Οι Έλληνες μέσα στο χρόνο στον οποίο έζησαν δημιούργησαν όχι μόνο τη δική τους κλασσική εποχή αλλά κυριολεκτικά ένα χρονικό ρήγμα, το οποίο προκλήθηκε από την φιλοσοφική κατά βάση αποθέωση της παιδείας.
Ο Σωκράτης ήδη στην Πολιτεία μας δίνει το χωρισμό των ανθρώπων σε πεπαιδευμένους και σε μη πεπαιδευμένους. λόγω όλων αυτών των οποίων έχουμε πει αυτοί οι οποίοι είναι απαίδευτοι και δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια, δεν θα πρέπει να κυβερνήσουν ποτέ την πολιτεία. Η έννοια του βαρβάρου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του απαίδευτου, του ανθρώπου που δεν μπορεί να υπάγει προς τη χώρα των μακάρων, δεν κατέχει την ιδέα του Αγαθού και την αξιολογία του, τελικά δεν δικαιούται να μείνει και να απολαύσει τα αγαθά της έλλογης πλατωνικής πολιτείας.
Αναφέρεται: « Είναι ανάγκη λοιπόν οι πεπαιδευμένοι να μην αναχωρούν προς τη νήσο των μακάρων, αλλά να μένουν εδώ και να καθοδηγούν παιδευτικά τους λοιπούς ανθρώπους…» είναι ανάγκη λοιπόν.
Γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης μέσα από τους οριστικούς και επαγωγικούς του λόγους ανήγαγε τον ανθρωποκεντρισμό του στην ικανότητα του ανθρώπου να μάθει, να θυμηθεί, να οδηγηθεί σε ανώτερες αξιολογικές ατραπούς. Βαρβαρότητα είναι η εμμονή του ανθρώπου στην ακατέργαστη εγγενή φύση και στις κληρονομηθείσες δυνάμεις. Ο εξωραϊσμός της ανθρώπινης φύσης επιτυγχάνεται μέσα από την πλατωνική ανάμνηση του αγαθού η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στη μνήμη και μίμηση όλων εκείνων τα οποία καλλωπίζουν τον ανθρώπινο νου, ωραιοποιούν την πράξη, καθιστούν τον άνθρωπο ηθικά και αισθητικά άρτιο.
Οι Έλληνες δεν διατυμπάνισαν τη φράση : «πάς μη Έλλην βάρβαρος» χωρίς να τη στηρίξουν οντολογικά. Βάρβαρος είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει δια της παιδείας συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και των ιδεών και παραμένει δούλος ανθρώπων και των παθών, της αρχέγονης και παθητικής φύσης του.
Χαρακτηριστικά ας αναφέρουμε ότι στον Προτρεπτικό του ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος αναφέρει για το Σωκράτη όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία τον έσωσαν από την κατάσταση της βαρβαρότητας: «αυτός λέγουν, λέγει στο διάλογό του (όταν συζητά) πώς ουδέν γνωρίζω ούτε διδάσκω κάτι , αλλά μόνον απορίες έχω». Η έξοδος από τη βαρβαρότητα της αγνοίας ακριβώς επιτυγχνάνεται μέσα από την τριπλή εκδίπλωση της γνώσης όπως την κατάφεραν οι Έλληνες. Γνώση του Άλλου, γνώση του Εαυτού μου, γνώση του Κόσμου. Η απορία και ο θαυμασμός σηματοδοτούν την έξοδο του ανθρώπου από την εγγενή βαρβαρότητα και την αναγωγή του ανθρώπου σε συνδημιοργό και συν-καθοριστή του κόσμου και της πορείας του, διότι μέσα από το Λόγο ο άνθρωπος προσδιορίζεται λογικά και ηθικοπρακτικά. Βαρβαρότητα είναι η εμμονή σε όσα σου έδωσε η φύση χωρίς εσύ να αυξηθείς πνευματικά ανταποδίδοντας τα φυσικά δώρα προσφέροντας όσα η έλλογη ανεπτυγμένη φύση σου δύναται στην όλη οντολογική πορεία και εξέλιξη.
Επίσης ο Περικλής στον Επιτάφιό του καθόρισε τα όρια της ανθρώπινης ανωτέρας φύσης και της βαρβαρότητας όταν διατυμπάνισε ότι ο Αθηναίος φιλοσοφεί χωρίς μαλθακότητα (η οποία αποτελεί μορφή βαρβαρότητας) και φιλοκαλεί έχοντας το γούστο του ωραίου. Ο Παρθενώνας, το αιώνιο αυτό μνημείο της ένωσης του ανθρώπου με το θείο, της επαφής της Πόλης με τον κόσμο του Αγαθού, σηματοδότησε την έξοδο του Έλληνος από τη βαρβαρότητα της παθητικότητας, της στείρας ζωής, τη μη αντίληψης της αρχής και του σκοπού όλου αυτού που ζούμε. Οι Έλληνες ξέφυγαν από τη βαρβαρότητα διότι μέσα από τη φιλοσοφία φαντάσθηκαν πώς όλα γύρω μας θα μπορούσαν να είναι, θυμήθηκαν την αρχή και το τέλος αυτού του κόσμου, τον ανθρώπινο προορισμό προς τη νήσο των μακάρων διά της ηθικοπλαστικής παιδείας.
