Οι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.) ή όπως είναι ευρύτερα γνωστοί ως "Παλαιοημερολογίτες" είναι ορθόδοξοι χριστιανοί σε Ελλάδα και εξωτερικό, οι οποίοι ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο υπολείπεται 13 ημέρες από το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Από το 1935, δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε με την υπόλοιπη Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τον κόσμο (Πατριαρχεία και αυτοκέφαλες Εκκλησίες) καθώς την θεωρούν οικουμενιστική.
Αντιθέτως, οι μοναχοί του Αγίου Όρους και κάποιες αυτοκέφαλες Εκκλησίες και Πατριαρχεία όπως η Εκκλησία της Ρωσίας, της Σερβίας κ.α., οι οποίες εορτάζουν με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο, βρίσκονται σε ευχαριστιακή κοινωνία με τον υπόλοιπο ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο και δεν θεωρούνται παλαιοημερολογίτες.
Ιστορικό υπόβαθρο
Ιερείς, λαϊκοί και μοναχοί (κυρίως απο το Άγιο Όρος) αντέδρασαν έναντι της κρατούσας Εκκλησίας της Ελλάδος, επειδή αυτή προσάρμοσε το εορτολόγιο της, το οποίο χαρακτηρίζουν ως πατροπαράδοτο, τη 10η Μαρτίου 1924, ώστε να συμπίπτει με το κρατικό-πολιτικό Γρηγοριανό ημερολόγιο που είχε υιοθετήσει το Βασίλειο της Ελλάδας ένα χρόνο νωρίτερα, τη 16η Φεβρουαρίου 1923 σε αντικατάσταση του Ιουλιανού ημερολογίου. Σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν δύο ημερολόγια, ένα πολιτικό και ένα εκκλησιαστικό. Τότε οι Παλαιοημερολογίτες θεώρησαν την αλλαγή του ημερολογίου ως πρώτο βήμα για την υποταγή της Εκκλησίας στον Πάπα και πως η Εκκλησία της Ελλάδος αποκτά οικουμενιστικό χαρακτήρα. Εξαιτίας αυτών των διαφωνιών, αλλά και άλλων, δημιουργήθηκαν αρκετές παρατάξεις παλαιοημερολογιτών, οι οποίες σήμερα δεν βρίσκονται σε ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ τους. Παλαιοημερολογίτες υπάρχουν επίσης σε Κύπρο, ΗΠΑ, Αυστραλία, Ρουμανία, και υπόλοιπη Ευρώπη.ΝΜε το ξεκίνημα του εικοστού αιώνα, οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας επέβαλαν την ανάγκη στην πολιτεία να μεταρρυθμίσει το πολιτικό ημερολόγιό της, όπως άλλωστε έκαναν και άλλες ορθόδοξες χώρες εκείνη την εποχή. Όμως, οι αντιδράσεις που προκαλούνταν, ύστερα από κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του ημερολογίου, είχαν ως αποτέλεσμα την αναβολή της. Από το 1920 και έπειτα έγιναν πιο αποφασιστικές κινήσεις με πρωταγωνιστή τον διακεκριμένο αστρονόμο Δημήτριο Αιγινήτη. Ο ίδιος ο Αιγινήτης συμμετείχε σε εκκλησιαστική επιτροπή σχετικά με το ημερολογιακό ζήτημα, της οποίας πρόεδρος ήταν ο επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης. Η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπήρχε εκκλησιαστικό πρόβλημα στην υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου εκ μέρους της πολιτείας. Αργότερα, με απόφασή της, η Εκκλησία της Ελλάδος επέτρεψε στην πολιτεία να μεταρρυθμίσει το πολιτικό ημερολόγιο, διατηρώντας ασάλευτο το εκκλησιαστικό της