Το βουντόν (ή βουντούν), όπως είναι η επίσημη ονομασία αυτού που ξέρουμε όλοι ως βουντού, είναι μια ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση που ξεπήδησε μέσα από τις φρικαλεότητες που ζούσαν οι αφρικανοί σκλάβοι που μεταφέρθηκαν με τα λευκά δουλεμπορικά στις Δυτικές Ινδίες κατά τον 16ο αιώνα.
Ο λευκός αποικιοκράτης απαγόρευε στους δούλους του να λατρεύουν τα παραδοσιακά αφρικάνικα δόγματα και τους εξανάγκασε να ασπαστούν τον χριστιανισμό, αν και από την επικίνδυνη αυτή γειτνίαση έμελλε να ξεπηδήσει κάτι μοναδικό στην ιστορία των θρησκειών, το βουντού!
Το ιδιαίτερο λατρευτικό μείγμα που έψαχνε να συμβιβάσει τον καθολικισμό και τα τοπικά αφρικανικά δόγματα αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως στην Αϊτή, γενικεύτηκε στην Καραϊβική και ενέχει δεσμούς αίματος με το βουντού των ΗΠΑ αλλά και το αντίστοιχο που εξασκείται στη Δυτική Αφρική (στη Νιγηρία κυρίως), αν και αυτό είναι απαλλαγμένο από τις χριστιανικές δοξασίες.
Στο όνομά του έχουν γίνει αρκετά εγκλήματα, όπως εξάλλου και στο όνομα των περισσότερων θρησκευτικών παραδόσεων.
Η δίκη που χάρισε στο βουντού το κακό του όνομα
Ήταν το 1864 με την καταδίκη οχτώ Αϊτινών για δολοφονία και κανιβαλισμό παιδιού που θα αποκτούσε το βουντού τη μαύρη του φήμη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τον Δεκέμβριο του 1863, ο Κόνγκο Πέλε ζήτησε από την αδερφή του και ιέρεια του βουντού, Ζαν Πέλε, να τον βοηθήσει με τις πρακτικές της να αποκτήσει πλούτο και δύναμη. Εκείνη συμφώνησε και απευθύνθηκε σε δύο γκουρού του βουντού για τον ιδανικό τρόπο.
Οι γεροντότεροι της είπαν ότι για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να θυσιάσουν έναν «τράγο χωρίς κέρατα», επίσης γνωστό σε μας ως άνθρωπο. Στις 27 Δεκεμβρίου, τα δυο αδέλφια απήγαγαν τη 12χρονη ανιψιά τους και την κράτησαν κρυμμένη μέχρι και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τότε είναι που έλαβε χώρα η αποτρόπαιη ιεροτελεστία, που περιλάμβανε τον στραγγαλισμό, την εκδορά, τον διαμελισμό και τον αποκεφαλισμό τελικά της κοπέλας, αν και τα δεινά της δεν τέλειωσαν εδώ, καθώς το αίμα της αποθηκεύτηκε σε βαζάκια και χρησιμοποιήθηκε κατόπιν στο μαγείρεμά της, αφού η παρέα των ιερέων τράφηκε κατόπιν με τις σάρκες της.
Λίγο αργότερα, τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες (μεταξύ των οποίων και τα φονικά αδέλφια) κατηγορήθηκαν για φόνο και αφού ομολόγησαν το μακάβριο έγκλημά τους, εκτελέστηκαν δημόσια στις 13 Φεβρουαρίου 1864. Όπως αντιλαμβανόμαστε, η υπόθεση έτυχε παγκόσμιας κάλυψης και έκανε το βουντού να φαντάζει όσο πιο απάνθρωπο και ζοφερό έπαιρνε, αλλάζοντας μια για πάντα την πεποίθηση του κόσμου για τη θρησκευτική παράδοση.
Αν και σήμερα η όλη ιστορία έχει φτάσει να αμφισβητείται, καθώς λίγες ενδείξεις υπάρχουν ότι έγινε ό,τι έγινε, την ίδια ώρα που όλοι οι κατηγορούμενοι ξυλοκοπήθηκαν αγρίως πριν ομολογήσουν. Επίσης, την εποχή εκείνη πρόεδρος της Αϊτής ήταν ο Φαμπρ Τζεφράρ, ο οποίος μπορεί να γεννήθηκε σκλάβος, είχε όμως μετατραπεί σε φανατικό καθολικό και ήθελε τη χώρα του απαλλαγμένη από παλιές αφρικανικές δοξασίες. Μια τέτοια πολύκροτη δίκη θεωρήθηκε ότι εξυπηρετούσε βολικά τον σκοπό του, να αποδείξει κοντολογίς ότι το βουντού ήταν γεμάτο μοχθηρία και υπερφυσική κακία.
Η ιέρεια του βουντού που καλούσε σε ανθρωποθυσίες
Τον Οκτώβριο του 1910, ένας αστυνομικός διευθυντής από την Αϊτή παρέδωσε την έγγραφη κατάθεσή του για μια 24χρονη ιέρεια του βουντού, κάποια Εστέις Λιμπερίς. Στην αναφορά του είπε ότι κατά τη διάρκεια των τελετών, οι πιστοί έκαναν σπονδές σε έναν θεό με μορφή φιδιού και αν η ατυχία και η κακοδαιμονία είχε εγκαθιδρυθεί στην κοινότητα, τότε θυσίαζαν και ένα ζώο. Ο αστυνομικός ανέφερε ότι η Λιμπερίς υπαινίχθηκε κάποια στιγμή ότι μόνο η θυσία ενός παιδιού θα έφερνε τύχη και ευζωία στους πιστούς, όταν το πράγμα πήρε μια άσχημη τροπή. Ένας πιστός του βουντού απήγαγε ένα μικρό κορίτσι, το απίθωσε κατόπιν στο ιερό, όπου και στραγγαλίστηκε. Αφού αποκεφάλισαν το άψυχο σώμα, μάζεψαν το αίμα της σε ένα κύπελλο για να το γευτούν όλοι οι παριστάμενοι στην ανθρωποθυσία. Δύο επίσης μικρά κορίτσια μαγείρεψαν κατόπιν το ακρωτηριασμένο σώμα του τραγικού παιδιού, αν και δεν το κανιβάλισαν. Η ομήγυρη φύλαξε το σώμα ως υπόμνηση της θυσίας που είχε λάβει μόλις χώρα.
Αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος των φονικών, καθώς τα κορίτσια είχαν διαπράξει κάποιο είδος ύβρεως με την προετοιμασία του σώματος της μικρής και τώρα έπρεπε να θυσιαστούν κι αυτά για να εξευμενιστούν οι θεοί του βουντού. Δύο μέρες μετά, άλλα δυο παιδιά θυσιάστηκαν ιεροτελεστικά. Στην αστυνομική έκθεση αναφέρεται ότι όταν οι Αρχές ερεύνησαν το σπίτι της Λιμπερίς, εντόπισαν τα απομεινάρια μιας 12χρονης μέσα σε ένα βαρέλι.
Ο αιδεσιμότατος που έχανε όποιον αγαπούσε
Ο αιδεσιμότατος Γουίλι Μάξγουελ ήταν ταυτοχρόνως ιερέας του βουντού που λειτουργούσε μυστικά σε μια εκκλησία της Αλαμπάμα των ΗΠΑ. Είχε μάλιστα διδαχθεί την τέχνη των σκοτεινών τελετών από τις ίδιες τις «Εφτά Αδερφές» του Μισισιπή, της πλέον γνωστής και τρομακτικής αίρεσης του βουντού της Λουιζιάνα. Γι’ αυτό και τα μέλη της αφρο-αμερικανικής κοινότητας τον έτρεμαν, ένας φόβος που λειτούργησε φυσικά υπέρ του, μιας και πιστεύεται ότι ο Μάξγουελ γλίτωσε την τιμωρία για μια σειρά από φόνους που διέπραξε.
Το πρώτο του θύμα φέρεται με ισχυρές ενδείξεις να είναι η ίδια του η σύζυγος το 1969. Η τραγική γυναίκα βρέθηκε στραγγαλισμένη και κακοποιημένη σωματικά στο αυτοκίνητό της. Ο αιδεσιμότατος σύρθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και παρά τα στοιχεία, αθωώθηκε μαγικά. Καθόλου μαγικά βέβαια, μιας και η στρατηγική του ήταν απλή: παντρεύτηκε τη βασική μάρτυρα κατηγορίας, η οποία μέχρι να φτάσει η μέρα της δίκης είχε ήδη αλλάξει την κατάθεσή της! Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ιερέας εισέπραξε και την παχυλή ασφάλεια ζωής της εκλιπούσας.
Λίγο αργότερα, ο αδερφός του ιερωμένου βρέθηκε επίσης νεκρός από υποθερμία και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Το 1973, η δεύτερη σύζυγός του, η μάρτυρας κατηγορίας στον φόνο της πρώτης του συζύγου δηλαδή, εντοπίστηκε επίσης νεκρή, με τον Μάξγουελ να εισπράττει για δεύτερη φορά ασφάλεια ζωής. Το 1976, σειρά είχε ο ανιψιός του ιερέα και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς η 16χρονη προγονή του παπά ανασύρθηκε νεκρή κάτω από ένα αυτοκίνητο. Η αστυνομία τον είχε πάντα στο στόχαστρο, αν και φαινόταν να μην μπορεί να συνδέσει τις ανθρωποκτονίες και τα περίεργα δυστυχήματα με τον Μάξγουελ.
Στην κηδεία του κοριτσιού, η αδερφή της 16χρονης ούρλιαξε στον ιερέα του βουντού: «Σκότωσες την αδερφή μου και τώρα θα το πληρώσεις». Αμέσως, ο θείος της έβγαλε ένα όπλο και τον πυροβόλησε τρεις φορές εξ επαφής στο κεφάλι μπροστά σε 300 ανθρώπους. Η απίστευτη υπόθεση που συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και επανέφερε με δριμύτητα τα χρονικά του βουντού στον δημόσιο λόγο έφτασε μάλιστα μέχρι και το λογοτεχνικό στόχαστρο της Χάρπερ Λι, της συγγραφέως του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», αν και δεν ολοκλήρωσε ποτέ το πόνημά της για το βουντού και τα μυστηριώδη θανατικά που κύκλωναν τον Μάξγουελ.
Η επιδημία χολέρας της Αϊτής και τα λιντσαρίσματα
Ο μισός περίπου πληθυσμός από τα 9,6 εκατομμύρια της Αϊτής πιστεύει στο βουντού και ακολουθεί τα τελετουργικά του. Η θρησκεία διατηρεί ακόμα και σήμερα ισχυρότατο λαϊκό έρεισμα και από δω ακριβώς ξεπήδησε μια φοβερή ιστορία πολύ πρόσφατα, όταν η πίστη στο βουντού και η έλλειψη επιστημονικής γνώσης γύρω από τη χολέρα δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα στην Αϊτή.
Όπως ξέρουμε, μετά το πέρασμα του φοβερού Εγκέλαδου από την ήδη εξαθλιωμένη Αϊτή στις 12 Ιανουαρίου 2010, ξέσπασε μεγάλη επιδημία χολέρας: μεταξύ Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2010, περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι είχαν πεθάνει από τη νόσο, την ίδια ώρα που 63.500 είχαν ήδη διαμετακομιστεί στο νοσοκομείο και άλλοι 121.000 εμφάνισαν συμπτώματα. Οι ντόπιοι δεν ήξεραν τι είναι η χολέρα ούτε και πώς θα επηρέαζε τη ζωή τους, κάτι που οδήγησε σε μαζικό πανικό σε πολλές περιοχές της χώρας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορήθηκαν οι ιερείς του βουντού για την εξάπλωση της αρρώστιας και κατά τη διάρκεια δύο εβδομάδων του Δεκεμβρίου του 2010 περισσότεροι από 45 λειτουργοί της θρησκείας συνάντησαν τον μαρτυρικό θάνατο μέσω λιντσαρίσματος, λιθοβολισμού, τσεκουρώματος ή παράδοση του σώματός τους στην πυρά. Τα αγριεμένα πλήθη στράφηκαν κατά των ιερέων και βύθισαν την ήδη πληγωμένη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη θλίψη. Ο υπουργός Επικοινωνιών της Αϊτής ζήτησε τη συνδρομή του ΟΗΕ για την ενημέρωση του ντόπιου στοιχείου για τη χολέρα και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Στην επιδημία του 2010, περισσότεροι από 200.000 Αϊτινοί έχασαν τη ζωή τους, ενώ από το φθινόπωρο του 2015 η χολέρα έδειξε και πάλι τα απειλητικό της πρόσωπο.
Το νιγηριανό βουντού δείχνει τα δόντια του
Τον Ιούλιο του 2001, μια 13χρονη από την πόλη Μαϊντουγκούρι της Νιγηρίας συνελήφθη ως ύποπτη για την εξαφάνιση ενός δίχρονου αγοριού. Η Τζουμάι Χασάν είχε ήδη φάκελο στην αστυνομία, παρά το νεαρότατο της ηλικίας της, καθώς είχε κάψει παλιότερα το σπίτι ενός γείτονα και είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει μια κοπέλα. Αυτή τη φορά η Χασάν ισχυρίστηκε ότι είχε σκοτώσει το παιδί και είχε πουλήσει μέλη του σώματός του σε ιερέα του βουντού, που το ήθελε διακαώς για τις τελετές του. Μετά την ομολογία, η σορός του τραγικού αγοριού ξεθάφτηκε και η Χασάν κατηγορήθηκε για τον φόνο του. Αν και η ομολογία της δεν είχε πάρει ακόμα τέλος. Είπε μετά ότι ήταν εδώ και εφτά χρόνια μέλος μιας δολοφονικής σέχτας που είχε εμπλακεί στις δολοφονίες 48 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και του πατέρα της. Η κοπέλα θέλησε να βοηθήσει την αστυνομία να βρει τις σορούς των θυμάτων της οργάνωσης, αν και κανένα άλλο πτώμα δεν ανασύρθηκε κατά τις έρευνες.
Η ίδια ονόμασε μάλιστα εγκέφαλο της εταιρίας δολοφόνων κάποιον ανώτερο κρατικό υπάλληλο, στο σπίτι του οποίου βρέθηκαν όλα τα σύνεργα άσκησης του βουντού, αν και τίποτα δεν μπορούσε να τον συνδέσει με τους φόνους. Ήταν ξεκάθαρο πάντως ότι η σπείρα δεν ήταν παρά μυστικιστική σέχτα που λάτρευε μια φονική παραλλαγή του παραδοσιακά ειρηνικού βουντού…