‘Αρα-ας θυμηθούμε τον σχετικό Κρατύλο του Πλάτωνος –οι Έλληνες είχαν μέσα τους όλο το αξιολογικό υπόβαθρο όσον αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι δεν αναπτύσσονται έλλογα σύμφωνα με την ανωτέρα ανθρώπινη φύση, από εκεί ορμώμενοι εδημιούργησαν και τη λέξη βάρβαρος. Όπως λέγεται από τις κραυγές «βαρ-βάρ» των επιτιθεμένων εκ της Ανατολής εχθρών των. Ως εκ τούτου η λέξη έρχεται ως συνέχεια όλης της πνευματικής δημιουργίας των Ελλήνων, έχει ως συνώνυμο την υποανάπτυκτη ανθρώπινη φύση η οποία δεν ακολουθεί την πορεία του θεϊκού νοός προς τον Όλυμπο της γνώσης και της καθοσίωσης αλλά παραμένει δέσμια στη γη, στην υποταγή και στα πάθη.
Στην Ομηρική Οδύσσεια οι μνηστήρες παρουσιάζονται να εγκαταβιούν στο έσχατο στάδιο της βαρβαρότητας. Ζουν απρόσκλητοι σε ξένο σπίτι, δαπανούν και ξοδεύουν αλόγιστα ξένο βιός, επιθυμούν γυναίκα άλλου, φέρονται απάνθρωπα σε όποιον τους ενοχλήσει (όπως πέταγαν περιπαικτικά αποφάγια στον Οδυσσέα και τον έβαζαν να μαλώνει με ζητιάνους). Ο Οδυσσέας, ο άνθρωπος του σκοπού, ο άνθρωπος της οντολογικής σειράς, αυτός ο έλλογος περιπατητής ο ερευνών το δρόμο προς την μεγάλη Πορεία προς το Σκοπό που όλοι πρέπει να κατακτήσουμε, σταματά αυτή τη βαρβαρότητα σκοτώνοντας τους φορείς της. Σε κάθε περίπτωση η βαρβαρότητα έχει σχέση με την εμμονή σε κατώτερα πάθη και συνήθειες οι οποίες δεν αναπτύσσουν τον άνθρωπο σε σχέση με τον εαυτό του, τους Άλλους το Νου.
Η Αντιγόνη χαράσσει τα τελικά όρια ανάμεσα στον έλλογο άνθρωπο που προχωρεί ως νόηση και αξία και στο βάρβαρο ο οποίος μένει στάσιμος, υποχείριο φυσικών και δυναστικών δυνάμεων. Η Αντιγόνη αντιστέκεται σε κάθε τι το βαρβαρικό, τώρα στο Σοφοκλή το επίθετο βάρβαρος λαμβάνει μία καθαρά νέα σημασία. Η στείρα υπακοή στον άρχοντα (αυτό δεν έκαναν και οι επιτιθέμενοι κατά τους περσικούς πολέμους Πέρσες;) η μη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο των αγράφων νόμων των θεών, η εσωτερική αδυναμία (όπως παροσιάζεται στην Ισμήνη) συνιστά βαρβαρότητα. Βαρβαρότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να συνδεθεί με τον κόσμο των θεών και αυτή τη σύνδεση να την επεκτείνει και επί της γης. Η Αντιγόνη είναι μη-βάρβαρος και αποτελεί ανωτέρα φύση διότι θυμάται τους αγράφους νόμους, καθοδηγείται ως ανεξάρτητο Εγώ από τους θεούς, δεν φοβείται , σκέφτεται και κινείται και πράττει ελεύθερα, έχει κατακτήσει και την επίγεια και την επουράνια ελευθερία. Εν τέλει φθάνει σε τέτοια ύψη τελειότητας ώστε δια της κηρυσσομένης καθολικής έμφυτης αγάπης να διαλύσει κάθε βαρβαρότητα μίσους και αντεκδίκησης και ανταπόδοσης κακίας και φθόνου. «Δεν γεννήθηκα να μισώ αλλά να αγαπώ» θα βροντοφωνάξει χαράσσοντας συγχρόνως αμετάκλητα τα σύνορα ανάμεσα στην ανθρώπινη βαρβαρότητα και ευγένεια. Γι αυτό ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι φωνάζει : «είναι φυσικό οι Έλληνες να άρχουν στους βαρβάρους , αλλά όχι οι βάρβαροι στους Έλληνες, οι βάρβαροι είναι δούλοι και οι Έλληνες ελεύθεροι». Η γνώση ελευθερώνει και η ελευθερία ωθεί τον άνθρωπο στον κόσμο του ωραίου και του καλού. Αυτή η οντολογική σειρά επειδή ακριβώς τόσο πιστά τηρήθηκε από τα τέκνα του Σωκράτους αλλά και από τους προγόνους του οδήγησε στην οριστική κατανίκηση κάθε τι του βαρβαρικού. Αναπτύσσοντας οι Έλληνες το Λόγο τελείωσαν άπαξ δια παντός τη βαρβαρότητα της αγνοίας και των απείρων κακών που αυτή φέρει. Αρνητικά «πάς μη Έλλην βάρβαρος». Θετικά : «πάς Έλλην οφείλει να είναι έλλογος ».
Βασίλειος Μακρυπούλιας, δρ. φιλοσοφίας.