ημερολόγιο, μέχρι να ληφθεί μια οριστική απόφαση από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Έτσι, σύμφωνα, με το βασιλικό διάταγμα «Περί του νέου "Πολιτικού Ημερολογίου"» του Γεωργίου του Β'[3], που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. ΦΕΚ 24, την 25η Ιανουαρίου 1923, η πολιτεία υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, μόνο για τις πολιτικές σχέσεις του κράτους, ενώ η Εκκλησία διατήρησε το Ιουλιανό ημερολόγιο στις θρησκευτικές εορτές. Επίσης, αναφερόταν ρητά ότι η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου και γενικά οι θρησκευτικοί εορτασμοί, εξακολουθούν να ρυθμίζονται από το Ιουλιανό ημερολόγιο. Επομένως, από την 16η Φεβρουαρίου/1η Μαρτίου 1923, μέχρι και την 09η/22α Μαρτίου 1924 το πολιτικό και το εκκλησιαστικό ημερολόγιο απέκλιναν κατά 13 ημέρες, ενώ απο τις 23 Μαρτίου 1924 το εκκλησιαστικό και το πολιτικό ημερολόγιο συνταυτίστηκαν.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄
Από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου του 1923, επί Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου Δ΄, συγκαλείται Πανορθόδοξο (αυτό αμφισβητείται από πολλούς χριστιανούς καθώς πολλές Εκκλησίες δεν συμμετείχαν) Συνέδριο αρχιερέων και επιστημόνων, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την μεταρρύθμιση του ισχύοντος τότε ημερολογίου με την εισαγωγή ενός νέου ημερολογίου. Ο Σέρβος μαθηματικός και αστρονόμος Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς, πρότεινε στο συνέδριο ένα νέο ημερολόγιο ακριβέστερο του Γρηγοριανού στο οποίο υπήρχε και μεταρρύθμιση του πασχαλίου. (Αυτό το νέο ημερολόγιο ονομάστηκε Αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο το οποίο είναι αστρονομικά ακριβέστερο του Γρηγοριανού). Πρακτικά, το νέο ημερολόγιο ταυτίζεται με το Γρηγοριανό ημερολόγιο μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2800. Το συνέδριο αποδέχθηκε την πρόταση του Μιλάνκοβιτς περί του νέου ημερολογίου και πασχαλίου και έθεσε ως ημερομηνία εφαρμογής του την 1η Οκτωβρίου 1923 η οποία με την πρόσθεση δεκατριών ημερών στο μηνολόγιο θα λογιζόταν ως 14η Οκτωβρίου, τελικά όμως αυτή η απόφαση δεν εφαρμόστηκε από καμία εκκλησία, (Ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ούτε από την Εκκλησία της Ελλάδος). Επειδή ορισμένοι αρχιερείς και πιστοί θεώρησαν, ότι πίσω από την αλλαγή, βρισκόταν η κεκαλυμμένη επιδίωξη του Πάπα να επιβληθεί των Ορθοδόξων, δεν υπήρξε ομόφωνη αποδοχή της αντικατάστασης του ισχύοντος ημερολογίου και έτσι αποφασίστηκε πως κάθε εκκλησία ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει όποιο ημερολόγιο ήθελε, διαταράσσοντας, με αυτό τον τρόπο, το κοινό εορτολόγιο, που είχαν διατηρήσει οι Ορθόδοξες Εκκλησίες μέχρι τότε. Η Εκκλησία της Ελλάδος στις 23 Μαρτίου 1924, λίγες μέρες μετά την ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Α΄ αποφάσισε τον συναυτισμό του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικό (Γρηγοριανό) ώστε οι ακίνητες εορτές όπως για παράδειγμα τα Χριστούγεννα να συμπίπτουν με αυτό, ενώ για την εορτή του Πάσχα και τις λοιπές κινητές εορτές διατήρησε και διατηρεί έως σήμερα το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄
Η απόφαση αυτή του Χρυσοστόμου Α΄ δεν βρήκε σύμφωνους ορισμένους ιερείς και πιστούς. Ομάδες κληρικών και λαϊκών αντέδρασαν στην εισαγωγή του νέου ημερολογίου, την οποία θεώρησαν ως πρώτο βήμα για την ένωση των Εκκλησιών. Έτσι αρνήθηκαν να το ακολουθήσουν εμμένοντας στο παλαιό ημερολόγιο. Ιερείς που δεν συμμορφώνονταν με την απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος αποσχηματίζονταν. Ακολούθησαν τοπικές σποραδικές αναταραχές με επεισόδια και επέμβαση της αστυνομίας. Οι αποσχηματισμένοι ιερείς (που δεν συμφώνησαν με το νέο ημερολόγιο) τελούσαν μυστικά σε σπίτια, σε υπόγεια και σε ορισμένα έρημα εξωκκλήσια. Δεν είχαν επίσκοπο και αυτό τους δημιουργούσε πρόβλημα, γιατί σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες δεν υφίσταται Εκκλησία χωρίς επίσκοπο αλλά και γιατί μόνο ο επίσκοπος μπορεί να χειροτονήσει νέους πρεσβυτέρους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και οι Εκκλησίες της Κύπρου και της Ρουμανίας υιοθέτησαν το Νέο ημερολόγιο αμέσως, με την προσθήκη δεκατριών ημερών στο ήδη υπάρχον. Για να μη συμβεί, όμως, ό,τι συνέβη με το Πασχάλιο των Λατίνων, προτάθηκε ως ενδιάμεση λύση, το Πάσχα και όσες εορτές εξαρτώνται από αυτό, να ρυθμίζονται από το Ιουλιανό ημερολόγιο. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διατήρησε και διατηρεί ακόμη το Ιουλιανό ημερολόγιο μέχρι σήμερα, επειδή θεωρήθηκε ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή στο ημερολόγιό του, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στον θρησκευτικό τουρισμό του Παναγίου Τάφου. Επίσης, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος Πέρογλου διατήρησε σε ισχύ το Ιουλιανό ημερολόγιο στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, εκφράζοντας έντονα την αντίρρησή του σχετικά με το θέμα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης. Ακόμη, το Ιουλιανό ημερολόγιο διατήρησαν (και εξακολουθούν να το τηρούν ακόμη) τα Πατριαρχεία Μόσχας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαρίας (μέχρι το 1968), οι Εκκλησίες της Βόρειας Μακεδονίας, της Ουκρανίας, του Όρους Σινά και όλες οι μονές και οι σκήτες του Αγίου Όρους. Παρόλα αυτά, οι Εκκλησίες αυτές είναι ενωμένες δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και κάθε Πατριαρχείο ή αυτοκέφαλη Εκκλησία. Την 1η Οκτωβρίου του 1928, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας προχώρησε στην υιοθέτηση του Νέου Ημερολογίου επί Πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη, ο οποίος αφού είχε παραιτηθεί από τον Οικουμενικό Θρόνο από το 1923, αναδείχθηκε διάδοχος του Πατριάρχη Φωτίου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, το 1925.
Δημιουργία κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ.
