Ο Καπετάν Άγρας ήταν ο κατά κόσμον Σαραντέλος ή Σαράντος Αγαπηνός και είχε καταγωγή από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας. Γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1880 στο Ναύπλιο. Η οικογένεια Αγαπηνού ζούσε στο Ναύπλιο καθώς ο πατέρας του Σαράντου, Ανδρέας Αντωνίου Αγαπηνός, υπηρετούσε ως Εφέτης. Όμως λόγω της μεσσηνιακής καταγωγής της οικογένειας, ο Ανδρέας Αγαπηνός αποφάσισε να εγγράψει τον Σαράντο στα μητρώα αρρένων των Γαργαλιάνων. Έτσι, μέχρι σήμερα δίνεται η εντύπωση πως ο Σαράντος Αγαπηνός γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας. Ο Σαράντος είχε ακόμα δύο αδέλφια, τον Αντώνη και τον Νίκο.
Ο Σαράντος, καταγόταν από σπουδαία ιστορική οικογένεια των Γαργαλιάνων, η οποία είχε παίξει ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Ο προπάππος του, Αντώνιος Αγαπηνός, ήταν έφορος του Αγώνα ενώ ο αδελφός του παππού του, Διονύσιος Αγαπηνός ήταν οπλαρχηγός και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Επικεφαλής περίπου 100 Επαναστατών, ο Διονύσιος Αγαπηνός, συμμετείχε σε επιχειρήσεις όπως η μάχη των Δερβενακίων, η εκστρατεία των Αθηνών, η μάχη των Παλαιών Πατρών και η πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο. Ο Διονύσιος Αγαπηνός όπως και ο αδερφός του υπέγραφαν ως δημογέροντες, προεστοί των Γαργαλιάνων της εποχής τους.
Η στρατιωτική καριέρα και ο Μακεδονικός Αγώνας
Ο Σαράντος Αγαπηνός ακολούθησε στρατιωτικές σπουδές. Το 1901 αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και εντάχθηκε στη φρουρά των Αθηνών. Όμως ο νεαρός Σαράντος δεν επιθυμούσε μια αναμενόμενη και ήσυχη καριέρα στην ιεραρχία του στρατεύματος. Ήθελε να προσφέρει ουσιαστικότερες υπηρεσίες στην πατρίδα του, οπότε αποφάσισε να ενταχθεί εθελοντικά στα στρατιωτικά σώματα που είχαν ανταρτική δράση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα που είχαν περάσει στην οθωμανική μεθόριο και οργάνωναν τον ένοπλο αγώνα, πολεμούσαν κατά των οθωμανικών αρχών αλλά ακόμα περισσότερο, εναντίον των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν υπό κατάρρευση, οπότε ελληνικά και βουλγαρικά ανταρτικά σώματα μάχονταν μεταξύ τους για επικράτηση στην Μακεδονία. Είναι η εποχή του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1908).
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ο νέος αξιωματικός Σαράντος Αγαπηνός, κατόρθωσε να διοριστεί επικεφαλής αντάρτικου σώματος. Το αντάρτικο σώμα προετοιμαζόταν στο Βόλο μερίμνη του αντιστρατήγου Κωνσταντίνου Μαζαράκη (Καπετάν Ακρίτα). Οι αξιωματικοί του Μακεδονικού Αγώνα λόγω της ανταρτικής δράσης τους εντός της οθωμανικής επικράτειας, έπρεπε να φέρουν ψευδώνυμα. Ο Σαράντος Αγαπηνός έγινε ο Τέλλος Άγρας (Καπετάν Άγρας).
