«Άμα πεθάνει κανείς… άμα κλείσει, τα μάτια του… πάει… όλα τελείωσαν. Ποιός γύρισε από τον άλλο κόσμο να μας πει, αν είναι τίποτε;… Δε βαριέσαι… Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση,.Λόγια γνωστά. Χιλιοειπωμένα. «Τροπάριο»! Τα λένε συνεχώς πολλοί. Με… πολλή σοβαρότητα. Με την πεποίθηση ότι είναι μία σοφή διαπίστωση· με τετραγωνική λογική! Αλλά δεν είναι. Είναι φτηνές ανοησίες· αφέλειες· απερισκεψίες· επιπόλαια λόγια.Θέλετε να το διαπιστώσετε; Ρωτήστε τους! Όχι πολλά πράγματα. Μόνο τούτο:
– Πώς το καταλάβατε; Πώς φθάσατε σ’ αυτή τη διαπίστωση; Τί έρευνα κάνατε;
Δεν έχουν τί να απαντήσουν. Όμως έρχονται τα γεγονότα, που φανερώνουν, πόσο εκτός πραγματικότητας είναι κάτι τέτοιες «διαπιστώσεις»! Και δείχνουν ότι αυτοί που τα λένε δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα· ζουν στον κόσμο τους! Γεγονότα είναι οι συνεχείς και αδιάκοπες εμφανίσεις και παρεμβάσεις των αγίων στην ζωή μας. Και όλη η παρουσία των αγίων στη ζωή μας, μας λέει, όχι απλά «κάτι», αλλά «κάτι» για την μετά θάνατο ζωή. Το θαυμαστό είναι ότι για εκείνη την πραγματικότητα μας αποκαλύπτουν αισθητά την αλήθεια όχι μόνο άγιοι, αλλά και αμαρτωλοί. Στο βιβλίο «ΣΤΑΤΕΡΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ» τ. Α΄, ο όσιος αυτός Ρώσσος αναφέρει, ότι μια χήρα του διηγήθηκε τα εξής: «Μερικά χρόνια πριν, όταν έχασα τον άνδρα μου, ήμουν φοβερά λυπημένη. Η ζωή είχε χάσει για μένα κάθε ενδιαφέρον· και η σκέψη για αυτοκτονία ερχόταν στο νου μου όλο και πιο συχνά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την παραμονή του Πάσχα εκείνης της τραγικής για μένα χρονιάς. Με την φροντίδα της μητέρας όλα ήταν έτοιμα για τον μεγάλο εορτασμό· και το σπίτι μας είχε πάρει την πανηγυρική του όψη.
Μόνο που στην ψυχή μου δεν είχα Πάσχα! Αντίθετα μάλιστα, κυριαρχούσε εκεί το ζοφερό σκοτάδι της απογοήτευσης. Η μητέρα μου όμως, που ήξερε τη βαρειά μου ψυχική κατάσταση, δεν με άφηνε ούτε βήμα να κάνω από κοντά της, χωρίς να με παρακολουθεί. Και τότε εγώ, σαν χρόνο κατάλληλο να φέρω σε πέρας το λογισμό μου, να θέσω τέρμα με την αυτοκτονία στη ζωή μου, διάλεξα τη νύχτα του Πάσχα. Έτσι δεν θα ήταν στο σπίτι, σκεφτόμουν, κανένας -εκτός από την κορούλα μου- να με εμποδίσει! Είπα λοιπόν στην μητέρα μου, πως εγώ θα αργούσα λίγο, γιατί με πονούσε τάχα το κεφάλι. «Καλά τότε, ξάπλωσε λίγο -με συμβούλευσε η μητέρα- και, αφού σου περάσει το κεφάλι, θα πάμε μαζί στην εκκλησία». Για να αποφύγω την κουβέντα της ξάπλωσα. Και χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα. Και ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο όνειρο. Ευρίσκομαι σε κάποιο σκοτεινό και τρομακτικό υπόγειο. Μακριά, βλέπω τεράστιες φλόγες. Και από το κάτω μέρος του υπογείου αυτού χώρου, κατακαμένη, φρικιαστική, μ’ ένα σχοινί στο λαιμό, τρέχει προς το μέρος μου μια παλιά μου συμμαθήτρια. «Όλγα, Όλγα, τί κάνεις;» Φωνάζω. «Δυστυχή, και συ θέλεις νά ’ρθης εδώ;» μου σκούζει εκείνη. Και αμέσως αντηχεί ο γλυκύς ήχος της μεγάλης μας καμπάνας».
Ήταν η καμπάνα της εκκλησίας, που χτυπούσε για την ακολουθία της Αναστάσεως. Η Όλγα με το σχοινί στο λαιμό, που είχε φανεί μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή κατάσταση, είχε αυτοκτονήσει πριν ένα χρόνο. Το γεγονός αυτό συνέτισε την απελπισμένη γυναίκα. Την έβγαλε από το τέλμα της απόγνωσης, που είναι η χειρότερη παγίδα του διαβόλου. Και εμάς μας διδάσκει ότι: Ναι. Έχουν έλθει και έρχονται και θα έρχονται από τον «άλλο κόσμο» πολλοί· και άγιοι και αμαρτωλοί· και μας το λένε καθαρά ότι ο θάνατος δεν είναι ΤΕΛΟΣ· και ότι μετά τον θάνατο ακολουθεί η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ, ή η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ. Δεν υπάρχει για τον άνθρωπο, μεγαλύτερο λάθος, από το να μη προσδοκά «Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Αρχιμ. Σάββα Δημητρέα,
«Κατεύθυνον τα διαβήματά μου»