Το 1934, η κοινότητα των Γ.Ο.Χ. είχε επαφές με την Ιεραρχία των Ρώσων της διασποράς, στη Σερβία, με αίτημα την απόκτηση κανονικών χειροτονημένων επισκόπων, οι οποίοι θα ηγούνταν των Γ.Ο.Χ. στην Ελλάδα. Έντεκα χρόνια μετά την εισαγωγή του νέου ημερολογίου, στις 26 Μαρτίου του 1935, τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος αποσχίστηκαν από αυτήν και τέθηκαν επικεφαλής των Γ.Ο.Χ.. Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, με δήλωσή τους προς την Ιερά Σύνοδο διέκοψαν κοινωνία με αυτήν και τους λοιπούς Μητροπολίτες και ανέλαβαν την ηγεσία των παλαιοημερολογιτών. Οι τρεις μητροπολίτες προέβησαν αμέσως σε χειροτονίες τεσσάρων νέων επισκόπων: του Κυκλάδων Γερμανού Βαρυκοπούλου, του Μεγαρίδος Χριστοφόρου Χατζή, του Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση, και του Βρεσθένης Ματθαίου Καρπαθάκη. Στο μεσοδιάστημα των έντεκα χρόνων πριν την απόσχιση (1924-1935), οι τρεις μητροπολίτες είχαν προσυπογράψει και οι ίδιοι την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την αλλαγή του ημερολογίου και ως μέλη επισκοπικών δικαστηρίων είχαν δικάσει και καταδικάσει παλαιοημερολογίτες κληρικούς «επί φατρία και τυρεία και απειθεία προς τας αποφάσεις της Εκκλησίας περί Ημερολογίου», μη τολμώντας να αποσχισθούν, αναμένοντας είτε την μεταστροφή της επίσημης εκκλησίας είτε την μεταστροφή των παλαιοημερολογιτών. Τελικά οι τρεις μητροπολίτες προσχώρησαν σε αυτούς. Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, καθώς και δύο από τους τέσσερις νέους αρχιερείς, έκαναν πολύ σύντομα αίτηση επιστροφής στην Εκκλησία. Στις 14 Ιουλίου 1935, ο Ζακύνθου Χρυσόστομος δήλωσε μετάνοια στην Εκκλησία της Ελλάδος και αποκαταστάθηκε με απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου (μάλιστα το 1957 εξελέγη Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας της Εκκλησία της Ελλάδος).
Η διάσπαση μεταξύ Φλωρινικών και Ματθαιικών
Κατά τα έτη 1935-1937, την παλαιοημερολογιτική ηγεσία αποτελούσαν, εκτός από τους Γερμανό (Δημητριάδος) και Χρυσόστομο (Φλωρίνης), οι Γερμανός (Κυκλάδων) και Ματθαίος (Βρεσθένης). Τον Σεπτέμβριο του 1937, παρατηρήθηκε η πρώτη ρήξη μεταξύ των Γ.Ο.Χ. με εκφραστή τον επίσκοπο Βρεσθένης, Ματθαίο Καρπαθάκη, ο οποίος μαζί με τον Κυκλάδων Γερμανό, αποκήρυξε τον μετριοπαθή πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο. Αυτό έγινε διότι ο Χρυσόστομος δεχόταν πως η Εκκλησία της Ελλάδος μετά την αποδοχή του νέου ημερολογίου ήταν μόνο "δυνάμει σχισματική" και όχι "ενεργεία σχισματική". Αυτό σήμαινε ότι η αποδοχή του νέου ημερολογίου δεν κατέστησε την Εκκλησία της Ελλάδος όντως σχισματική, απλά «υπόδικη». Έτσι θεωρούνταν έγκυρα τα Ιερά της Μυστήρια από τους Γ.Ο.Χ. και ότι οι Λειτουργίες της έχουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Από το 1941, Αρχιεπίσκοπος των Γ.Ο.Χ. ανέλαβε ο μόνος εναπομείνας επίσκοπος, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης. Στις 16 Ιουλίου 1943 ο Δημητριάδος Γερμανός θέλησε να επιστρέψει στην Εκκλησία της Ελλάδος και υπέβαλε σε αυτήν αίτηση αναθεωρήσεως της δίκης του, επιζητώντας την επιείκεια της Εκκλησίας. Ωστόσο πριν προλάβει να εκδικασθεί η υπόθεση εκοιμήθη στις 20 Μαρτίου 1944. Την ίδια ημέρα αποκαταστάθηκε μετά θάνατον στο Αρχιερατικό αξίωμα από την Εκκλησία της Ελλάδος. Το 1944, ο Μεγαρίδος Χριστόφορος και ο Διαυλείας Πολύκαρπος επανήλθαν στη Σύνοδο του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου. Το 1948, επανήλθε στην Σύνοδο του Χρυσοστόμου και ο Κυκλάδων Γερμανός. Έτσι, ο Ματθαίος Βρεσθένης, ο μόνος που είχε απομείνει από τους διαφωνούντες, μην έχοντας άλλον επίσκοπο στο πλευρό του, αποφάσισε έκτακτα να χειροτονήσει μόνος του (πράγμα που κανονικά απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες χωρίς τη σύμπραξη άλλων αρχιερέων) τον ιερομόναχο Σπυρίδωνα σε επίσκοπο Τριμυθούντος. Οι δύο αυτοί άνδρες χειροτόνησαν αργότερα άλλους τρεις επισκόπους: τον Θεσσαλονίκης Δημήτριο Ψαροθεοδωρόπουλο, τον Πατρών Ανδρέα Ανέστη και τον Κορινθίας Κάλλιστο Μακρή. Έτσι, οι Γ.Ο.Χ. διασπάστηκαν σε ονομαζόμενους ως «Ματθαιικούς» και «Φλωρινικούς».
