Back to top

Ρόδος: Η ιστορική Μονή Παναγἰας Καλόπετρας

06/02/2023 - 16:39

Παραπλεύρως της Κοιλάδας με τις Πεταλούδες, 8χλμ. νότια του χωριού Θεολόγος και 23χλμ. από την πόλη της Ρόδου, βρίσκεται η Ιερά Μονή Καλόπετρας αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ανεγερμένη μέσα σε πευκόφυτη ορεινή περιοχή στο ύψωμα του βουνού Λευκόποδα «όπερ κατέχει ωραίαν θέσιν», όπως αναφέρεται από τους Edouard Biliotti και L’ abbe Cottret σε εργογραφία τους για τη Ρόδο το 1881 λειτούργησε ως κοινοβιακή μονή, η οποία βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ως τις αρχές του 20ου αι.

Η οικονομική της ευμάρεια στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης, αλλά και στην εκμετάλλευση του ελαίου από το δέντρο ζητιά που αφθονούσε στην περιοχή, το οποίο σε υγρή μορφή είχε φαρμακευτικές ιδιότητες και σε στερεή χρησιμοποιούνταν ως θυμίαμα. Ταυτόχρονα, ο νερόμυλος στην παρακείμενη κοιλάδα εξασφάλιζε την απαιτούμενη ετήσια εσοδεία αλεύρων, ενώ η μελισσοκομία και η σηροτροφία φαίνεται να ήταν εξίσου ανεπτυγμένες.

Το καθολικό της μονής οικοδομήθηκε το 1865 στη θέση παλαιότερου τρουλαίου ναού χρονολογημένου στα 1784, ο οποίος καταστράφηκε μετά τους σεισμούς που έπληξαν το νησί μεταξύ 1856 και 1863. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι ο ναός προϋπήρχε της κατακτήσεως της Ρόδου από τους Οθωμανούς, αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου ελέγχου και επικοινωνίας της ενδοχώρας του νησιού. Στη σημερινή του μορφή το καθολικό είναι ένα μονόχωρο κτίσμα, διαστάσεων 15×7μ., με γοτθικά χαρακτηριστικά σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου και επιμέρους μορφολογικά στοιχεία με οθωμανικές επιρροές.

Στην τοξωτή υπέρθυρη κόγχη της εισόδου επί της δυτικής πλευράς βρίσκεται εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή, διαστάσεων 43×46εκ., ενώ μια δεύτερη αναγνωρίζεται στην κορυφή του τόξου. Αμφότερες σχετίζονται με τον παλαιότερο τρουλαίο ναό. Συγκεκριμένα, στην πρώτη αναφέρεται ότι κτίτορας της μονής υπήρξε ο ηγεμόνας της Βλαχίας Βοεβόδας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ενώ στη δεύτερη παρατίθεται η χρονολογία κτίσης στα 1784.

Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, εν μέρει επιχρυσωμένο, και ακολουθεί την τυπική καθ’ ύψος τριμερή διαίρεση. Εικάζεται ότι κατασκευάσθηκε προ του 1862, δεδομένου ότι η χρονολογία αυτή σώζεται στη δεσποτική εικόνα της Παναγίας, έργο του Κρητικού Νικολάου Χατζηιωάννου, ο οποίος φιλοτέχνησε και τη δεσποτική εικόνα του Χριστού. Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φιλοξενείται σε ξεχωριστό προσκυνητάρι επί του νότιου τοίχου στα δεξιά του τέμπλου. Καθώς φέρει την χρονολογία 1812, είναι προφανές ότι προέρχεται από τον προγενέστερο ναό που οικοδόμησε ο Αλ. Υψηλάντης.

Σήμερα η μονή δεν έχει αδελφότητα και τα κελιά της στα δυτικά του αύλειου χώρου παραμένουν κλειστά ή χρησιμοποιούνται ως βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι. Διοικητικά η μονή υπάγεται στην γειτονική ενορία του Θεολόγου.

Κειμήλια

Με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) συνδέεται μια φορητή εικόνα, γνωστή ως η «εικόνα του Υψηλάντη». Η εικόνα ιστορεί την περιπέτεια ενός στόλου σε θαλασσοταραχή, εκ του οποίου έχει διασωθεί ένα μόλις πλοίο από τα είκοσι. Η σωτηρία του οφείλεται σε θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας, η οποία παριστάνεται Βρεφοκρατούσα να ξεπροβάλει μέσα από το σκοτεινό ουρανό στην άνω αριστερή γωνιά της εικόνας. Στο κάτω μέρος αναγνωρίζεται η λατινική επιγραφή «VOTUM FECIT ET GRATIAM ACCEPIT», δηλαδή «Ευχήν έκαμα και χάριν έλαβα».

Κατά την παράδοση, ο Αλ. Υψηλάντης κινδύνευσε από τρικυμία κοντά στην παραλία του Θεολόγου και σώθηκε χάρη στην θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας, την οποία επικαλέσθηκε. Φθάνοντας στην ακτή παρατήρησε στην κορυφή ενός βουνού μελιχρόν φέγγος να επιχρίει τον ουρανό. Όταν έφθασε εκεί, βρήκε εικόνισμα της Παναγίας, στης οποίας την παρέμβαση απέδωσε τη σωτηρία του. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και σε θύμηση αυτού του γεγονότος ανήγειρε στο σημείο εύρεσης της εικόνας ναό, αφιερωμένο στη Θεοτόκο.

Η εικόνα σήμερα φυλάσσεται για λόγους ασφαλείας στο σκευοφυλάκιο του ενοριακού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Θεολόγο, καθώς η μονή έμεινε χωρίς αδελφότητα ήδη από τις αρχές του 20ου αι.

Στη μονή παραμένουν μερικά εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία το 1754, ένα Ιερό Ευαγγέλιο τυπωμένο στα 1745 και ένα αργυρό Δισκοπότηρο με χρονολογία του 1873.

ΠΗΓΗ dogma.gr