Ο Ξέρξης, απασχολημένος με τις εντατικές προετοιμασίες του για τη μεγάλη του εκστρατεία κατά της Ελλάδας, κατέπνιξε την επανάσταση με σιδερένια πυγμή, κατέστρεψε την πόλη της Βαβυλώνας και κατήργησε το ειδικό καθεστώς της ως αυτοκρατορικής συμπρωτεύουσας!
… Οι πηγές που σχετίζονται με τον Δαρείο Α' -συγκεκριμένα η επιγραφή των Βαγιστάνων-οι οποίες αναφέρουν εξεγέρσεις και σοβαρές αναταραχές στην αρχή της βασιλείας του (522 π.Χ.) σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας (περιλαμβανομένων της Βαβυλωνίας, της Περσίας, της Μηδίας, του Ελάμ και της Αιγύπτου), δεν παρέχουν πληροφορίες για την περιοχή «Πέραν του Ποταμού». Όσον αναφορά την Ιουδαία, διακρίνονται απόηχοι των μεσσιανικών ελπίδων, επικεντρωμένων στον Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, συμφωνά με την προφητεία του Aγγαίου (Β', 20-23), που δόθηκε το χειμώνα του «δεύτερου χρόνου του Δαρείου» (521 π.Χ.)17. Η προφητεία αφορούσε αυτόν το γόνο του Οίκου του Δαβίδ, που τότε υπηρετούσε ως «κυβερνήτης της Ιουδαίας». Ωστόσο, αυτές οι μεσσιανικές ελπίδες δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Στην πραγματικότητα, έχει υποστηριχθεί ότι η εξαφάνιση του Ζοροβάβελ από το ιστορικό προσκήνιο μετά το 521 π.Χ. οφειλόταν στην εκθρόνιση του από τις περσικές αρχές, οι οποίες ανησυχούσαν μήπως τόσο μεγάλη εξουσία, στα χέρια ενός αντιπροσώπου της τοπικής δυναστείας, υποκινήσει ταραχές, όπως είχε συμβεί σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Το έτος 487/6 π.Χ., λίγο πριν από το θάνατο του Δαρείου, η Αίγυπτος επαναστάτησε. Η επανάσταση κατεστάλη δύο χρόνια αργότερα από το διάδοχο του, τον Ξέρξη. Λίγο αργότερα επαναστάτησε και η Βαβυλώνα, πρώτα υπό τον Belshimanni και στη συνέχεια υπό τον Shamash-eriba. Ο Ξέρξης, απασχολημένος με τις εντατικές προετοιμασίες του για τη μεγάλη του εκστρατεία κατά της Ελλάδας, κατέπνιξε την επανάσταση με σιδερένια πυγμή, κατέστρεψε την πόλη της Βαβυλώνας και κατήργησε το ειδικό καθεστώς της ως αυτοκρατορικής συμπρωτεύουσας. Στον Έσδρα (Δ', 6) βρίσκουμε ένα σύντομο σχόλιο ότι «κατά τη βασιλεία του Ασσουήρου (= Ξέρξη), στην αρχή της βασιλείας του, αυτοί [«οι αντίπαλοι του Ιούδα και του Βενιαμίν»] έγραψαν μία κατηγορία εναντίον των κατοίκων της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ», πιθανόν δίνοντας έμφαση στη στασιαστική πρόθεση των τελευταίων (σύγκρινε την επιστολή που απευθύνεται στον Αρταξέρξη για την αναστήλωση των τειχών της Ιερουσαλήμ [Έσδρας Δ', 12-16]). Έχει ειπωθεί ότι το εδάφιο του Βιβλίου του Νεεμία (Α', 2-3) που αφορά τα κατεστραμμένα τείχη της Ιερουσαλήμ και «τους Ιουδαίους, τους υπό λοιπούς που επέζησαν της αιχμαλωσίας» -πιθανόν και άλλα κείμενα- υπαινίσσονται αντιπερσικές δραστηριότητες στην Ιουδαία, σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια, δραστηριότητες που ανάγκασαν τις αρχές να αναλάβουν κατασταλτική δράση, ενδεχομένως με την πρόθυμη συμμετοχή των γειτόνων της Ιουδαίας. Αυτός ο ισχυρισμός είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, κυρίως για το λόγο ότι το επίμαχο βιβλικό κείμενο μάλλον αναφέρεται σε ένα γεγονός χρονικώς εγγύτερο στην άφιξη του Νεεμία στην Ιερουσαλήμ. Οι πηγές που έχουν διασωθεί σιωπούν για την όποια επιρροή μπορεί να ασκούσαν στις περιοχές «Πέραν του Ποταμού» οι πολιτικές εξελίξεις στην υπόλοιπη Περσική Αυτοκρατορία. Στις εξελίξεις αυτές περιλαμβάνεται -πάνω από όλα- η αποτυχία της μεγάλης εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα φοινικικά πλοία.
