Back to top

Όραμα Γερόντισσας Μακρίνας: Προσέξτε, αυτό που μας δωρίζει ο Θεός, με πολλή ταπείνωση να το δεχόμαστε

07/11/2018 - 22:00

Προσέξτε, αυτό πού μάς δωρίζει ο Θεός, μέ πολλή ταπείνωσι νά τό δεχώμαστε, νά τό κρύβουμε, νά τό φυλάττουμε, ώστε νά μή τό χάσουμε. Τό χάσαμε; Είμαστε απαρηγόρητοι. 

Γι’ αύτό πρέπει να προσέχουμε, νά προβάλλουμε όλο τήν ταπείνωσι, νά πηγαίνουμε τήν ψυχή μας από τό σκοτάδι στο πυρ, από τό πυρ στον τριγμό τών οδόντων.

Νά σκεφτώμαστε πώς θά ανέβουμε τή σκάλα, πώς θά την ανέβουμε, πού δίπλα στέκουν οί δαίμονες νά μάς άρπάξουν καί νά μάς ρίξουν στην αφάνεια, όπως χάριτι Θεού τό είδα. 

Ό Θεός αυτά τά δείχνει, όχι γιατί είναι άξιος ό Προεστώς, αλλά λόγω τού φορτίου πού σηκώνει, προς γνώσι καί συμμόρφωσι καί τού εαυτού του καί τών πνευματικών του παιδιών. 

Είδα ότι βρέθηκα σέ ένα Μοναστήρι μέ μία πόρτα σιδερένια, όπως η δική μας, καί εκεί ήταν μία εικονούλα. Καί βρίσκω τρία χρυσά νομίσματα σάν λίρες καί τά πήρα καί λέω, τί ωραία, καί τά έπαιζα στο χέρι. Καί μου ήρθε μία σκέψη, ότι αυτά είναι τά τάλαντα.

Πήρα καί τήν εικονούλα στά χέρια μου καί αυτή σάν τηλεόρασι μεγάλωσε, μεγάλωσε καί έγινε μία μεγάλη εικόνα καί ήταν ο θρόνος τού Θεού πού κρεμόταν στον αέρα. 

Δέν μπορούσα νά διακρίνω, ήταν ένα πολύ ωραίο πράγμα. Από τήν μιά πλευρά ήταν όλοι οι Δίκαιοι καί οι Αγιοι, από τήν άλλη ήταν ένα στόμα πύρινο καί κάτω ήταν όλο χάος. 

Καί περνούσαν εκείνη τήν ώρα αρχιερείς, ιερείς γιά νά κριθούν. Καί μόλις γινόταν η δίκη από τον Χριστό, έρχονταν οι λέοντες πού έβγαιναν από τό σκοτάδι καί τούς άρπαζαν καί τούς έρριχναν μέσα στο χάος αυτό. 

Πολλή ώρα διήρκεσε αύτό τό πράγμα. Από ’κει βλέπω τούς δαίμονες νά είναι φορτωμένοι στον ώμο τσουβάλια καί «εν ριπή οφθαλμού» έρριχναν χιλιάδες ψυχές στο στόμα αυτό.

Ήταν τόσο τρομερό! Εβλεπες καί γέμιζε τό στόμα αυτό -σάν νά τούς βλέπω τώρα- όπως τούς άδειαζαν μέσα. Επαιρναν τά τσουβάλια πάλι στον ώμο καί έτρεχαν νά τα ξαναγεμίσουν. 

Κάπου-κάπου εμφανιζόταν κανένας αρχιερεύς, ιερεύς, καί έλεγε ο Κύριος με πολλή αβρότητα: «πήγαινε εκ δεξιών μου». Άλλα δέν θά ξεχάσω αυτόν τον τρόμο, όλη τή νύχτα δέν μπορούσα νά ησυχάσω, μέρες δέν έφευγε από τή διάνοιά μου. Καί λέω, κοίταξε νά δής, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, λαϊκοί, χαλούσε ο κόσμος… 

Μου το έδειξε ο Θεός, γιά νά ταπεινωθώ, νά δώ τήν ψυχή μου. Δέν είναι μικρό πράγμα ή Κόλασι, «έν ριπή οφθαλμού» νά σε πετούν στά σκοτάδια, στο πυρ τό αιώνιον. Έτσι λοιπόν, βρέθηκε η ψυχή μου γιά λίγη ώρα και τρόμαξε ή καρδιά μου, δέν μπορούσα νά σταθώ. Οί λέοντες νά ξεπετάγωνται από μέσα, νά τούς αρπάζουν από τά πόδια και νά τούς πετούν στο χάος. 

Με είχε πιάσει ένας φόβος τρομερός και τόπα στον Γέροντα- «Γέροντα, δέν μπορώ νά ησυχάσω». «Ναί, παιδί μου, μάς τά δείχνει ο Θεός, γιά νά ταπεινωθούμε, μόνο και μόνο, γιά τήν ευθύνη των ψυχών πού έχουμε αναλάβει». Έγώ σάς τά λέω, ώστε και σείς νά διορθωθήτε και ’γώ νά διορθωθώ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ – «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ»

apantaortodoxias.blogspot.gr