Back to top

Γιατί καταστράφηκε η Βαβυλώνα;

20/08/2018 - 12:33

Ο Ξέρξης, απασχο­λημένος με τις εντατικές προετοιμασίες του για τη μεγάλη του εκστρατεία κατά της Ελλάδας, κα­τέπνιξε την επανάσταση με σιδε­ρένια πυγμή, κατέστρεψε την πό­λη της Βαβυλώνας και κατήργησε το ειδικό καθεστώς της ως αυτοκρατορικής συμπρω­τεύουσας!

… Οι πηγές που σχετίζονται με τον Δαρείο Α' -συγκεκριμένα η επιγραφή των Βαγιστάνων-οι οποίες αναφέρουν εξεγέρσεις και σοβαρές αναταραχές στην αρχή της βασιλείας του (522 π.Χ.) σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας (πε­ριλαμβανομένων της Βαβυλωνίας, της Περσίας, της Μηδίας, του Ελάμ και της Αιγύπτου), δεν παρέχουν πληροφορίες για την περιοχή «Πέ­ραν του Ποταμού». Όσον αναφορά την Ιουδαία, διακρίνονται απόηχοι των μεσσιανικών ελπί­δων, επικεντρωμένων στον Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, συμφωνά με την προφητεία του Aγγαίου (Β', 20-23), που δόθηκε το χειμώνα του «δεύτερου χρόνου του Δαρείου» (521 π.Χ.)17. Η προφητεία αφορούσε αυτόν το γόνο του Οίκου του Δαβίδ, που τότε υπηρετούσε ως «κυβερνή­της της Ιουδαίας». Ωστόσο, αυτές οι μεσσιανι­κές ελπίδες δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Στην πραγ­ματικότητα, έχει υποστηριχθεί ότι η εξαφάνι­ση του Ζοροβάβελ από το ιστορικό προσκήνιο μετά το 521 π.Χ. οφειλόταν στην εκθρόνιση του από τις περσικές αρχές, οι οποίες ανησυχού­σαν μήπως τόσο μεγάλη εξουσία, στα χέρια ενός αντιπροσώπου της τοπικής δυναστείας, υπο­κινήσει ταραχές, όπως είχε συμβεί σε άλλες πε­ριοχές της αυτοκρατορίας.
Το έτος 487/6 π.Χ., λίγο πριν από το θάνα­το του Δαρείου, η Αίγυπτος επαναστάτησε. Η επανάσταση κατεστάλη δύο χρόνια αργότερα από το διάδοχο του, τον Ξέρξη. Λίγο αργότερα επαναστάτησε και η Βαβυλώνα, πρώτα υπό τον Belshimanni και στη συνέχεια υπό τον Shamash-eriba. Ο Ξέρξης, απασχο­λημένος με τις εντατικές προετοιμασίες του για τη μεγάλη του εκστρατεία κατά της Ελλάδας, κα­τέπνιξε την επανάσταση με σιδε­ρένια πυγμή, κατέστρεψε την πό­λη της Βαβυλώνας και κατήργησε το ειδικό καθεστώς της ως αυτοκρατορικής συμπρω­τεύουσας. Στον Έσδρα (Δ', 6) βρίσκουμε ένα σύντομο σχό­λιο ότι «κατά τη βασιλεία του Ασσουήρου (= Ξέρξη), στην αρχή της βασιλείας του, αυ­τοί [«οι αντίπαλοι του Ιούδα και του Βενιαμίν»] έγραψαν μία κατηγορία εναντίον των κατοίκων της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ», πιθανόν δίνοντας έμφαση στη στασιαστική πρόθεση των τελευταίων (σύγκρινε την επιστολή που απευθύνεται στον Αρταξέρξη για την αναστήλωση των τειχών της Ιερουσαλήμ [Έσδρας Δ', 12-16]). Έχει ειπωθεί ότι το εδάφιο του Βιβλίου του Νεεμία (Α', 2-3) που αφορά τα κατεστραμμένα τείχη της Ιερουσαλήμ και «τους Ιουδαίους, τους υπό λοιπούς που επέζησαν της αιχμαλωσίας» -πιθανόν και άλλα κείμενα- υπαινίσσονται αντιπερσικές δραστηριότητες στην Ιου­δαία, σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια, δραστη­ριότητες που ανάγκασαν τις αρχές να αναλά­βουν κατασταλτική δράση, ενδεχομένως με την πρόθυμη συμμετοχή των γειτόνων της Ιουδαί­ας. Αυτός ο ισχυρισμός είναι δύσκολο να υπο­στηριχθεί, κυρίως για το λόγο ότι το επίμαχο βι­βλικό κείμενο μάλλον αναφέρεται σε ένα γεγο­νός χρονικώς εγγύτερο στην άφιξη του Νεεμία στην Ιερουσαλήμ. Οι πηγές που έχουν διασω­θεί σιωπούν για την όποια επιρροή μπορεί να ασκούσαν στις περιοχές «Πέραν του Ποταμού» οι πολιτικές εξελίξεις στην υπόλοιπη Περσική Αυτοκρατορία. Στις εξελίξεις αυτές περιλαμβά­νεται -πάνω από όλα- η αποτυχία της μεγάλης εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα φοινικικά πλοία.