Από τότε και μέχρι σήμερα, υπήρξαν και υπάρχουν πολλές σύνοδοι των Γ.Ο.Χ., κάθε μια από τις οποίες έχει δική της Ιεραρχία και κλήρο, ενώ δεν αναγνωρίζει τις υπόλοιπες. Πολλοί επίσκοποι μεταπήδησαν σε άλλη ή άλλες παρατάξεις, άλλοι απομονώθηκαν, άλλοι επέστρεψαν, άλλοι έκαναν νέα παράταξη και άλλοι ένωσαν παρατάξεις. Μια γενική επισκόπηση, των παρατάξεων των Γ.Ο.Χ., γίνεται παρακάτω. Οι περισσότερες Σύνοδοι δημιουργήθηκαν είτε από αντίδραση σε εμφύλιες διενέξεις, είτε από ιδιοτελείς σκοπούς μερικών επισκόπων (αρχομανία, πνευματική ανεξαρτησία, δογματικοί λόγοι κ.ά.).
Διαδοχή των Ματθαιικών
Μετά τον θάνατο του Βρεσθένης Ματθαίου, το 1950, τη διοίκηση της συνόδου ανέλαβε ο από Θεσσαλονίκης Δημήτριος Ψαροθεοδωρόπουλος (1950-1958). Διάδοχοι της προεδρίας της Συνόδου, υπό τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Γ.Ο.Χ. ήταν ο από Τήνου Αγαθάγγελος Ελευθερίου (1958-1967) και ο από Πατρών Ανδρέας Ανέστης (1967-2005).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η παράταξη των «Ματθαιικών» ήρθε σε επαφή με τη Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς (των Υπερορίων), η οποία αναγνώρισε και προσεπικύρωσε τις χειροτονίες των Ελλήνων Παλαιοημερολογιτών Επισκόπων, που είχε κάνει ο Βρεσθένης Ματθαίος και οι χειροτονημένοι από αυτόν, με την προϋπόθεση να ενωθούν σε μια Σύνοδο υπό τον Αρχιεπίσκοπο των Φλωρινικών Αυξέντιο Πάστρα, κάτι που τελικά δεν επετεύχθη. Ορισμένοι «ματθαιικοί» όμως αμφισβητούν κατά πόσο συνέβη αυτό και θεωρούν ότι οι χειροτονίες ήταν έγκυρες εξ αρχής, επειδή ο Ματθαίος ήταν ο τελευταίος μη αιρετικός ορθόδοξος επίσκοπος στη γη και άρα δικαιούνταν κατά τους ιερούς κανόνες κατ' εξαίρεση να προβεί μόνος του σε χειροτονίες νέων επισκόπων, προκειμένου να μην αφανιστεί η εκκλησία. Οι Ματθαιικοί, μετά το σχίσμα του 1937 παρέμειναν ενωμένοι σε μια παράταξη. Το έτος 1995 όμως, με αφορμή το ζήτημα πολλών εικόνων κλασσικής ή δυτικής αναγεννησιακής τεχνοτροπίας, με πιο χαρακτηριστικές αυτές της συμβολικής εικόνας της Αγίας Τριάδος με τον άναρχον Πατέρα ως «Παλαιός Ημερών», της εικόνας "τῆς ἐκ τοῦ Τάφου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ", και της "Γεννήσεως του Χριστού" χωρίς το λουτρό και τις μαίες, διασπάστηκαν σε δύο παρατάξεις, με δύο Συνόδους, ενώ η κάθε μια διασπάστηκε σε άλλες δύο, το 2003. Η αντιπαλότητα για την τεχνοτροπία των εικόνων χαρακτηρίστηκε ως νεοεικονομαχία.
