Back to top

Τζακ ο Αντεροβγάλτης: Κοντά στην πραγματική ταυτότητα του διασημότερου δολοφόνου

01/06/2018 - 14:43

Τζακ ο Αντεροβγάλτης (Jack the Ripper) είναι το ψευδώνυμο που δόθηκε σε έναν αγνώστου ταυτότητας δολοφόνο  ο οποίος δρούσε στην περιοχή Ουάιτσάπελ του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινώντας από το 1888.

Το όνομα άρχισε να χρησιμοποιείται απο την μέρα που κάποιος έστειλε ένα γράμμα στο Κεντρικό Γραφείο Ειδήσεων του Λονδίνου, ισχυριζόμενος πως είναι ο δολοφόνος με αυτό το όνομα.

Τα θύματα ήταν γυναίκες οι οποίες έβγαζαν χρήματα ως πόρνες. Οι φόνοι συνέβαιναν σε δημόσιους χώρους (εκτός από τον φόνο της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ) την νύχτα ή τα ξημερώματα. Ο λαιμός των θυμάτων ήταν κομμένος και το σώμα ήταν ακρωτηριασμένο.

Διάφορες θεωρίες υποστηρίζουν πως τα θύματα στραγγαλίζονταν πρώτα έτσι ώστε να μην φωνάζουν, κάτι το οποίο εξηγεί και την έλλειψη αίματος στις σκηνές των εγκλημάτων. Η αφαίρεση των εσωτερικών οργάνων από τρία θύματα έκανε μερικούς αστυνομικούς της εποχής να πιστεύουν πως ο δολοφόνος κατείχε ανατομική ή χειρουργική γνώση.

Οι εφημερίδες άρχισαν να δίνουν όλο και πιο εκτεταμένη προβολή στο θέμα, κυρίως στην αγριότητα των επιθέσεων και στην αδυναμία της αστυνομίας στο να το συλλάβει τον δολοφόνο, ο οποίος φαίνεται ότι ξέφευγε από την αστυνομία για μερικά λεπτά.

Επειδή η ταυτότητα του δολοφόνου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ η ιστορία των γεγονότων έχει λάβει και ένα χαρακτήρα αστικού μύθου με μια μίξη ιστορικών και φανταστικών στοιχείων. Πολλοί συγγραφείς, ιστορικοί και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν προτείνει διάφορες θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα (ή ταυτότητες) του δολοφόνου και των θυμάτων του.

Νέα ταυτότητα

Ένας Ολλανδός δολοφόνος κατά συρροή, που ταξίδευε συχνά λόγω της δουλειάς του στο Λονδίνο ίσως ήταν ο διαβόητος Τζακ ο Αντεροβγάλτης, σύμφωνα με την τελευταία θεωρία.

Ο Δρ Γιαν Μπόντεσον, ιστορικός με ειδίκευση στα εγκλήματα, θεωρεί ότι ο Χέντρικ ντε Γιονγκ, ο οποίος σκότωσε δύο πρώην συζύγους του στην πατρίδα του και χτύπησε έως θανάτου άλλες δύο γυναίκες στο Βέλγιο, συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι ο αγνώστου ταυτότητας δολοφόνος που σκότωσε πέντε ιερόδουλες και σκόρπισε τον τρόμο στα τέλη του 19ου αιώνα στη βρετανική πρωτεύουσα.

Την εποχή που έγιναν τα εγκλήματα στην περιοχή Ουάιτσάπελ του Λονδίνου (1888-1891) ο ντε Γιονγκ πιστεύεται ότι εργαζόταν ως καμαρότος σ’ ένα πλοίο που έκανε συχνά ταξίδια από το Ρότερνταμ στο Λονδίνο, και άρα είχε τον τρόπο να ξεφεύγει από τη Σκότλαντ Γιαρντ.

Το 1893 δολοφόνησε δύο από τις πρώην συζύγους του στην Ολλανδία και πέντε χρόνια αργότερα χτύπησε έως θανάτου δύο γυναίκες στο Βέλγιο κι αποπειράθηκε να κάψει τις σορούς τους.

Ωστόσο, κατάφερε να διαφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες και καταδικάστηκε ερήμην για τους φόνους.

 

Ο Δρ Μπόντεσον, πρώην λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, ανέτρεξε σε Ολλανδικές εφημερίδες της εποχής για να ανακαλύψει περισσότερα στοιχεία για τις κινήσεις και τον χαρακτήρα του ντε Γιονγκ.

Ο τελευταίος σύχναζε σε οίκους ανοχής και τον περιέγραφαν ως «ασυνείδητο παθολογικό ψεύτη με εμμονή για το γυναικείο φύλο». Σύμφωνα με τον δρα Μπόντεσον «ο Χέντρικ ντε Γιονγκ είχε το ένστικτο του δολοφόνου, μπορούσε να σχεδιάσει και να διαπράξει έναν φόβο με πονηριά και ικανότητες και να γλιστρήσει από την τσιμπίδα των Αρχών. Δραστηριοποιήθηκε την ίδια εποχή με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, μιλούσε καλά Αγγλικά και ταιριάζει σχετικά με τις περιγραφές του δολοφόνου. Γνώριζε την Αγγλία και ειδικά το Λονδίνο. Από τη στιγμή που εργαζόταν ως καμαρότος σε πλοίο που έκανε το δρομολόγιο Ρότερνταμ-Λονδίνο μπορούσε κάλλιστα να διαπράξει τους φόνους που αποδόθηκαν στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και οι επισκέψεις του στο Λονδίνο συνέπεσαν με τα φρικτά εγκλήματα του φθινοπώρου του τρόμου (1888)».

Αρκετές Ολλανδικές εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι όταν συνελήφθη ο ντε Γιονγκ ως ύποπτος για τη δολοφονία δύο πρώην συζύγων του το 1893, ανάμεσα στα πράγματά του βρέθηκαν και αιματοβαμμένα χειρουργικά εργαλεία καθώς και βιβλία ανατομίας με έμφαση στο γυναικείο σώμα. Eνώ ένας Ολλανδός επιθεωρητής που έκανε έρευνα για τον Ντε Γιονγκ πήγε με ένα σκίτσο του στο Ουάιτσάπελ και αρκετοί άνθρωποι είπαν ότι τον είχαν δει να περιφέρεται στους οίκους ανοχής της περιοχής.

Ο Ντε Γιονγκ γεννήθηκε κοντά στο Άμστερνταμ το 1861 και κατετάγη εθελοντικά στο στρατό, προτού στραφεί στις απάτες και τα εγκλήματα.

Κατάφερε να γοητεύσει μια Αγγλίδα νοσοκόμα, την Sarah Anna Juett, την εποχή που τον φρόντιζε σε νοσοκομείο του Μίντλεσμπρο το 1892 και την έπεισε να τον παντρευτεί και να πάνε να ζήσουν την Ολλανδία. Λίγους μήνες αργότερα η γυναίκα εξαφανίστηκε κι ο ντε Γιονγκ είπε στους γονείς της ότι το είχε σκάσει μ’ έναν άλλο άνδρα στην Αμερική.

Λίγο μετά την εξαφάνιση της Juett, ο ντε Γιονγκ τα έφτιαξε μια πλούσια συμπατριώτισσά του, ονόματι Μαρία Σμιτς, την οποία και παντρεύτηκε, αλλά και αυτή εξαφανίστηκε. Η αστυνομία υποπτεύθηκε ότι ο ντε Γιονγκ τις είχε παντρευτεί για τα λεφτά τους κι έθαψε τις σορούς τους σε δασική περιοχή. Οδηγήθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου το 1893, αλλά επειδή δεν βρέθηκαν τα πτώματα, δεν μπόρεσε να αποδειχθεί ότι εκείνος τις σκότωσε. Καταδικάστηκε όμως αργότερα για απάτη εις βάρος ενός Ολλανδού ξενοδόχου σε τριετή φυλάκιση.

Λίγο μετά την αποφυλάκισή του το 1898 ο ντε Γιονγκ πήγε στο Βέλγιο, όπου σκότωσε δύο γυναίκες στα δωμάτιά τους πάνω από μια καφετέρια στη Γάνδη και προσπάθησε να κάψει τις σορούς τους.

Παρά το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσαν οι Αρχές ο δολοφόνος κατά συρροή κατάφερε να διαφύγει στις ΗΠΑ.