Back to top

Σαν σήμερα το 1930: Ψηφίζεται ο νόμος περί ίδρυσης Εθνικού Θεάτρου

26/04/2024 - 13:37

Με πρόταση του τότε υπουργού Παιδείας, Γεωργίου Παπανδρέου, ψηφίζεται ο νόμος περί ίδρυσης Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα. Πρώτος σκηνοθέτης διορίζεται ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης.

Ιδρύθηκε στις 3 Μαΐου 1930. Σύμφωνα με το καταστατικό του, στους σκοπούς του περιλαμβάνονται κυρίως:

  • Η μελέτη, η έρευνα, η σκηνική διδασκαλία και η διάδοση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό του αρχαίου δράματος.
  • Η σκηνική διδασκαλία, η προώθηση και η ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας.
  • Η σκηνική παρουσίαση και η ερμηνεία κλασικών έργων.
  • Η έρευνα, η αναζήτηση και ο πειραματισμός σε νέες μορφές θεάτρου και σκηνικής έκφρασης.
  • Η πραγματοποίηση παραστάσεων για παιδιά και νέους.
  • Η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης με τη δημιουργία Δραματικής Σχολής.
  • Η προώθηση διεθνών θεατρικών ανταλλαγών και της παγκόσμιας θεατρικής συνεργασίας, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης και των χωρών όπου δραστηριοποιείται ο απόδημος Ελληνισμός.
  • Η δημιουργία προϋποθέσεων και κινήτρων για την ανάδειξη και ενθάρρυνση του θεατρικού δυναμικού της χώρας.

Το Εθνικό Θέατρο περιλαμβάνει την Κεντρική Σκηνή –που ανεβάζει έργα κυρίως κλασικού ρεπερτορίου–, τη Νέα Σκηνή και την Πειραματική Σκηνή. Από το 1991 λειτουργεί επίσης η σκηνή Κοτοπούλη στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ και από το 1995 το παιδικό στέκι (σκηνή Κατίνα Παξινού).

Το Εθνικό Θέατρο διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο και από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του. Υπό την εποπτεία του τελευταίου λειτουργεί η Δραματική Σχολή του, που στεγάζεται στην οδό Πειραιώς.

Απο τον Οκτώβριο του 2021 καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου είναι ο Γιάννης Μόσχος, σκηνοθέτης, θεατρολόγος, μεταφραστής και διδάσκων σε θέματα σχετικά με το θέατρο.

Το Θέατρο ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1900 ως επίσημο Βασιλικό Θέατρο για να κλείσει όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα (1908) και να δοθεί σε κοινή χρήση μέχρι το 1932. Ως Εθνικό Θέατρο επανιδρύθηκε με νόμο του τότε υπουργού παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου στις 3 Μαΐου του 1930.

Οι πρώτες διαφωνίες σχετικά με το πρόσωπο που θα διοριζόταν σκηνοθέτης στο Εθνικό σημαδεύουν τις απαρχές του: ηθοποιοί και συγγραφείς, μεταξύ των οποίων η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη, προτείνουν τον Μαξ Ράινχαρντ, επειδή έκριναν πως δεν υπήρχε κατάλληλος Έλληνας. Στην ουσία ούτε η Κοτοπούλη και ούτε η Κυβέλη ήθελαν σκηνοθέτη που θα ήταν παντοδύναμος και γι' αυτό πρότειναν τον Ράινχαρτ, που δεν επρόκειτο να δεχθεί να αφήσει το Βερολίνο και τη Βιέννη για να έρθει στην Αθήνα. Οι Γρηγόριος Ξενόπουλος και Θεόδωρος Συναδινός προκρίνουν έναν τεχνοκράτη, όμως οι Μιχαήλ Ροδάς, Πέλος Κατσέλης, θέλουν ένα σκηνοθέτη - δάσκαλο.