Διαδοχή των Φλωρινικών
Το 1941, αρχιεπίσκοπος των Γ.Ο.Χ. (Φλωρινικών) ανέλαβε ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης. Από το 1949, όταν Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν ο Σπυρίδων Βλάχος, οι παλαιοημερολογίτες αντιμετώπισαν διώξεις. Οι αστυνομικές δυνάμεις σφράγιζαν τους ναούς τους και συλλάμβαναν τους ιερείς, που ιερουργούσαν σε αυτούς. Το 1951, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην εξορία ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, για έναν περίπου χρόνο. Τον Μάρτιο του 1952, πέθανε ο Κυκλάδων Γερμανός, αφήνοντας μοναδικό επίσκοπο της παράταξης τον Χρυσόστομο, ο οποίος επέστρεψε από την εξορία πέντε μήνες αργότερα. Τελικά, το 1953 ο Μεγαρίδος Χριστόφορος και ο Διαυλείας Πολύκαρπος επέστρεψαν οριστικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία τους έκανε αμφότερους δεκτούς, αναγνωρίζοντάς τους την επισκοπική χειροτονία. Συγκεκριμένα, ο Χριστόφορος Χατζής τοποθετήθηκε αρχικά Βοηθός Επίσκοπος Καρυουπόλεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ενώ στις 18 Απριλίου του 1956, εξελέγη Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Όμοια, ο Πολύκαρπος Λιώσης, τοποθετήθηκε αρχικά Τιτουλάριος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, ενώ στις 22 Σεπτεμβρίου του 1958, εξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1955, απεβίωσε ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, χωρίς να χειροτονήσει άλλους επισκόπους. Για τα πέντε επόμενα χρόνια (1955-1960), η κοινότητα των Γ.Ο.Χ. (Φλωρινικών), έμεινε χωρίς επισκόπους, ενώ τη διοίκησή της ανέλαβε εκκλησιαστική επιτροπή, με πρόεδρο τον αρχιμανδρίτη Ακάκιο Παππά. Το έτος 1960, ο Ακάκιος Παππάς, μετέβη στην Αμερική, όπου δύο επίσκοποι της (Υπερώρειας) Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς, ο Σικάγου Σεραφείμ και ο Ρουμάνος Θεόφιλος Ιονέσκου, τον χειροτόνησαν επίσκοπο Ταλαντίου για τους Φλωρινικούς Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Αυτό το γεγονός είναι σημαντικό στην ιστορία και έτσι ώστε οι Ματθαιικοί άρχισαν να τους χαρακτηρίζουν ως "Φλωρινοσεραφειμικούς", από τον Φλωρίνης και τον Σεραφείμ Σικάγου. Το 1962, οι Αρχιεπίσκοπος Χιλής και Περού Λεόντιος Φιλίπποβιτς και επίσκοπος Βενεζουέλας-Καράκας Σεραφείμ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς (Ρ.Ο.Ε.Δ.), χειροτόνησαν εις επίσκοπον Αστορίας τον ιερομόναχο Πέτρο Αστυφίδη, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο και μετέβη στην Αμερική το 1951, ύστερα από πρόσκληση του τότε Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αρσένιου Σάλτα. Ο Αστορίας Πέτρος μερίμνησε να χειροτονηθούν νέοι επίσκοποι των Φλωρινικών Γ.Ο.