορίτσι !
Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ άν την συγύρισαν ( την πεθαμένη) καλά, ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• καί μου λέγει όλα αυτά τα συμβάντα.
Κι΄ εγώ κι΄ η άρρωστη όμως, γνωρίζαμε τον αληθινό Γιατρό ! – Μετανογάγω όμως ( το ξεχνάω ) καί πάλε δέν πηγαίνω εις την Χάρη Της ( στο τάμα πού είχα στην Τήνο ).
«μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσένα;» Ευθύς, είχε απο κάτω απο το ράσο της μιά λαμπάδα καί την σήκωσε απάνω κι΄ άναψε: «αυτό το Φώς του Αφεντός Μας ( Χριστού ) σε φυλάγει! Καί να’ ρθείς εις το σπίτι Μου».
Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά.
Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνος μου, μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπο, κατεβαίνω κάτω, ήταν καί το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω ( δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτι ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι κ θα σηκώσουν σίδερο ( άγκυρα ) να φύγουμε – μου λένε: «σήκω, θα βγούμε εις την Σύρα!».
Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμε εις την Τήνο• επήγα σ’ έναν κουμπάρο μου, έκατσα 23 ημέρες• πήγα εις την Χάρη Της, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω.
Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος. Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την Χάρη Της, λυτρωνόμουν. Καί καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της Φώτισής Της: πήρα καί μίαν εικόνα, (μεγέθους) όση είναι η Χάρη Της ασημένια, « Ο Ευαγγελισμός» οκτακοσίων 800 χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την Χάρη Της καί μου την δώσανε. Καί χωρίς να νιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτι μου, με την Αγαθότητά Της καί με την Ευσπλαχνία Της.
Και τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένο… Καί παρουσιάζεται η Χάρη Της ( Παναγία ) με τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους καί σηκώνει το χέρι Της καί του λέγει: «καταραμένε ! Νά’ χεις καί του Μονογενή Μου την κατάρα καί την δική Μου ! Όπου ήρθες καί πειράζεις τον άνθρωπο!»
Κι΄ έσκασε ( αυτός ) κι΄ έγινε στάχτη...