Αρχικά διορίζεται ο Μίλτος Λιδωρίκης ως σκηνοθέτης με βοηθό τον Δημήτρη Μυράτ, αλλά μετά την παραίτησή του στις αρχές του 1931 αναβαθμίζεται ο ήδη διορισμένος σκηνοθέτης Φώτος Πολίτης, που υποστηρίζεται από τον γενικό διευθυντή Ιωάννη Γρυπάρη, τον γενικό γραμματέα Κωστή Μπαστιά και τον Παύλο Νιρβάνα, έως τον πρόωρο θάνατό του το Δεκέμβριο 1934. Άλλοι ήταν οι Κλεόβουλος Κλώνης (σκηνικά) και Αντώνης Φωκάς (κοστούμια).

Τα εγκαίνια έγιναν με τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τη μονόπρακτη κωμωδία Ο θείος όνειρος του Ξενόπουλου στις 19 Μαρτίου 1932. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που συγκαταλέγονταν στον πρώτο πυρήνα του Εθνικού Θεάτρου συναντώνται οι Αιμίλιος Βεάκης, Γιώργος Γληνός, Ελένη Παπαδάκη, Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού, Θάνος Κωτσόπουλος, Δημήτρης Μυράτ.

Η περίοδος του Φώτου Πολίτη χαρακτηρίζεται από την επιθυμία του το Εθνικό να συμβάλει στη διαπαιδαγώγηση και την ψυχαγωγία του λαού, χωρίς να ικανοποιεί τις προσωπικές φιλοδοξίες των πρωταγωνιστών του. Η ρήξη του με την καλλιτεχνική επιτροπή του Εθνικού (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Θεόδωρος Συναδινός, Παύλος Νιρβάνας), επειδή ο πρώτος ήθελε να έχει όχι μόνο τη σκηνοθετική ευθύνη των έργων που ανέβαιναν, αλλά και τον τελικό λόγο για τα έργα αυτά, συνέβαλαν στην ανάδειξη του Δημήτρη Ροντήρη.

Το 1934, μετά τον θάνατο του Φώτου Πολίτη, τη θέση του ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης, ο σκηνοθέτης που ίσως περισσότερο από όλους τους άλλους θα συνδέσει το όνομα του με το Εθνικό Θέατρο, υπηρετώντας το μέχρι τον θάνατό του το 1981.

Το 1939, ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου. Το 1956 αναγνωρίστηκε η ανάγκη προώθησης του νεοελληνικού ρεπερτορίου με την ίδρυση της Δεύτερης Σκηνής που αργότερα το 1971 ονομάστηκε Νέα Σκηνή, επί Αιμίλιου Χουρμούζιου, και που σαν εναρκτήριο έργο της επιλέγεται "Η έβδομη ημέρα της δημιουργίας" του Ιάκωβου Καμπανέλλη (23 Ιανουαρίου 1956).Το 1996 ιδρύθηκε η Πειραματική Σκηνή, ο Άδειος Χώρος και το Εργαστήριο Ηθοποιών.

Το Εθνικό Θέατρο άρχισε να χτίζεται ως Βασιλικό Θέατρο (Ελλάδα) το 1891 χάρη σε δωρεά ύψους 10.000 αγγλικών λιρών που πρόσφερε ο ομογενής Ευστράτιος Ράλλης στον βασιλιά Γεώργιο Α΄, προκειμένου να τα διαθέσει εκείνος όπου νόμιζε καλύτερα.

Έτσι με απόφαση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ τελικά επιλέχθηκε μετά από πολύμηνη αναζήτηση οικοπέδου, αρχικά πλησίον της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος, σε οικόπεδο του αυλικού Νικολάου Θων επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, που για την ολοκλήρωσή του όμως συνεισέφεραν επίσης οι Μαρίνος Κοριαλένιος και Ευγένιος Ευγενίδης καθώς φυσικά και το δημόσιο ταμείο.Γερμανός αρχιτέκτονας του κτηρίου Ερνέστος Τσίλερ, εμπνεόμενος από τον αναγεννησιακό ρυθμό, σχεδίασε την πρόσοψη έχοντας ως πρότυπο τη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Το κεντρικό της τμήμα είναι εξαιρετικά πλούσιο σε διακοσμητικά στοιχεία, με κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού ενώ τα δύο πλευρικά τμήματα αποτελούν μία τυπική νεοκλασική σύνθεση. Οι αρχικές εσωτερικές εγκαταστάσεις σκηνής, φωτισμού και θέρμανσης ήταν οι πιο προηγμένες εκείνης της εποχής, σχεδιασμένες από Βιεννέζους μηχανικούς και κατασκευασμένες σε εργοστάσια του Πειραιά.