Tα φοινικικά πλοία συμμετείχαν και στις συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες μετά από τη μάχη του Ευρυμέδοντα (Θουκυδίδης Α', 100), στην αθηναϊκή εκστρατεία στην Αίγυπτο και στην τελευταία εκστρατεία του Κίμωνα στην Κύπρο, το έτος 450 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι πολέμησαν στη ναυμαχία και τη μάχη της κυπριακής Σαλαμίνας εναντίον Φοινίκων, Κυπρίων και Κιλίκων (Θουκυδίδης Α', 112). Η σημασία του φοινικικού στόλου για τους Πέρσες διαφαίνεται και στις επιγραφές των σαρκοφάγων του Eshmun'azar Β', βασιλιά της Σιδώνας. Σε αυτή την επιγραφή, ο Eshmun'azar αναφέρει την προσάρτηση στη Σιδώνα «της Δωρ και της Ιόππης, των μεγάλων σιτοβολώνων στην περιοχή της Σαρών», τις οποίες είχε λάβει από το βασιλιά της Περσίας («τον Κύριο των Βασιλέων») ως ανταμοιβή για «τα σημαντικά έργα που έκανα» (ΚΑΙ 14,18-20). Οι γνώμες είναι διχασμένες για την ακριβή χρονολόγηση της βασιλείας του Eshmun'azar Β'. Σϋμφωνα με τους μελετητές που χρονολογούν τη βασιλεία του στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η επιγραφή αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν κατά την τέταρτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Από την άλλη πλευρά, αν χρονολογήσουμε την περίοδο της βασιλείας του λίγες δεκαετίες νωρίτερα, η αναφορά στα «σημαντικά έργα» παραπέμπει στο βασικό ρόλο που διαδραμάτισε ο στόλος της Σιδώνας κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας, το 480 π.Χ. (Ηρόδοτος Ζ', 96, 99 και Η', 67).
Ένα άλλο τεκμήριο μας δίνει το στίγμα του αθηναϊκού επεκτατισμού στη γεωγραφική περιοχή που εξετάζουμε. Ο τύμβος των Αθηναίων της Ερεχθηίδας φυλής που πέθαναν τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας κατά της Αιγύπτου -460 ή 459 π.Χ.- κατονομάζει τους τόπους του θανάτου: την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Φοινίκη. Θα ήταν υπερβολικό να εξαγάγουμε από τη σειρά των ονομάτων των νεκρών το συμπέρασμα ότι πραγματοποιήθηκε εισβολή στις ακτές από την Αίγυπτο μέχρι την Παλαιστίνη. Δεν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο από μία αψιμαχία κατά την απόβαση, μετά το θαλάσσιο ταξίδι από την Κύπρο στην Αίγυπτο, για να υπάρξουν νεκροί. Άλλοι, σημαντικότεροι, ισχυρισμοί διατυπώθηκαν με βάση ακόμη πιο αδύναμες αποδείξεις. Ο Κρατερός ο Μακεδόνας, συγγραφέας του 3ου αιώνα π.Χ., συνέταξε την «Ψηφισμάτων Συναγωγή», όπου συγκέντρωσε τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Ηλιαίας. Εκεί, αναφέρει το όνομα «Δώρος» υπό τον τίτλο «Καρικός φόρος» (FGrH 342 FI). Πρόκειται για κατάλογο πόλεων που κατέβαλαν φόρο υποτέλειας στην Αθήνα, πιθανόν το 454 π.Χ. Δεν είναι γνωστό πού βρισκόταν αυτός ο Καρικός Δώρος. Μερικοί συγγραφείς ταυτίζουν τον Δώρο με το λιμάνι του Dor, νότια της ακτής Carmel, και την πόλη Δούρα. Υποθέτουν ότι ο αθηναϊκός στόλος ναυλόχησε στο λιμάνι αυτό κατά τον πλου του προς την Αίγυπτο -όπου πήγαινε προκειμένου να βοηθήσει τον Ινάρω (και ίσως και τον Αμυρταίο)-, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Αίγυπτο. Παρ' όλα αυτά, επειδή η εν λόγω θεωρία βασίζεται μόνο σε ταυτίσεις τοπωνυμίων, δημιουργεί δυσκολίες. Μάλλον πρέπει να απορριφθεί, διότι υπονοεί ένα έωλο συμπέρασμα, δηλαδή ότι οι Αθηναίοι διατήρησαν ένα ναύσταθμο για πολλά χρόνια, σε ένα σημείο μακρινό, σε μία περιοχή εχθρική, που τελούσε υπό την αδιαφιλονίκητη περσική κυριαρχία και βρισκόταν κοντά στις βάσεις των φοινικικών πλοίων.
Η «ειρήνη του Καλλία» (449 π.Χ.) έθεσε τέρμα στη δράση των Αθηναίων στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που αναμφίβολα ενίσχυσε την περσική κυριαρχία στην Αίγυπτο, την Κύπρο και στην περιοχή «Πέραν του Ποταμού».
Μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία πολιτικής έντασης στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρταξέρξη Α' -αλλά πριν από την έλευση του Νεεμία στην Ιουδαία (ανάμεσα στα έτη 464 και 445 π.Χ.)-, στο Βιβλίο του Έσδρα (Δ', 7-23). Αφορούν την κατηγορητήρια επιστολή που στάλθηκε στο βασιλιά από τον
έπαρχο Ρεούμ, το γραμματέα Σαμψάι και τους «υπόλοιπους συνεταίρους αυτών, που κατοικούσαν στη Σαμάρεια». Αυτό το γράμμα υπαγόρευσε στις αρχές να σταματήσουν το χτίσιμο του τείχους «εν βία και μετά δυνάμεως». Φαίνεται επίσης ότι το συναφές εδάφιο του Νεεμία (Α', 2-3· Β', 3, 17) αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. (…)
ΠΗΓΗ: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας».