Δρ Κυριακή Πολυκρέτη, Φυσικός-Αρχαιομέτρης, Τμήμα Εφαρμοσμένης Έρευνας, ΔΣΑΝΜ, Υπουργείο Πολιτισμού
Η τέχνη της κιβδηλοποιίας πρωτοεμφανίστηκε στους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν δεκάδες άσημοι γλύπτες αναπαρήγαγαν τις υπογραφές του Φειδία και του Πραξιτέλη σε αντίγραφα που πουλούσαν σε Ρωμαίους συλλέκτες. Κατά την Αναγέννηση επίσης, η αγορά κατακλυζόταν από κίβδηλα αρχαία αντικείμενα. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος μάλιστα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους κιβδηλοποιούς της εποχής, αφού πούλησε έναν σύγχρονο μαρμάρινο ερωτιδέα ως αρχαίο στον καρδινάλιο San Giorgio για διακόσια δουκάτα. Έθαψε μάλιστα το γλυπτό στο έδαφος για κάποιο διάστημα ώστε να φαίνεται αρχαίο. Πρόσφατα, άλλο ένα γλυπτό, το γνωστό σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που φυλάσσεται στο Μουσείο του Βατικανού αποδόθηκε στον Μιχαήλ Άγγελο. Η άποψη αυτή, της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Columbia, Lynn Catterson, στηρίζεται στη μελέτη σχεδίων του Μιχαήλ Άγγελου, ιστορικών στοιχείων και καλλιτεχνικών παρατηρήσεων, αλλά η επιστημονική κοινότητα στην πλειονότητά της δεν συμμερίζεται τις αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του έργου.
Χρυσή εποχή όμως της κιβδηλοποιίας θεωρούνται ο 18ος και ο 19ος αι., οπότε η κατοχή ελληνικών ή ρωμαϊκών έργων τέχνης ήταν δείγμα αρχοντικής καταγωγής και παιδείας υψηλού επιπέδου. Σήμερα, η κατασκευή κίβδηλων αρχαίων αντικειμένων ανθεί καθώς υπάρχουν ιδιώτες-συλλέκτες που πληρώνουν αδρά για την αγορά αρχαίων ευρημάτων. Εκτιμάται ότι 25.000 κίβδηλα αντικείμενα διακινούνται στην αγορά κάθε χρόνο, ενώ 1.250 αντικείμενα από μεγάλα μουσεία εκτός Ελλάδας έχουν κατηγορηθεί ως κίβδηλα. Η πιο γνωστή καταγγελία αφορά στο κυκλαδικό ειδώλιο του αρπιστή, το οποίο ανήκει στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και έχει κατηγορηθεί ως κίβδηλο από πολλούς ερευνητές του πεδίου.
Μέχρι το 1950 η ανίχνευση κίβδηλων έργων βασιζόταν αποκλειστικά στην εμπειρία των αρχαιολόγων και των ιστορικών τέχνης. Όταν το αντικείμενο δεν ακολουθούσε κάποιους κανόνες τεχνοτροπίας, φόρμας, εικονογραφίας της εποχής, του εργαστηρίου ή του καλλιτέχνη στον οποίο αποδιδόταν, θεωρούνταν κίβδηλο. Οι κανόνες αυτοί όμως είναι γενικά γνωστοί στους κιβδηλοποιούς, οι οποίοι συνήθως αναμιγνύουν γνωστές τεχνοτροπίες ώστε να προκαλούν σύγχυση. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η απαίτηση για πιο αντικειμενικά κριτήρια πιστοποίησης αυθεντικότητας έγινε έντονη – σε συνδυασμό και με την εφαρμογή της χρονολόγησης με 14C και θερμοφωταύγεια τη δεκαετία του ’50 σε αρχαιολογικά αντικείμενα .
Ειδικά για τα έργα από μάρμαρο, αλλά και γενικότερα από οποιονδήποτε τύπο λίθου, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα αξιόπιστη φυσικοχημική τεχνική ελέγχου αυθεντικότητας . Αυτό συμβαίνει γιατί η ηλικία ενός μαρμάρινου έργου είναι η ηλικία της επιφάνειάς του, του εξωτερικού στρώματος διάβρωσης που ονομάζεται «πατίνα» (όρος κλεμμένος από τη διάβρωση μεταλλικών αντικειμένων). Η πατίνα των λίθων όμως δεν μπορεί γενικά να χρονολογηθεί με 14C, θερμοφωταύγεια ή κάποια άλλη φυσικοχημική τεχνική. Δεν υπάρχουν επίσης τυπικά «είδη αρχαίας πατίνας» με τα οποία μπορούμε να συγκρίνουμε το άγνωστο δείγμα αφού κάθε εξαλλοιωμένη επιφάνεια λίθου είναι διαφορετική ανάλογα με τον τύπο του λίθου, το μέγεθος των κόκκων του, το πορώδες του, τις συνθήκες του περιβάλλοντος (υγρασία, θερμοκρασία, σύσταση υπόγειων νερών κ.λπ.), παλαιότερες επεμβάσεις συντήρησης καθώς και το χρόνο ταφής του. Συνεπώς, η διερεύνηση της αυθεντικότητας είναι μια «προσέγγιση ντετέκτιβ». Ο ερευνητής συλλέγει δεδομένα μέσω εφαρμογής πολλών φυσικοχημικών τεχνικών και τα συγκρίνει με εκείνα που αναμένονται θεωρητικά σύμφωνα με την ηλικία, την τεχνοτροπία, την προέλευση και το περιβάλλον διατήρησης του αντικειμένου. Οποιαδήποτε «παραφωνία» θεωρείται κλειδί για την αυθεντικότητα του έργου, αλλά η απουσία «παραφωνίας» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και κίβδηλο έργο, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να μην μπορεί να δοθεί σίγουρη απάντηση. Η πιο διάσημη περίπτωση αμφίβολου έργου είναι σήμερα ο Κούρος του μουσείου Getty . Αγοράστηκε το 1984 για 7 εκατομμύρια δολάρια και παρ’ όλες τις πάσης φύσεως διεξοδικές μελέτες που έγιναν δεν έχει δοθεί οριστική απάντηση για την αυθεντικότητά του.
Οι τεχνικές διερεύνησης αυθεντικότητας διακρίνονται σε μη καταστρεπτικές, οι οποίες δεν επεμβαίνουν με κανέναν τρόπο στην ακεραιότητα του έργου, και σε καταστρεπτικές, οι οποίες απαιτούν λήψη δείγματος για την εφαρμογή τους. Τα στάδια ελέγχου αυθεντικότητας καθώς και μερικά παραδείγματα για κάθε στάδιο δίνονται στις ακόλουθες παραγράφους.
Τα χαρακτηριστικά της πατίνας θεωρούνται κρίσιμο στοιχείο σε ελέγχους αυθεντικότητας και είναι αυτό το στοιχείο που ελέγχεται σήμερα από τους συντηρητές στα μουσεία της Ελλάδας όταν υπάρχουν αμφιβολίες για κάποιο έργο, σε περιπτώσεις κατάσχεσης ή παράδοσης αντικειμένου στις αρχές από κάποιον ιδιώτη. Το χρώμα, η υφή και η ομοιογένεια της πατίνας, το πάχος της και η σύμφυση με την επιφάνεια, ο τύπος της διάβρωσης κ.λπ. ελέγχονται εξονυχιστικά. Για παράδειγμα, αν η πατίνα απομακρύνεται εύκολα και είναι εύθρυπτη, είναι πολύ πιθανό να μην είναι αυθεντική. Τα ίχνη ριζιδίων επίσης, όπως και τα απολιθώματα γήινου ή θαλάσσιου περιβάλλοντος θεωρούνται στοιχείο υπέρ της αυθεντικότητας ενός αντικειμένου. Ο όρος «ίχνη ριζιδίων» (root-marks) αντιπροσωπεύει τους δενδριτικούς σχηματισμούς που εμφανίζονται κυρίως στην επιφάνεια μαρμάρινων αντικειμένων από ανασκαφή και παράγονται από ρίζες φυτών, ζωντανές ή και νεκρές .
Άλλο κρίσιμο στοιχείο που ελέγχεται σε περιπτώσεις αμφιβολίας για την αυθεντικότητα κάποιου έργου είναι η διατήρηση ιχνών από αρχαία ή σύγχρονα εργαλεία στην επιφάνεια του έργου. Ίχνη εργαλείων μεταγενέστερης χρήσης από τη φερόμενη ως περίοδο κατασκευής του έργου πιθανότατα σημαίνουν σύγχρονη κατεργασία. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα χρήσης σύγχρονων εργαλείων είναι ο εντοπισμός ιχνών ατσάλινης λίμας στο ανάγλυφο του φορέματος της Κρητικής Θεάς του Μουσείου Fitzwilliam (Cambridge, αγορά 1926). Αρχικά χαρακτηρίστηκε ως ένα θαύμα της προ του Φειδία γλυπτικής, το πρώτο δείγμα ελληνικής γλυπτικής σε μάρμαρο, αλλά σήμερα η αυθεντικότητά του θεωρείται αμφίβολη .
Η κατεργασία με υδροχλωρικό ή θειικό οξύ αποτελεί από το 1950 μέχρι σήμερα την πιο δημοφιλή μέθοδο των κιβδηλοποιών για τη μίμηση της φυσικά γερασμένης επιφάνειας του μαρμάρου. Οι επιφάνειες αυτές μπορούν εύκολα να αναγνωριστούν στο μικροσκόπιο επειδή η υφή τους είναι ζελατινώδης και οι κρύσταλλοι εμφανίζουν στρογγυλεμένες ακμές. Κατά το δεύτερο στάδιο της μεθόδου αυτής, η επιφάνεια του μαρμάρου καλύπτεται από χώμα, στάχτες, μίγματα ή πάστες ποικίλης σύστασης. Στις περιπτώσεις αυτές, η πατίνα είναι πολύ πιθανό να εμφανίζει χαλαρή πρόσφυση στο μάρμαρο και να είναι εξαιρετικά εύθρυπτη, οπότε και αναγνωρίζεται εύκολα. Η προτομή Κούρου που αγοράστηκε από το Μουσείο Getty το 1990 είχε υποστεί κατεργασία με υδροχλωρικό οξύ και ακολούθως είχε επιχριστεί με χώμα και στάχτες . Άλλη σύνθεση επιχρίσματος είναι σκόνη ασβεστίτη ή μαρμάρου και βαρύτη, σε συνδυασμό με κάποια χρωστική ουσία μέσα σε σύγχρονο συνδετικό υλικό . Για πατίνα κίτρινου-καφέ χρώματος το αντικείμενο εμβαπτίζεται συνήθως σε παχύρρευστο μίγμα νερού με τρίμματα σιδήρου. Ο καφές, το τσάι και το κερί δημιουργούν το ίδιο οπτικό αποτέλεσμα. Πρέπει βέβαια να σημειώσω εδώ ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η κατεργασία με οξύ μπορεί να είναι αποτέλεσμα εργασίας συντήρησης, καθώς αποτελούσε κοινή πρακτική των συντηρητών στο παρελθόν.
Τέλος, μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρος, γνωστή τόσο στους ερευνητές αρχαιομέτρες όσο και στους έμπειρους συντηρητές, είναι η εκτίμηση του μεγέθους των κρυστάλλων και της υφής του μαρμάρου στο στερεοσκόπιο. Τα πιο γνωστά αρχαία λατομεία έχουν συγκεκριμένο εύρος τιμών στο οποίο κυμαίνεται το μέγεθος των κρυστάλλων τους. Έτσι μπορεί κανείς να αποφασίσει με σχετική βεβαιότητα, για παράδειγμα, ότι γλυπτό φερόμενο ως κλασικός Κούρος, κατασκευασμένο σε μάρμαρο με μέγεθος κρυστάλλων και υφή που παραπέμπουν στο αρχαίο Δοκίμειο (ρωμαϊκά λατομεία Τουρκίας) είναι κίβδηλο έργο.