Tα φοινικικά πλοία συμμετείχαν και στις συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες με­τά από τη μάχη του Ευρυμέδοντα (Θουκυδίδης Α', 100), στην αθηναϊκή εκστρατεία στην Αίγυ­πτο και στην τελευταία εκστρατεία του Κίμωνα στην Κύπρο, το έτος 450 π.Χ., όταν οι Αθηναί­οι πολέμησαν στη ναυμαχία και τη μάχη της κυπριακής Σαλαμίνας εναντίον Φοινίκων, Κυ­πρίων και Κιλίκων (Θουκυδίδης Α', 112). Η σημασία του φοινικικού στό­λου για τους Πέρσες διαφαίνεται και στις επι­γραφές των σαρκοφάγων του Eshmun'azar Β', βασιλιά της Σιδώνας. Σε αυτή την επιγραφή, ο Eshmun'azar αναφέρει την προσάρτηση στη Σιδώνα «της Δωρ και της Ιόππης, των μεγάλων σιτοβολώνων στην περιοχή της Σαρών», τις οποίες είχε λάβει από το βασιλιά της Περσίας («τον Κύριο των Βασιλέων») ως ανταμοιβή για «τα σημαντικά έργα που έκανα» (ΚΑΙ 14,18-20). Οι γνώμες είναι διχασμένες για την ακριβή χρονολόγηση της βασιλείας του Eshmun'azar Β'. Σϋμφωνα με τους μελετητές που χρονολογούν τη βασιλεία του στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η επιγραφή αναφέρεται σε γεγονότα που συ­νέβησαν κατά την τέταρτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Από την άλλη πλευρά, αν χρονολογή­σουμε την περίοδο της βασιλείας του λίγες δε­καετίες νωρίτερα, η αναφορά στα «σημαντικά έργα» παραπέμπει στο βασικό ρόλο που διαδραμάτισε ο στόλος της Σιδώνας κατά την εκ­στρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας, το 480 π.Χ. (Ηρόδοτος Ζ', 96, 99 και Η', 67).
Ένα άλλο τεκμήριο μας δίνει το στίγμα του αθηναϊκού επεκτατισμού στη γεωγραφική πε­ριοχή που εξετάζουμε. Ο τύμβος των Αθηναίων της Ερεχθηίδας φυλής που πέθαναν τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας κατά της Αιγύπτου -460 ή 459 π.Χ.- κατονομάζει τους τόπους του θανά­του: την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Φοινίκη. Θα ήταν υπερβολικό να εξαγάγουμε από τη σειρά των ονομάτων των νεκρών το συμπέρασμα ότι πραγμα­τοποιήθηκε εισβολή στις ακτές από την Αίγυπτο μέχρι την Παλαιστίνη. Δεν χρειαζόταν τίπο­τε περισσότερο από μία αψιμαχία κατά την απόβαση, μετά το θα­λάσσιο ταξίδι από την Κύπρο στην Αίγυπτο, για να υπάρξουν νεκροί. Άλλοι, σημαντι­κότεροι, ισχυρισμοί διατυπώθηκαν με βάση ακόμη πιο αδύναμες αποδείξεις. Ο Κρατερός ο Μακεδόνας, συγγραφέας του 3ου αιώνα π.Χ., συνέταξε την «Ψηφισμάτων Συναγωγή», όπου συγκέντρωσε τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθη­ναίων και της Ηλιαίας. Εκεί, αναφέρει το όνομα «Δώρος» υπό τον τίτλο «Καρικός φόρος» (FGrH 342 FI). Πρόκειται για κατάλογο πόλεων που κατέβαλαν φόρο υποτέλειας στην Αθήνα, πιθανόν το 454 π.Χ. Δεν είναι γνωστό πού βρισκόταν αυ­τός ο Καρικός Δώρος. Μερικοί συγγραφείς ταυ­τίζουν τον Δώρο με το λιμάνι του Dor, νότια της ακτής Carmel, και την πόλη Δούρα. Υποθέτουν ότι ο αθηναϊκός στόλος ναυλόχησε στο λιμάνι αυτό κατά τον πλου του προς την Αίγυπτο -όπου πήγαινε προκειμένου να βοηθήσει τον Ινάρω (και ίσως και τον Αμυρταίο)-, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Αί­γυπτο. Παρ' όλα αυτά, επειδή η εν λόγω θεωρία βασίζεται μόνο σε ταυτίσεις τοπωνυμίων, δη­μιουργεί δυσκολίες. Μάλλον πρέπει να απορρι­φθεί, διότι υπονοεί ένα έωλο συμπέρασμα, δηλαδή ότι οι Αθηναίοι διατήρησαν ένα ναύσταθ­μο για πολλά χρόνια, σε ένα σημείο μακρινό, σε μία περιοχή εχθρική, που τελούσε υπό την αδια­φιλονίκητη περσική κυριαρχία και βρισκόταν κο­ντά στις βάσεις των φοινικικών πλοίων.
Η «ειρήνη του Καλλία» (449 π.Χ.) έθεσε τέρ­μα στη δράση των Αθηναίων στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που αναμφίβολα ενίσχυσε την περσική κυριαρχία στην Αίγυπτο, την Κύ­προ και στην περιοχή «Πέραν του Ποταμού».
Μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία πολι­τικής έντασης στην Παλαιστίνη κατά τη διάρ­κεια της βασιλείας του Αρταξέρξη Α' -αλλά πριν από την έλευση του Νεεμία στην Ιουδαία (ανά­μεσα στα έτη 464 και 445 π.Χ.)-, στο Βιβλίο του Έσδρα (Δ', 7-23). Αφορούν την κατηγορητήρια επιστολή που στάλθηκε στο βασιλιά από τον
έπαρχο Ρεούμ, το γραμματέα Σαμψάι και τους «υπόλοιπους συνεταίρους αυτών, που κατοι­κούσαν στη Σαμάρεια». Αυτό το γράμμα υπα­γόρευσε στις αρχές να σταματήσουν το χτίσιμο του τείχους «εν βία και με­τά δυνάμεως». Φαίνεται επίσης ότι το συναφές εδάφιο του Νεεμία (Α', 2-3· Β', 3, 17) αναφέρεται στα γεγο­νότα εκείνης της περιόδου. (…)

ΠΗΓΗ: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας».