14/10/2018 - 12:56

Η δια Χριστόν σαλότητα αποτελούσε, ως γνωστόν, πάντοτε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια στο πολυάριθμο Συναξάρι των Αγίων μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα λίαν διδακτικό κεφάλαιο σωτηρίας, το οποίο έδειχνε στην ουσία πώς η δικαιοσύνη και η κρίση του Θεού διαφέρει κατά πολύ απ’ αυτήν των ανθρώπων. Ένα λιθαράκι επιπλέον σ’ αυτό το κεφάλαιο αποτελεί και η ιστορία που μας αφηγήθηκε ένας ταπεινός λευίτης του Ευαγγελίου, ένας στενός φίλος του Κυρίου μας, της Παναγίας μας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Αγίου Αναστασίου του Γόρδιου. Ένας λευίτης ασκητής, που ζει στα ευλογημένα βουνά του τόπου μας. Πρόκειται για ένα πραγματικό άνθος ευωδίας, που ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτεται από τις καταπονημένες από τη ζωή ψυχές, που σαν μέλισσες ταξιδεύουν κοντά του για να γευτούν ως δώρο την πολύτιμη γύρη που εκπέμπει η παρουσία του και ο λόγος του.
Η αφήγησή του αφορούσε σε έναν σύγχρονο δια Χριστόν σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες, απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας. Σε μία γειτονιά που οι πόρτες των ανθρώπων ήταν ερμητικά κλειστές για τον πλησίον και η καθημερινότητα κυλούσε μέσα στο πλαίσιο του γνωστού ωχαδελφισμού, της κενοδοξίας και της αδιαφορίας για τον άλλον, δείγμα της κυριαρχίας σήμερα των εγωκεντρικών παθών.
Τα πρώτα χρόνια
Ο τρελο – Γιάννης ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα, που κληρονόμησε από τη μητέρα του, σε μίαν πολυκατοικία συνολικά 20 διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο της γειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν, συνήθιζε να γεμίζει δύο σακούλες με ψωμιά και κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει σε γέροντες, γερόντισσες και φοιτητές στη γειτονιά του: «Να, είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του κυρ – Αποστόλη του φούρναρη, για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας», έλεγε. Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελο – Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών της γειτονιάς του. Στον κυρ – Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους αρρώστους και πως τάχα πληρώνεται γι’ αυτό.
Πώς γνώριζε όμως τους φτωχούς της γειτονιάς του; Σαν μικρό παιδί, είχε τη συνήθεια να χτυπά αδιακρίτως τα κουδούνια, όχι μόνον της πολυκατοικίας του, αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών. Αυτοσυστηνόταν σ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους εξυπηρετήσει: «Πώς ξημερώσατε σήμερα; Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Τα παιδιά σας πώς πάνε»;
Στην αρχή κάποιοι τον απόπερναν. Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να του μιλήσουν, φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του. Άλλοι όμως, περίμεναν τον τρελο – Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν, καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τους έμαθε όλους, γνώριζε τις ιδιοτροπίες αλλά και βασικά στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Τα βράδια συνήθιζε ο τρελο – Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό σπίτι του και να προσεύχεται. Του άρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήρι για να φεύγουν, όπως είπε σε κάποιον που τον ρώτησε, τα κακούδια από τη γειτονιά. Το διάβαζε τόσο δυνατά, που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης, που δεν τον ήξερε καλά, μιαν ημέρα κάλεσε την αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη κοινής ησυχίας! Καθημερινά ο σαλός λιβάνιζε όλα τα διαμερίσματα ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο έως και κάτω, ακόμη και τις αυλές. Όταν δε κάποιος ήταν άρρωστος, τον επισκεπτόταν και, αφού τον λιβάνιζε και τον σταύρωνε, του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα που γνώριζε την καθολική επιστολή του αγίου Ιακώβου. «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων, ίνα ιαθήτε», τους έλεγε. Τους παρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά από το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό μας…
Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που γυρνώντας από το φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε την πολυκατοικία, για να είναι, όπως έλεγε, καθαρή.
Του άρεσε να παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καβγαδίζουν για τα πολιτικά κόμματα δημοσίως στα καφενεία (παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι καβγάδες για τα κόμματα). «Άχ, βρε εσείς, γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε τενεκέδες και κύμβαλα; Να παρακαλάτε, αντί να τσακώνεστε, να μας στείλει ο Θεός έναν Δαυίδ για βασιλιά. Αυτός έλυνε τα προβλήματα, γιατί μάτωναν τα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή. Οι δικοί σας οι έξυπνοι τί κάνουν; Ικετεύουν μόνο για μίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά… Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε να τους λέει. «Φύγε μωρέ τρελο –Γιάννη», απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν για κανένα θέλημα. Εκείνος πάντα τους έλεγε: «Μην ελπίζετε στους άρχοντες. Να έχετε μόνον την ελπίδα σας στον Θεό».
Η καταιγίδα
Μία ημέρα ο τρελο –Γιάννης δεν πήγε στη δουλειά. Ο κυρ – Αποστόλης ο φούρναρης ανησύχησε. Ποτέ δεν είχε λείψει. Έστειλε λοιπόν κάποιον στο σπίτι του. Πριν φθάσει σ’ αυτό, βλέπει τον σαλό με ένα φτυάρι να έχει ανοίξει τα φρεάτια και να τα καθαρίζει από τα χώματα και τις ακαθαρσίες.
-Βρέ σύ, ντίπ για ντίπ ζουλάθηκες; Του λέγει. Ο κυρ – Αποστόλης σε περιμένει στο φούρνο και εσύ καθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πώς θα σε προσλάβουν έτσι στο Δήμο;
-Ψάχνω να βρω από το πρωί δυο κατοστάρικα, που έχασα. Αλλά δε θυμάμαι σε ποιο από τα πέντε φρεάτια έπεσαν και έτσι τα άνοιξα όλα. Και μια τ’ άνοιξα είπα να βγάλω και τις βρωμιές και να τα καθαρίσω, είπε χαμογελώντας ο σαλός. Τράβα λοιπόν πες στον κυρ –Αποστόλη πώς θα δουλέψω πιο πολύ αύριο για να συμπηρώσω τις ώρες. Δύο κατοστάρικα είναι αυτά… Δεν είναι παίξε – γέλασε, συνέχισε.
Ποιος είδε το φούρναρη τότε και δεν τον φοβήθηκε. Μόλις έμαθε τα καμώματα του σαλού απειλούσε να τον διώξει. Μετά πέντε ώρες ο Γιάννης ο σαλός είχε ολοκληρώσει την εργασία του και αποσύρθηκε ικανοποιημένος στο σπίτι του. «Τα βρήκες, βρε συ, τα κατοστάρικα;», τον περιέπαιξε ο μπακάλης, καθώς περνούσε από ‘κει. «Να πας στο Δήμαρχο να σου τα δώσει, που του καθάρισες τα φρεάτια», συνέχισε γελώντας.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν απειλητικά. Βροντές και αστραπές και μία καταρρακτώδης βροχή άρχισε να πέφτει. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια παρασύροντας ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους, ακόμη και αυτοκίνητα. Στον ευρύτερο δήμο της περιοχής σημειώθηκαν πολλές καταστροφές. Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, αποθήκες. Χάθηκαν περιουσίες. Η πυροσβεστική δεν προλάβαινε να αντλήσει ύδατα. Ο Δήμαρχος έκανε μία περιοδεία την επόμενη ημέρα για να διαπιστώσει προσωπικά τις ζημιές. Όλοι οι δημότες διαμαρτύρονταν για τα βουλωμένα φρεάτια. Πήγε και στη γειτονιά του τρελο – Γιάννη. Εκεί δεν υπήρχε ζημιά. Ο μπακάλης, που τον είδε, του είπε: «Δήμαρχε, να πας να ευχαριστήσεις τον τρελο –Γιάννη που χθές από το πρωί καθάριζε τα φρεάτια. Μας έσωσε η τρέλα του σαλού, που έψαχνε να βρει τα δύο κατοστάρικα που έχασε», πρόσθεσε. Αλλά και ο φούρναρης είπε τα ίδια στον Δήμαρχο:
-Ευτυχώς που ο τρελός, Δήμαρχε καθάρισε τα φρεάτια όμβριων υδάτων, γιατί αλλιώς θα είχαμε πνιγεί με τέτοια βροχή. Μας γλίτωσε η τρέλα του από τα χειρότερα.
-Να που χρειάζονται και οι τρελοί, είπε χαμογελώντας ο Δήμαρχος.
Ο σαλός δια Χριστόν Ιωάννης συνήθιζε να ντύνεται φτωχικά. Έτσι όπως τον έβλεπαν πολλοί τον λυπόντουσαν και του έδιναν χρήματα. «Πάρε, βρε τρελέ, να αγοράσεις κανένα παντελόνι και κανένα πουκάμισο να φορέσεις», του έλεγαν. Εκείνος τους ευχαριστούσε, έβαζε τα χρήματα σε φακέλους, συμπλήρωνε και από το μισθό του και πήγαινε κρυφά και τα πετούσε κάτω από τις πόρτες αυτών που είχαν ανάγκη.
Όταν πήγαινε στο σούπερ μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. Έβαζε στο καλάθι, λ. χ., ακόμη και πράγματα γυναικεία, τα οποία προκαλούσαν γέλια στις κοπέλες του ταμείου. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να του παίρνουν τα μισά χρήματα από τη συνολική αξία.
Μια μέρα κίνησε την περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι, κρυφά τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε κάποια απόμακρη γωνιά της μικρής πλατείας, για να μην τον βλέπουν, και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν συνεχεία άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε, τα κουδούνια και να αφήνει έξω από την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια. Τα γυναικεία είδη, που ψώνιζε, τα πήγαινε σε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη.
Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της εκδημίας του, πριν από οκτώ χρόνια, είχαν να εξιστορήσουν και από μίαν αφήγηση για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην πολυκατοικία που έμενε ο σαλός, άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε στην Εκκλησία:
«Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και πριν από τον παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τις άγιες εικόνες και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού, κάνοντας τον ζητιάνο. Ό,τι χρήματα μάλιστα μάζευε, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, πήγαινε κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των γερόντων. Μίαν ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε να το κλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά.
-Παπά, ο τρελο – Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι, του είπε:
Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή και κοίταξε κρυφά. Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματα από τις τσέπες του και να τα ρίχνει στο παγκάρι.
-Τί κάνεις εκεί, βρε τρελέ; Του φωνάζει.
-Να, πάτερ μου, τρύπησε η τσέπη μου και για να μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνω μέσα για να τα φυλάει η Παναγιά μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα!».
Η Νικολέτα στη συνέχεια, τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ, πήρε το λόγο:
«Ένα σούρουπο, πριν από δέκα, ίσως και παραπάνω χρόνια, είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα στη γειτονιά μας. τον παρατηρούσα, γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον τρελο – Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό βήμα να κατευθύνεται προς τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια τετραμελής. Στρογγυλοκάθισε ο τρελός μπροστά στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας και άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει το «Αγνή Παρθένε…». Πέρασαν σχεδόν δυο ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα έξω και του είπα να σταματήσει. Τότε είδα το νεαρό να απομακρύνεται βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκε στη μονοκατοικία. Από περιέργεια πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου, δε σας κρύβω, πώς πήγε στο κακό. Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα μου άνοιξε. ο τρελο –Γιάννης καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιός της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι αυτή που λέει «Ου μοιχεύσεις».
-Ξέρεις, Γιωργάκη μου, η μοιχεία δεν είναι αρεστή στο Θεό, έλεγε. Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο μιαρό σατανά, που μπαίνει στο σπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος και το μίσος μπαίνουν από τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού, την οποία έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Η γυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο μπαμπάς και η μαμά, με το γάμο, Γιωργάκη μου, γίνονται μία σάρκα, ένα σώμα. Με τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου.