Τον Σεπτέμβριο του 1906, το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης εξέδωσε απόφαση για την αποστολή τριών νέων ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων στη λίμνη των Γιαννιτσών. Αποστολή της ελληνικής δύναμης ήταν η απομάκρυνση ισχυρών ένοπλων βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη. Η περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών έπρεπε να εκκαθαριστεί από τα εχθρικά αντάρτικα σώματα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως κέντρο ανεφοδιασμού και ορμητήριο για την υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων στην Κεντρική Μακεδονία.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και κατόπιν μεσολάβησης του ανθυπολοχαγού πεζικού Νικολάου Ρόκκα (Καπετάν Κολλιού), προωθείται στην περιοχή ο υπολοχαγός πεζικού, Καπετάν Άγρας, επικεφαλής 20 ανδρών. Λίγες μέρες αργότερα θα τον πλαισιώσουν ο υπολοχαγός πεζικού Κωνσταντίνος Σάρρος (Καπετάν Κάλας) και ο ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας (Καπετάν Νικηφόρος).
Από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο του 1906, ο Καπετάν Άγρας και οι άνδρες του, απέκρουαν με επιτυχία τις δυνάμεις των Κομιτατζήδων γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Τα κατορθώματα του Άγρα και των συντρόφων του αναφέρονται στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Τα μυστικά του Βάλτου».
Τον Νοέμβριο του 1906, ο Καπετάν Άγρας εξαπέλυσε επίθεση κατά των Κομιτατζήδων με σκοπό να καταλάβει την καλύβα Κούγκα, με την επιχείρηση να αποτυγχάνει. Ο ίδιος ο Άγρας τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη για αποθεραπεία. Μετά από μια βδομάδα ωστόσο επέστρεψε για να ηγηθεί του ενόπλου αγώνα. Ηγήθηκε των πολεμικών επιχειρήσεων του Βάλτου μέχρι τον Φεβρουάριο του 1907.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1907, ο Καπετάν Άγρας πήγε στη Νάουσα με σκοπό να αποθεραπευτεί πλήρως από τα τραύματα και τους πυρετούς που τον ταλαιπωρούσαν. Ωστόσο, παρά τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του, συνέχισε να διευθύνει το αντάρτικο της περιοχής και να συμμετέχει ενεργά στις μάχες. Περιφρονούσε τα τραύματα κι ακόμα περισσότερο τον θάνατο, ορμώμενος από τη σφοδρή του επιθυμία για προσφορά στην πατρίδα.
Τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο της Θεσσαλονίκης αποφάσισε την αντικατάσταση όλων των στρατιωτικών ηγετών και ανταρτών που πολεμούσαν για πολύ καιρό. Σκοπός ήταν η αντικατάσταση όλων όσων ήταν εξαντλημένοι και τραυματισμένοι από τις χρόνιες συγκρούσεις και η ανανέωση του στρατεύματος. Μεταξύ όλων αυτών, αιτήθηκε και η απομάκρυνση του Άγρα.
Ο Τέλλος Άγρας ωστόσο αρνήθηκε. Αφενός ήθελε να συμμετέχει στις επιχειρήσεις, αφετέρου υποστήριζε ότι λάμβανε πληροφορίες για πτώση του ηθικού των Κομιτατζήδων και ενδεχόμενο αυτομόλησης των εχθρών. Δηλαδή, υπήρχε η φήμη πως πολλά στελέχη των βουλγαρικών συμμοριών σκέφτονταν να προσχωρήσουν στην ελληνική πλευρά και να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες, τους Κομιτατζήδες και τους Οθωμανούς. Τέτοια διάθεση για συμμαχία έδειξε ο Βούλγαρος βοεβόδας (στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης των Κομιτατζήδων) Ζλατάν. Ο Άγρας βρήκε καλοδεχούμενη την προσέγγιση του Ζλατάν. Πίστευε πως θα έκλεινε ιδανικά την προσφορά του στην πατρίδα, κατόπιν της πολεμικής του δράσης, με το να πετύχει την προσχώρηση των Βουλγάρων στο στράτευμα του. Θα ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο πετυχημένος του αγώνα.
Κάτω από αυτό το ενδεχόμενο, ο Καπετάν Άγρας ξεκίνησε τις επαφές με στελέχη των Κομιτατζήδων. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις μεταξύ τους. Η τελευταία και καταληκτική συνάντηση, ορίστηκε στις 3 Ιουνίου 1907. Ο Άγρας θα συναντούσε θα συναντούσε τους Κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονο – Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση), Κασάπτσε, Χαντούρι και Ζλατάν.
Στις 3 Ιουνίου 1907, ο Καπετάν Άγρας μαζί με τον Μακεδονομάχο Αντώνη Μίγγα και τους άνδρες τους, συναντήθηκαν με τους Κομιτατζήδες. Παραβαίνοντας τις συμφωνίες τους, οι Κομιτατζήδες του Ζλατάν συνέλαβαν τον Άγρα και τον Μίγγα. Η υπόλοιπη συνoδία αφέθηκε ελεύθερη. Ο Άγρας και ο Μίγγας διαπομπεύτηκαν δεμένοι και ξυπόλητοι στα χωριά της περιοχής δήθεν ως αιχμάλωτοι, για να αναπτερωθεί το ηθικό των οπαδών των Κομιτατζήδων. Στο Σαρακηνό Πέλλας (τότε Σαρακίνοβο και «Μικρά Σόφια» για τους Βουλγάρους), οι κάτοικοι εξευτέλισαν τους δύο πολεμιστές.
Τη νύχτα της 7ης Ιουνίου 1907, οι Κομιτατζήδες κρέμασαν τους δύο Μακεδονομάχους. Ο Τέλλος Άγρας και ο Αντώνης Μίγγας κρεμάστηκαν ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο (σημερινή Καρυδιά) και Βλάδοβο (σημερινός Άγρας). Ο τραγικός θάνατος του Άγρα και του Μίγγα τάραξε τους Έλληνες αντάρτες με αποτέλεσμα να συνεχίσουν ακόμα πιο λυσσαλέα τις επιχειρήσεις μέχρι το 1908, οπότε και αποσύρθηκαν ελέω της επικράτησης των Νεοτούρκων.
Εις μνήμην του θανάτου των δύο ηρώων Μακεδονομάχων, το χωριό Τέχοβο ονομάστηκε Καρυδιά, σε ανάμνηση του δέντρου όπου κρεμάστηκαν. Το χωριό Βλάδοβο ονομάστηκε Άγρας. Στο Βλάδοβο, έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ενταφιάστηκαν οι ήρωες. Ο Τέλλος Άγρας σήμερα μνημονεύεται ακόμα, αθλητικά σωματεία και πολιτιστικοί σύλλογοι φέρουν το ηρωικό ψευδώνυμο του Σαράντου Αγαπηνού. Μνημείο για αυτόν υπάρχει και στη Θεσσαλονίκη ενώ προτομή του κοσμεί το πάρκο των καταρρακτών της Εδέσσης. Όπως προαναφέρθηκε, η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα εμπνεύστηκε από τα κατορθώματα του Άγρα και έγραψε «Τα μυστικά του Βάλτου». Επίσης, πολλά τραγούδια μνημονεύουν τον ίδιο και τον θάνατό του. Υπάρχει ακόμα και σλαβόφωνο μοιρολόι που μνημονεύει τον θάνατο του Καπετάν Άγρα:
Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, να τα πλάτσι; Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;
Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια; Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;
Κάκβα ιζλαζάγια; Πώς σε ξεγέλασαν;
Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ; Πώς σ’ έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στη καρυδιά;
Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου, Να σε φέρουν σε ξένη γη,
τσούζντι μάικι ντα πλάκατ, ξένες μάνες να σε κλάψουν,
τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ. ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν.
Πέρα από τη στρατιωτική του δράση, ο Τέλλος Άγρας έμεινε στην ελληνική συνείδηση για τη φιλοπατρία του και την πίστη του σε υψηλά ιδανικά. Αυτό φαίνεται καθώς απαρνήθηκε τη νιότη του και το άνετο περιβάλλον της Αθήνας για να εμπλακεί εθελοντικά σε πολεμικές επιχειρήσεις, καταφρονώντας τις αντιξοότητες και τον θάνατο. Πίστευε ότι για την αφύπνιση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση, χρειαζόταν δράση. Άτομα όπως ο Καπετάν Άγρας (και νωρίτερα ο Παύλος Μελάς), έκαναν αυτή την ιδέα πράξη.