Back to top

O Αη Γιάννης από ψηλά

Λίγο πριν φτάσετε στην Γλώσσα, συναντάτε στο δεξί σας χέρι, έναν δρόμο που οδηγεί στο εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη στο Καστρί. Το εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη βρίσκεται στην κορυφή ενός βράχου ύψους περίπου 100 μ. και για να φτάσει κανείς πρέπει να ανέβει περίπου 106 σκαλοπάτια λαξευμένα πάνω στο βράχο.

Προτού ο δρόμος φθάσει στη θάλασσα, στο εκκλησάκι της Παναγίας υπάρχει βρύση με νερό.

Ο επισκέπτης ανεβαίνει από καλά προστατευμένη σκάλα σκαλισμένη στην πέτρα. Από την κορυφή η θέα προς το πέλαγος είναι μαγευτική. Οι μικρές, μοναχικές σχεδόν παραλίες με τα γαλαζοπράσινα νερά ανάμεσα στα γκρίζα βράχια προσθέτουν μία ακόμη νότα ομορφιάς στην περιοχή.

Η παράδοση λέει ότι κάποιος ψαράς από την Γλώσσα, καθώς επέστρεφε ένα βράδυ, από το ψάρεμα διέκρινε στην κορυφή του βράχου ένα φως. Το έβλεπε κάθε βράδυ, ώσπου εμφανίστηκε στον ύπνο του μια γυναίκα που του αποκάλυψε ότι στην κορυφή του βράχου υπάρχει μια εικόνα. Όταν ανέβηκε στην κορυφή βρήκε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Πήρε την εικόνα, όμως, όπου και να τη μετέφερε, εκείνη ξαναγύριζε πίσω στην αρχική της θέση, εκεί που τελικά χτίστηκε το εκκλησάκι του, που γιορτάζει στις 29 Αυγούστου.

Μία απαράμιλλη περιγραφή του πανηγυριού της γιορτής του Αϊ-Γιάννη , όπως το έζησε εδώ και σαράντα ή πενήντα χρόνια ο λόγιος Γλωσσιώτης Βασίλειος Δ.Κουκορίνης, σήμερα καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Αμερικής, παραθέτω στη συνέχεια.

Κάθε χρόνο, όταν μπαίνει ο Αύγουστος, με ανυπομονησία περιμένουν οι νησιώτες να φτάσει η 29η του μηνός.

Είναι η ημέρα της γιορτής του αγίου κι είναι ημέρα προσευχής, αργίας, αλλά και διασκεδάσεως. Από τη Γλώσσα πηγαίνουν οι πιο πολλοί. Ερημώνει το όμορφο χωριό..

Από νωρίς ξεκινούν οι γεροντότεροι, για να φτάσουν στο βράχο νωρίς με το ηλιοβασίλεμα, να προλάβουν να πιάσουν ένα κομμάτι τόπο, να ησυχάσουν οι σιγανοπερπατητές.

Πηγαίνουν στο πανηγύρι κάθε χρόνο, όσο βαστούν τα κότσια τους... Ο δρόμος τελειώνει ... Μια σειρά ο κόσμος, ο ένας κόσμος κοντά στον άλλον ανεβαίνουν τα σκαλιά. Κάθε σκαλί και προσκυνητής. Κάθε προσκυνητής και δάκρυ. Λίγα ακόμη σκαλιά κι έφτασαν μπροστά στην πλατεία της εκκλησιάς.

Μια μικρή εικόνα στολισμένη με φρέσκα λουλούδια και δίπλα ένα μανουάλι με πλήθος κεριά αναμμένα που έφεγγαν παντού. Δίπλα καθότανε ο παπά - Σιδέρης, ένας αρχοντόπαπας Πατριαρχική κατάλευκη η γενειάδα του κοίταζε παντού με τα γλυκά γοργοκίνητα μάτια.

Οι νησιώτες προσέρχονται κοντά του και του φιλούν το χέρι. Στο χαρτί του δίνουν τα ονόματα να τα μνημονεύσει... Μ’ ένα γλυκό χαμόγελο δέχεται τον καθένα, την καθεμιά. Τους φωνάζει με το πρώτο τους όνομα. Τους γνωρίζει όλους, μια ζωή παπάς στο χωριό. Γνώρισε τη χαρά και τη λύπη τους. Βάπτισε, στεφάνωσε και με λύπη έθαψε πολλούς. Σαν το καλό πνευματικό γιατρό διέγνωσε τον πόνο της ψυχής και προσπάθησε να τον απαλύνει...

Η ώρα κυλά και αραιά - αραιά φτάνουν με αναμμένα τα φανάρια οι τελευταίοι αργοπορημένοι προσκυνητές... Ξαφνικά η καμπάνα στέλνει παντού μέσα από τα κλωνάρια της ελιάς τον αρμονικό της ήχο και καλεί τους πιστούς στην αγρυπνία. Ο παπά - Σιδέρης προχωρεί στο εκκλησάκι, μπαίνει στο άγιο Βήμα φορεί τα βαρύτιμα πολύχρωμα μεταξωκέντητα άμφια του. Ο ψάλτης παίρνει τη θέση του και η αγρυπνία αρχίζει.

Γεμίζει από κόσμο ασφυκτικά το εκκλησάκι... Η ακολουθία προχωρεί ρυθμικά και σε λίγο βγαίνει ο παπάς από το ιερό κρατώντας το θυμιατό. Λιβανίζει στη μέση του ναού. Δεν ακούγεται τσιμουδιά ... γύρω στο παπά - Σιδέρη μαζεύεται ένας όμιλος από κορίτσια της παντρειάς και ψέλνουν σε ευρωπαϊκό σκοπό το Φως ιλαρόν. Αφάνταστη είναι η στιγμή...

Η καμπάνα σε λίγο χτυπά κι ο παπάς με την εικόνα του αγίου στα χέρια βγαίνει στη πλατεία. Όλοι προσέρχονται και την ασπάζονται.. Αρχίζει ο παπάς να μνημονεύει τα ονόματα. όλοι μαζί, ψάλτης και λαός, απαντούν. Κύριε ελέησον.. και η φύση ευωδιάζει κι ευφραίνεται...

Ριζική είναι η αλλαγή μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Μπροστά στην πλατεία, εκεί που βγήκε ο άγιος, πήραν τη θέση οι οργανοπαίχτες και κουρδίζουν τα όργανα τους... Ο χορός αρχίζει μ’ απίστευτη ορμή. Γύρω κυκλικά μαζεύονται άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Παρακολουθούν τον κάβο που κάνει τόσα πηδήματα και τσακίσματα, για να τον καμαρώσουν οι άλλοι. Πετά χρήματα στους οργανοπαίχτες κι εκείνοι μερακλώνονται και ξελαρυγγιάζονται στο τραγούδι..

Ο παπάς στέκεται στην πόρτα της εκκλησιάς, κοιτάζει τους χορευτές και χαμογελά. Προχωρεί στο κελί να ξεκουραστεί, για να σηκωθεί τα χαράματα, με το σύθαμπο να κάνει τη Θεία λειτουργία.

Γρήγορα περνούν οι πρωινές ώρες μέσα στην ανεμοζάλη του χορού, των οργάνων, του τραγουδιού. Μουσκεμένοι στον ιδρώτα χορεύουν οι νέοι και παραβγαίνουν ποιος θα χορέψει καλύτερα στον κάβο. Έτσι περνά η νύχτα. Λίγοι είναι εκείνοι που ξαπλωμένοι στον αυλόγυρο κλείνουν μάτι.

Γλυκοχαράζει. Ροδίζει η αυγή. Ο παπά Σιδέρης σηκώθηκε. Μπήκε στο εκκλησάκι να αρχίσει τον Όρθρο, τη Λειτουργία. Η καμπάνα χτύπησε. Τα όργανα σταμάτησαν.

Κουρασμένα πρόσωπα, νυσταγμένα μάτια προσέρχονται στο εκκλησάκι. Γρήγορα ψέλνει ο ψάλτης, μα ο παπάς λέει όλα τα γράμματα, πιστός στο τυπικό της εκκλησίας. Δεν βιάζεται... Πολλοί προσέρχονται να λάβουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Στο τέλος ο παπάς με καλοσύνη μοιράζει το αντίδωρο και εύχεται στον καθένα χωριστά και του χρόνου... Η λειτουργία τελειώνει κι όλοι με βία φεύγουν, τρέχουν ποιος να κατέβει πρώτος τα σκαλοπάτια, να πάρει το δρόμο για το χωριό του που τον περιμένει η πίεση της ζωής.

Βιάζονται να μην τους προφτάσει ο ήλιος με τις πυρωμένες ακτίνες του, που θα τους κάνει την πεζοπορία πιο κουραστική.

Το εκκλησάκι άδειασε.