Ο Μικελάντζελο Μερίζι ήρθε στον κόσμο με μια αποστολή: να αλλάξει μια για πάντα τον κόσμο της αναπαραστατικής ζωγραφικής.
Το έντονο κιαροσκούρο που χρησιμοποίησε, με τις μορφές να ξεπηδούν κυριολεκτικά από το βαθύ σκοτάδι, σφράγισε το κίνημα του Μπαρόκ καθοριστικά, με τον ίδιο να προλαβαίνει -παρά το σύντομο του ιδιαίτερου βίου του- να αφήνει κληρονομιά τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία του, που θα έμενε γνωστή στην ιστορία της τέχνης ως «Καραβατζισμός» και θα δημιουργούσε σχολή συνεχιστών.
Ο κορυφαίος ιταλός δάσκαλος της ζωγραφικής, που χρησιμοποίησε αφειδώς το σκοτάδι για να φορτίσει συναισθηματικά τις ανθρώπινες φιγούρες, μας χάρισε πίνακες με μια μυστηριώδη και δραματική αίγλη, ως προέκταση θα 'λεγε κανείς της σκοτεινής ζωής του.
Ο βίος του Καραβάτζιο σημαδεύτηκε από μια σειρά ζοφερών γεγονότων, με τον ίδιο να σκοτώνει έναν άντρα σε καυγά και να παίρνει έτσι η ζωή του περίεργη τροπή...
Πρώτα χρόνια
Ο Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο γεννιέται το 1571 στην Ιταλία, πιθανότατα κάπου κοντά στις 29 Σεπτεμβρίου και επίσης πιθανότατα στο Μιλάνο, καθώς δεν είναι και πολλά γνωστά για τα πρώτα αυτά χρόνια του δασκάλου της ζωγραφικής. Ο πατέρας του, Φέρμο Μερίζι, με καταγωγή από το χωριό Καραβάτζιο, εργαζόταν ως αρχιτέκτονας στην αυλή του Φραγκίσκου Σφόρτσα, δούκα του Μιλάνου, όπου και περνά η οικογένεια τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής του μικρού Μικελάντζελο.
Σύντομα όμως η πανούκλα που έπληξε την Ευρώπη θα έριχνε τη σκιά της και στην οικογένεια Μερίζι, με τον 6χρονο Καραβάτζιο να χάνει όλη του σχεδόν την οικογένεια και σίγουρα τον πατέρα του (Οκτώβριος 1577). Το τραυματικό γεγονός θα αφήσει βαθύ στίγμα στον ψυχισμό του μικρού, που θα υιοθετήσει αργότερα παραβατική συμπεριφορά.
Ο ορφανεμένος νεαρός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πάρει τους δρόμους, σύντομα ωστόσο θα έρθει σε επαφή με «μια ομάδα ζωγράφων και ξιφομάχων που ζούσαν με το πρότυπο nec spe, nec metu, “χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο”», όπως παρατηρεί παλιότερος βιογράφος του. Ο ίδιος είναι σε ηλικία 11 ετών και εγκαταλείπει το πατρικό του στο Καραβάτζιο, όπου ζούσε η μητέρα και τα 4 αδέλφια του σε πλήρη εξαθλίωση, και μετακινείται στο Μιλάνο, όπου θα μαθητεύσει δίπλα στον γνωστό την εποχή εκείνη ζωγράφο Σιμόνε Πετερτσάνο.
Στην εφηβεία του, πιθανότατα περί τα τέλη του 1588, ο αδέκαρος και πάντοτε περιπετειώδης Καραβάτζιο μετακομίζει στη Ρώμη, όπου εργάζεται σε εργαστήρια γνωστών ζωγράφων. Το ευέξαπτο του χαρακτήρα του ωστόσο και το ασύλληπτο ταλέντο του τον κάνουν να μη στεριώνει πουθενά, με τον ίδιο να αλλάζει συνεχώς εργαστήρια καθώς οι περισσότεροι ζωγράφοι έβλεπαν με φθόνο πως ο νεαρός ήταν καλύτερος από δαύτους στο σχέδιο!
Ο Καραβάτζιο δεν στέριωνε πουθενά, ενώ την ίδια εποχή σημειώνονται και οι πρώτοι θρυλικοί του καυγάδες, αν και ποτέ δεν θα περνούσε από δίκη. Ο ίδιος αρρώστησε βαριά από τη φτώχεια και τις κακουχίες και θα περάσει έξι μήνες σε νοσοκομείο απόρων. Εκεί ζωγραφίζει ένα από τα πρώιμα αριστουργήματά του, τον «Νεαρό Βάκχο» (1593-1594), που θεωρείται ως αυτοπροσωπογραφία του.
Επόμενος σταθμός το 1595, με τον Καραβάτζιο να διατηρεί πλέον το δικό του ατελιέ στη Ρώμη και να καταφέρνει να βγάζει τα προς το ζην πουλώντας μια σειρά από πίνακές του στο γνώριμο θρησκευτικό μοτίβο του ιταλικού μανιερισμού. Η θητεία του στα εργαστήρια γνωστών ζωγράφων είχε αποδώσει, με τον ίδιο να έχει κάνει ένα μικρό όνομα στον κόσμο της τέχνης, παρά τον σκανδαλώδη τρόπο ζωής του.
Η δουλειά του σύντομα θα τραβήξει την προσοχή του καρδιναλίου Φραντσέσκο ντελ Μόντε, που τόσο λάτρεψε την τεχνοτροπία του που του εξασφάλισε δωμάτιο στο σπίτι του και μισθό, ενώ μεσολάβησε για να πάρει ο Καραβάτζιο μια σειρά από παραγγελίες για λογαριασμό του Βατικανού αλλά και για την άρχουσα τάξη της πόλης. Στον πίνακα του 1595 «Έκσταση του Αγίου Φραγκίσκου», ο Καραβάτζιο φανερώνει σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια τα πρώιμα εκείνα στοιχεία που θα οδηγούσαν στο μοναδικό κατοπινό του στιλ.
Στα πρώιμα έργα του Καραβάτζιο κυριαρχεί η καθαρότητα των περιγραμμάτων και η σχεδιαστική ακρίβεια, με την έμφαση να δίνεται στη γλυπτικότητα των αντικειμένων, την ίδια στιγμή που μια ατμόσφαιρα ερωτικής φόρτισης αγκαλιάζει τη σύνθεση. Γόνιμος και παραγωγικός, ο Καραβάτζιο δούλευε γρήγορα τα θέματά του, καταφέρνοντας πολλές φορές να ολοκληρώνει έναν πίνακα σε χρόνο-ρεκόρ δύο εβδομάδων. Μέχρι την εποχή που μπήκε κάτω από τη σκέπη του καρδιναλίου, είχε ήδη βάλει την υπογραφή του σε 40 περίπου έργα, με το «Αγόρι με Καλάθι Φρούτων» να είναι το αριστούργημα της πρώτης αυτής περιόδου, καθώς πολλοί πίνακες έχουν χαθεί για πάντα...
Ευρύτερη αποδοχή
Το 1597 ο Καραβάτζιο κέρδισε τον διαγωνισμό για τη διακόσμηση του παρεκκλησίου Contarelli μέσα στη βασιλική του San Luigi dei Francesi της Ρώμης. Το σημαντικό αλλά τρομακτικό για έναν ζωγράφο έργο θα έφερνε την πρόκληση στη ζωή του 26χρονου ζωγράφου, καθώς ήταν υποχρεωμένος να φιλοτεχνήσει τρεις παραστάσεις από τη ζωή του Αγίου Ματθαίου.
Το τρίπτυχο που παρέδωσε, που περιλαμβάνει τις παραστάσεις «Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος», «Η κλήση του Αγίου Ματθαίου» και «Το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου» (παρακάτω) και ολοκληρώθηκε το 1601, φανερώνει την εκπληκτική ποικιλία της παλέτας του και τα διαφορετικά στιλ απεικόνισης που μπορούσε να εφαρμόσει.
Το έργο έμελλε ωστόσο να προκαλέσει τόσο την Εκκλησία όσο και το φιλότεχνο κοινό, κάνοντας τον άγιο πιο «γήινο» από ποτέ: ο χρωστήρας του Καραβάτζιο απομακρύνθηκε με τόλμη από τη συνήθη λατρευτική αναπαράσταση των αγίων και τον φώτισε με ένα σαφώς ρεαλιστικότερο φως, γεγονός απαράδεκτο για την εποχή. Στην πρώτη μάλιστα παράσταση «Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος», η απεικονιστική του τόλμη ήταν τέτοια που έφερε τους πάτρονές του σε αμηχανία και αναγκάστηκε να ξαναφτιάξει τον πίνακα από την αρχή!
Για τον Καραβάτζιο ωστόσο η παραγγελία σηματοδότησε μια ευτυχή τροπή στη ζωγραφική του, καθώς ήταν πλέον σε θέση να αναλαμβάνει θρησκευτικές αναπαραστάσεις και να τις «πειράζει» με το γνώριμο σκοτεινό άγγιγμά του. Οι βιβλικές του σκηνές γέμισαν πια με ιερόδουλες, ζητιάνους και κλέφτες, καθώς αυτοί αποτελούσαν τον κύκλο των προσωπικών του γνωριμιών.
Πέρα από την οικονομική ανακούφιση που του πρόσφερε η παραγγελία, λειτουργούσε ταυτοχρόνως ως «ρεκλάμα» της τέχνης του, φέρνοντας στον δημιουργό της φήμη και παραγγελίες βροχή. Στα μνημειώδη έργα της εποχής, αυτά που έχουμε συνδέσει με τον χρωστήρα του Καραβάτζιο, περιλαμβάνονται τα εμβληματικά «Η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου», «Η Μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου» και ο πασίγνωστος φυσικά «Θάνατος της Παρθένου».
Ο Καραβάτζιο συνέχισε να προκαλεί τα χρηστά ήθη με τις «γήινες» αναπαραστάσεις του: η πρησμένη κοιλιά και τα γυμνά πόδια της Παρθένου Μαρίας στον «Θάνατο της Παρθένου» συγκέντρωσαν τη μήνη της εκκλησίας και το έργο απορρίφθηκε ως ιερόσυλο από τους Καρμελίτες που το είχαν παραγγείλει. Ο αντισυμβατικός τρόπος που προσέγγιζε τα θρησκευτικά θέματα, αποτυπώνοντας τους αγίους ως κοινούς θνητούς, θα ήταν ο κύριος λόγος που θα στερούσε από τον Καραβάτζιο την επίσημη αναγνώρισή του ως κορυφαίου ζωγράφου...
Πολυτάραχος βίος
Το αμφιλεγόμενο των παραστάσεών του και η επιδίωξη της πρόκλησης το μόνο που έκαναν ωστόσο ήταν να πυροδοτούν κι άλλο την επιτυχία του ζωγράφου. Όσο μεγάλωνε βέβαια η φήμη του, τόσο αυξανόταν και ο βαθμός αναταραχής στη ζωή του: ο ίδιος ήταν βίαιος και κυκλοθυμικός, με τις δραστικές αλλαγές διάθεσης να προκαλούν πλήθος καυγάδων. Ταυτοχρόνως, αφηνόταν συχνά στα θέλγητρα του ποτού και του τζόγου.
Μια από τις περίφημες μονομαχίες του, όταν επιτέθηκε σε συνάδελφο ζωγράφο και τον τραυμάτισε, θα κατέληγε σε σύντομη περίοδο φυλάκισης το 1603. Τα επόμενα χρόνια θα έβλεπαν τον χαρακτήρα του ζωγράφου να γίνεται ακόμα πιο ευέξαπτος και ευερέθιστος, με πλήθος βίαιων επεισοδίων να σημαδεύουν τη ζωή του: το 1604 εκσφενδονίζει πιάτο με αγκινάρες καταπάνω σε σερβιτόρο, ενώ την επόμενη χρονιά επιτίθεται σε φρουρούς με πέτρες. Παρατηρεί ο βιογράφος του σχετικά: «Έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο δουλειάς, θα περνούσε τους επόμενους 1-2 μήνες κομπάζοντας, πάντα με το σπαθί στο πλευρό του και τον υπηρέτη του να τον ακολουθεί, πηγαίνοντας από καπηλειό σε καπηλειό, μονίμως έτοιμος να εμπλακεί σε καυγά».
Το βίαιο του χαρακτήρα του θα κλιμακωνόταν τελικά το 1606, έπειτα από αναρίθμητα δείγματα της καταστρεπτικής του μανίας, όταν σκότωσε έναν γνωστό μαστροπό της Ρώμης, τον Ρανούτσιο Τομασόνι, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Ο Καραβάτζιο τραυματίστηκε στη συμπλοκή, κατάφερε ωστόσο να διαφύγει...
Φυγάς
Ο ζωγράφος εγκατέλειψε τη Ρώμη αμέσως μετά το φονικό, ενώ λίγο αργότερα θα καταδικαζόταν ερήμην σε θάνατο: ήταν πλέον φυγάς. Ο Καραβάτζιο αναζήτησε καταφύγιο σε μια σειρά από περιοχές, όπως τη Νάπολη, τη Μάλτα και τη Σικελία, με τη φήμη του ωστόσο να προηγείται: παρά το γεγονός ότι έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή του, έβρισκε πάντα χρόνο να εμπλακεί σε νέες περιπέτειες: στη Μάλτα, για παράδειγμα, έγινε δεκτός στο Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας, γεγονός που αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για κάποιον, μόνο που ο ίδιος θα προκαλούσε λίγους μήνες αργότερα ιππότη σε μονομαχία και θα εκδιωχνόταν άρον-άρον ως «βαθύτατα διεφθαρμένος άνθρωπος».
Παρά το γεγονός ότι ήταν φυγάς, ο Καραβάτζιο συνέχισε να εργάζεται ως ζωγράφος, με τους 8 μήνες που πέρασε στη Νάπολη να είναι αρκετοί για να του φέρουν αναρίθμητες παραγγελίες από τους αριστοκράτες του βασιλείου. Πέρα από δολοφόνος, ο Καραβάτζιο ήταν ήδη πασίγνωστος στα ιταλικά κρατίδια, αναλαμβάνοντας ακόμα και παραγγελίες εκ μέρους της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία του Βατικανού τον κυνηγούσε σε όλη τη χώρα! Το αριστούργημα «Η Παναγία του Ροζαρίου» φιλοτεχνείται στη Νάπολη, όπως και μια σειρά ακόμα από μνημειώδη έργα της εποχής.
Στους πέντε μήνες που πέρασε πλάι στους Ιππότες της Μάλτας δημιούργησε επίσης πλήθος πινάκων, όπως τον «Αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή» για τον καθεδρικό της Βαλέτα.
Η περιπέτειά του συνεχίστηκε κατόπιν στη Μεσίνα και το Παλέρμο, με τον ίδιο να αλλάζει πόλεις για να διαφεύγει τη σύλληψη. Το πολυτάραχο της ζωής του περνά πλέον στο έργο του, και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: ο ζωγράφος φοβάται για τη ζωή του, είναι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, μετακινείται συνεχώς και αναγκάζεται να κοιμάται πλέον με τα ρούχα του και το μαχαίρι στο προσκεφάλι...
Περιπέτειες και θάνατος
Τα βίαια ξεσπάσματά του δεν έχουν πλέον τέλος: τον Ιούλιο του 1608 βρίσκεται και πάλι στη Μάλτα, όπου επιτίθεται σε ιππότη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, με τον ζωγράφο να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για το περιστατικό, κατάφερε ωστόσο να αποδράσει έπειτα από έναν μήνα πίσω από τα κάγκελα.
Οι ιππότες δεν ξέχασαν βέβαια τον βίαιο φιλοξενούμενό τους και, σύμφωνα με τους βιογράφους του, εκείνοι κρύβονταν πίσω από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στη Νάπολη το 1609: κάποιος επιτέθηκε στον Καραβάτζιο από πίσω έξω από καπηλειό και τον τραυμάτισε σοβαρά, παραμορφώνοντας το πρόσωπό του. Η επίθεση θα είχε πρωτοφανή επίδραση στη σωματική και νοητική του κατάσταση: η όρασή του επηρεάστηκε από το περιστατικό, όπως και τα χέρια του, γεγονός που είναι έκδηλο στους κατοπινούς πίνακες που φιλοτέχνησε, όπως το «Μαρτύριο της Αγίας Ούρσουλα».
Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τη σκληρή τιμωρία ήταν η παπική χάρη, με τους πρώην πάτρονες και τους λίγους εναπομείναντες φίλους του να παλεύουν για τη σωτηρία του ζωγράφου. Κάποια στιγμή ενημερώθηκε λοιπόν ο Καραβάτζιο για τις ενέργειες των καρδιναλίων προς όφελός του και αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρώμη το 1610, ελπίζοντας ότι η περιπέτειά του είχε λάβει τέλος. Στο ταξίδι του από τη Νάπολη συνελήφθη όμως, αν και θα εξαγόραζε την αποφυλάκισή του λίγο αργότερα, συνεχίζοντας το ταξίδι του προς τη Ρώμη.
Ο Καραβάτζιο έφτασε στο γειτονικό λιμάνι της Ρώμης, το Πόρτο Έρκολε, τον Ιούλιο του 1610, όταν και χάνονται εντελώς τα ίχνη του. Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Ιουλίου 1610, κυκλοφόρησε η είδηση για τον θάνατό του, κάτω από αδιευκρίνιστες μάλιστα συνθήκες. Η ακριβής αιτία του χαμού του (αρρώστια, δολοφονία ή άλλος λόγος) συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής έρευνας (και έριδας)...
Επίδραση
Παρά το γεγονός ότι ο Καραβάτζιο και το έργο του περιέπεσαν σε λήθη μετά τον θάνατό του, δεν θα αργούσε να αναγνωριστεί από την ιστορία της τέχνης ως ένας από τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής!
Το έργο του επηρέασε τόσους και τόσους κατοπινούς ζωγράφους που η συμβολή του στην εξέλιξη της αναπαραστατικής τέχνης είναι αναντίρρητη: ο Καραβατζισμός επέδρασε αισθητικά στα κινήματα που αναδύθηκαν στην Ευρώπη τα αμέσως επόμενα χρόνια, ενώ έκδηλος είναι ο αντίκτυπός του από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ μέχρι και τον Ρέμπραντ.
Το ρεαλιστικό του ύφος, οι γήινες μορφές, τα έντονα στοιχεία δραματοποίησης και θεατρικότητας, η αθρόα χρήση των φωτοσκιάσεων και των μεγάλων αντιθέσεων, το γνωστό κιαροσκούρο, μετέτρεψαν τον Καραβάτζιο σε έναν από τους μεγάλους διαμορφωτές της σχολής του Μπαρόκ...