Το κτήριο ανακαινίστηκε για πρώτη φορά το 1930-31, υπό την εποπτεία του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη. Το 1960-63 κατεδαφίστηκε το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» στη γωνία της οδού Μενάνδρου και χτίστηκε η νέα πτέρυγα (της Νέας Σκηνής). Το 1979-1982 χτίστηκε το τριώροφο υπόγειο στο πίσω οικόπεδο, το οποίο όμως παρέμεινε ημιτελές μέχρι τις μέρες μας.

Σήμερα το κτήριο είναι διατηρητέο και άρτια ανακαινισμένο. Οι εργασίες, που αρχικά προβλέπονταν να ολοκληρωθούν στα τέλη του 2007, τελικά ήρθαν σε πέρας τον Οκτώβριο του 2009 και περιλαμβάνουν ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου, του διάκοσμου, ένα νέο κτίριο, αναβάθμιση του εξοπλισμού της σκηνής, βελτιωμένη αίθουσα (πλατεία και εξώστες), καινούργιο θέατρο 260-300 θέσεων για τη Νέα Σκηνή και διαρρύθμιση που ενοποιεί και τα τέσσερα κτήρια.

Το ελληνικό θέατρο αντιμετωπίστηκε από την πολιτεία σοβαρά και συστηματικά για πρώτη φορά το 1932 με την επίσημη ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου και τη στελέχωσή του με τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του τόπου. Όπως αναφέρει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ο τότε σκηνοθέτης του, Φώτος Πολίτης «κατόρθωσε να πείσει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της σκηνής να έρθουν να βοηθήσουν στην πνευματική προσπάθεια αναγέννησης, που αποτελούσε το καταστατικό αίτημα της ίδρυσης του θεσμού. Και τον ακολούθησε σχεδόν σύσσωμο το θέατρο των ταλαντούχων. Αιμίλιος Βεάκης, Σαπφώ Αλκαίου, Χριστόφορος Νέζερ, Ευάγγελος Μαμίας, Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού, Ελένη Παπαδάκη, Κατερίνα Ανδρεάδη, Νικόλαος Ροζάν, Μάνος Κατράκης, Βάσω Μανωλίδου κ.ά.. Ο Μάριος Βάρβογλης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Μανώλης Σκουλούδης στη μουσική, ο Κλεόβουλος Κλώνης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Αντώνης Φωκάς στα εικαστικά, ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Βασίλης Ρώτας, ο Κ. Καρθαίος στη μετάφραση».

Η συνολική αυτή προσπάθεια καθώς και η λειτουργία της Δραματικής Σχολής αποτέλεσαν γερές βάσεις για την ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης. Η δραματική σχολή του Εθνικού έχει τροφοδοτήσει αλλά και τροφοδοτεί ακόμα τα θέατρα με μερικούς από τους αξιότερους Έλληνες ηθοποιούς.

Το Εθνικό έχει συμβάλει σημαντικά και στην αναβίωση του αρχαίου δράματος ζωντανεύοντας -υπό την καθοδήγηση του Δημήτρη Ροντήρη - τα αρχαία θέατρα του Ηρωδείου και της Επιδαύρου και υπογραμμίζοντας την ανάγκη δημιουργίας ενός θεατρικού φεστιβάλ αφιερωμένου στο αρχαίο δράμα. Πράγματι το 1955 το Εθνικό καθιέρωσε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με τις παραστάσεις Εκάβη και Οιδίπους Τύραννος σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και με πρωταγωνιστές την Κατίνα Παξινού (Εκάβη) και τον ίδιο (Οιδίπους Τύραννος).

Τέλος αποτελεί ένα ζωντανό θεατρικό μουσείο με βιβλιοθήκη, εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, ηχογραφήσεις, μακέτες, σκηνογραφικά σχέδια και τεράστιο βεστιάριο (20.000 κοστούμια).