Από γραφικό χωριό του Πηλίου ήταν ο Στρατής. Θεοσεβής άνθρωπος, με πολλή πίστη, όπως και η οικογένειά του. Συχνά, όταν ήθελε λίγο να ξαποστάσει από τη δουλειά, πήγαινε στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, κοντά στο σπίτι τους, και προσευχόταν εκεί.
Το φρόντιζε κιόλας, με ιδιαίτερη μάλιστα επιμέλεια την καθαριότητά του, το άναμμα των καντηλιών…
Στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, ο Στρατής κλήθηκε να υπηρετήσει στις τάξεις του εθνικού στρατού, απέναντι στους αντάρτες, που κινούνταν από ξένα, ανθελληνικά κέντρα.
Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις επάνω στα βουνά, αλλά ένα περιστατικό που έζησε στο Γράμμο δεν μπορούσε να το ξεχάσει έπειτα σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Βρέθηκαν – θυμόταν – με τον λόχο του σ’ ένα οροπέδιο. Η αναμέτρηση με τους αντάρτες σκληρή. Τα πυρά καταιγιστικά κι από τις δύο πλευρές. Κάποια στιγμή κατάλαβε ο διοικητής τους πως θα κυκλώνονταν από εκείνους.
– Πάμε χαμένοι όλοι μας, παιδιά, τους φώναξε. Κανένας μας δεν θα βγει ζωντανός, αν καταφέρουν να μας περικυκλώσουν. Για τον λόγο αυτό πρέπει αμέσως τώρα να υποχωρήσουμε, προτού προλάβουν να μας κλείσουν ανάμεσά τους.
Να, από δω θα φύγουμε, είπε, και τους έδειξε ένα μονοπάτι.
Άφησαν τις θέσεις τους και πήραν το μονοπάτι. Όλοι τους. Εκτός από έναν: τον… Στρατή.
Πως έμεινε αυτός πίσω, πως τους έχασε, ούτε κι ο ίδιος το κατάλαβε.
Το γεγονός είναι ότι παρέμεινε πίσω μόνος, χωρίς ούτε και το μονοπάτι να δει, από που έφυγαν οι άλλοι… Κι ο τόπος γύρω άγριος, δασωμένος…
– Πάει, χάθηκα, μονολόγησε. Ή οι αρκούδες θα με φάν ή… οι αντάρτες – και σαν να λύγισαν τα γόνατά του απ’ τον τρόμο και την απελπισία.
Τότε ακριβώς ήταν που θυμήθηκε:
– Άγιε μου Παντελεήμων, μη μ’ αφήσεις να χαθώ. Σώσε με! φώναξε με τη σκέψη του, κι ακόμα πιο πολύ με την ψυχή του.
Άρχισε να περπατά μες στο δάσος μη και βρει κανένα μονοπάτι, να ξεφύγει. Δεν είχε κάνει πολλά βήματα και, νάσου, μπροστά του ένα ξωκκλήσι.
– Ώωω…
Έτρεξε προς την ξύλινη πόρτα του. Κατέβασε το μάνταλο κι εκείνη άνοιξε. Μπήκε μέσα. Αληθινό καταφύγιο.
– Δόξα τω Θεώ! Σώσε με, Θεέ μου, Παναγία μου, Άγιε μου… Κοιτάει… τι να δει; Δίπλα απ’ την εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο, ο άγιος Παντελεήμων!
– Άγιε μου! Άγιε μου! Τυχαίο είναι αυτό; Τυχαίο; Σ’ ευχαριστώ, Άγιε μου. Σώσε με, σε παρακαλώ.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ακούει βοή, ποδοβολητό. Κοιτάει απ’ το παραθύρι…
Διμοιρία ολόκληρη από αντάρτες περνούσε έξω από την εκκλησία, ξυστά στον τοίχο.
– Αν ανοίξει τώρα κανείς την πόρτα, χάθηκα, μονολόγησε. Άγιε μου! Έφυγαν όλοι τους.
– Σ’ ευχαριστώ. Μου έσωσες τη ζωή. Σ’ ευχαριστώ…
Κάποτε βγήκε απ’ το ξωκκλήσι. Ζήτημα αν είχε περπατήσει πέντε λεπτά, και να, ένας συνάδελφος μπροστά του.
– Που είσαι, μωρέ; Σε χάσαμε. Που σαι; Τι ναι αυτό που μας έκανες; Πάει αυτός, είπαμε.
– Και πως με βρήκες τώρα εσύ;
– Μ’ έστειλε ο Διοικητής να ρθω πίσω να σε βρω. Θα τον βρω, έλεγα, ζωντανό ή;…
– Να ναι καλά το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Αυτό μ’ έσωσε απ’ τους αντάρτες.
– Ποιο εκκλησάκι;
– Του Αγίου Παντελεήμονα.
– Ποιο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, Χριστιανέ μου; Είσαι στα καλά σου; Μπας και έπαθες τίποτα; Δεν υπάρχει εδώ κανένα εκκλησάκι. Απ’ αυτά τα μέρη είμαι εγώ και τα ξέρω σαν την παλάμη μου. Εγώ έδειξα στο Διοικητή από που θα φύγουμε…
– Με κοροϊδεύεις; Εδώ πιο πάνω είναι, εκατό βήματα από δω.
– Πάμε, λοιπόν.
– Πάμε.
Πήγαν. Αλλά εκκλησάκι δεν υπήρχε πουθενά… Άρχισε να ιδρώνει ο Στρατής.
– Δεν είναι δυνατόν… δεν είναι δυνατόν… Δεν το πιστεύω… Μα δεν είναι δυνατόν…!
– Καλά, Στρατή, αν βρεις εκκλησάκι, σφύρα! είπε ο άλλος, μισογελώντας με την αγωνιώδη αναζήτηση του Στρατή και σκεπτόμενος ότι μάλλον απ’ την αγωνία του… κάτι το μυαλό του… Δεν ήταν, βλέπεις, και πολύ πιστός ο ντόπιος στρατιώτης.
Όμως ο Στρατής πως να το ξεχάσει αυτό; Ξεχνιέται; Και πως να μην το διαλαλεί από κει κι έπειτα παντού, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, τι θαύμα του έκανε ο άγιος Παντελεήμων!
Πως τον έσωσε απ’ τους αντάρτες!…
Περιοδικό «Ο Σωτήρ»,
15 Ιουλίου 2017 – Τεύχος 2159