Χ. στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά, και κατόπιν πρόσκλησης του Ακακίου προς τη Ρωσική Διασπορά, ο Αρχιεπίσκοπος Χιλής και Περού Λεόντιος Φιλίπποβιτς ήρθε μυστικά στην Ελλάδα ως εκπρόσωπος και φιλοξενήθηκε κρυμμένος μέσα στην αποθήκη της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Παιανίας (κτήτορας της οποίας ήταν ο Ακάκιος Παππάς), για να μη συλληφθεί, σε περίπτωση έρευνας από την αστυνομία. Την επομένη, οι δύο επίσκοποι Λεόντιος και Ακάκιος χειροτόνησαν μέσα στη Μονή τρεις νέους επισκόπους: τον Κυκλάδων Παρθένιο Σκουρλή, τον Γαρδικίου Αυξέντιο Πάστρα και τον Μαγνησίας Χρυσόστομο Νασλίμη. Αργότερα, οι τρεις νεοχειροτονηθέντες επίσκοποι, χειροτόνησαν δύο ακόμη επισκόπους, τον Διαυλείας Ακάκιο Παππά τον νεότερο, ανιψιό του Αρχιεπισκόπου Ακακίου, και τον Σαλαμίνος Γερόντιο Μαργιόλη. Το 1963, απεβίωσαν ο Κυκλάδων Παρθένιος και ο Αρχιεπίσκοπος Ακάκιος και νέος Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο από Γαρδικίου Αυξέντιος Πάστρας. Τα επόμενα χρόνια, επί Αυξεντίου, η Σύνοδος γνώρισε πολλές διασπάσεις και αρκετές εξ αυτών υφίστανται έως σήμερα.
Τον Δεκέμβριο του 1950 αστυνομικοί με επικεφαλής αξιωματικούς της χωροφυλακής, τον αρμόδιο αντιεισαγγελέα και ιατροδικαστή μπήκαν στις εγκαταστάσεις της λεγόμενης Μονής Πευκοβουνογιάτρισσας στην Κερατέα Αττικής που ανήκε στους Παλαιοημερολογίτες της παράταξης των Ματθαιϊκών. Εκεί βρήκαν δεκάδες ηλικιωμένους και παιδιά σε κατάσταση ασιτίας και εξάντλησης. Αποκαλύφθηκε τότε πως η παλαιοημερολογίτισσα Ηγουμένη Μαριάμ Σουλακιώτου, με τη βοηθό της Ευφροσύνη Μενδρινού, προσηλύτιζε πολίτες με σκοπό την οικειοποίηση των περιουσιών τους και διατηρούσε χώρο όπου κρατούσε ηλικιωμένους και παιδιά που τους υπέβαλε σε βασανιστήρια και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Μοναχές επίσης υποβάλλονταν σε βασανισμούς και έχασαν τη ζωή τους. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα στη Μονή πέθαναν 150 φυματικά κορίτσια ενώ η παλαιοημερολογίτισσα Ηγουμένη Μαριάμ είχε αποκτήσει περιουσία άνω των 150.000 δολαρίων από τις προίκες των Ελληνίδων που είχαν μπει στο μοναστήρι και οικειοποίηση περιουσιών ηλικιωμένων. Η παλαιοημερολογίτισσα Ηγουμένη Μαριάμ καταδικάστηκε για σειρά κακουργημάτων ανάμεσα στα οποία η απάτη, η πλαστογραφία διαθηκών, η εκβίαση, η ανθρωποκτονία και καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση. Πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ το 1954. Συνολικά 177 άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, έχασαν τη ζωή τους στις εγκαταστάσεις της λεγόμενης Μονής Πευκοβουνογιάτρισσας. Οι Παλαιοημερολογίτες το 1976 κατέλαβαν τον Ορθόδοξο Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Salvatorkirche) του Μονάχου από την Ελληνορθόδοξη Μητρόπολη Γερμανίας, όμως μετά από απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το 1999 υποχρεώθηκαν να αποδώσουν τον Ναό και πάλι στην Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας.
ΠΗΓΗ el.wikipedia