Αυτή τη λύτρωση κι αυτή τη δικαίωση της ζωής του περιμένει καρτερικά τόσα χρόνια.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει.
Το φάντασμά του παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Ντύνεται βέβαια ένα ξένο σαρκίο, αυτό του γεροζητιάνου, αλλά ο Άργος δεν ξεγελιέται. Αναγνωρίζει αμέσως –μόνος αυτός, ανάμεσα σε τόσους!– τον “αφέντη” του, οσμίζεται από μακριά τη μυρουδιά του.
Σαλεύει χαρούμενος την ουρά του και κάνει να κινηθεί προς το μέρος του, να τριφτεί στα πόδια του για τελευταία φορά.
Δεν έχει ωστόσο τις αναγκαίες για ένα τέτοιο εγχείρημα δυνάμεις.
Την ώρα που ο Οδυσσέας και ο Εύμαιος περνούν το κατώφλι της μεγάλης αίθουσας, ο Άργος αφήνει στο χώμα την τελευταία του πνοή.
Ένα ακόμα αταίριαστο παιχνίδι των θεών;
Ή μήπως μια αδικαιολόγητη σκληρότητα του ποιητή;
Τίποτε απ’ όλα αυτά.
Η αδυναμία του Άργου να φτάσει στον Οδυσσέα, για χάρη του οποίου άντεξε τόσα χρόνια, εκτινάσσει τη σκηνή –και μαζί την τέχνη του Ομήρου– σε ύψη δυσθεώρητα.
Μια τόσο δυνατή αγάπη, σαν κι αυτήν του Άργου για τον Οδυσσέα και του Οδυσσέα για τον Άργο, δεν χρειάζεται την άμεση σωματική επαφή για να εκραγεί και να διαβρώσει με χιλιάδες ολοφώτεινα χρώματα τον γκρίζο ορίζοντα της σκληρότητας και της αδιαφορίας.
Της αρκεί μια μόνο κίνηση, ένα νεύμα, μια τρυφερή ματιά.
Ο Άργος κάνει αυτήν την κίνηση.
Και ο Οδυσσέας του την ανταποδίδει.
Όχι κινούμενος προς το μέρος του –αφού αν έκανε κάτι τέτοιο θα πρόδιδε την αληθινή του ταυτότητα και θα έθετε σε κίνδυνο τόσο τα σχέδια όσο και τη ζωή του–, αλλά κοιτάζοντάς τον και αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό του.
Με την αλάνθαστη «έκτη αίσθησή» του, ο Άργος καταλαβαίνει. Δεν χρειάζεται να συνεχίσει πλέον την επίπονη προσπάθειά του.
Οσμίζεται στον αέρα τη μυρωδιά που αφήνουν τα έντονα συναισθήματα του “αφέντη” του, νιώθει την τρυφερότητα της ματιάς του, αισθάνεται τη θέρμη των δακρύων του να τον τυλίγει σαν ζεστή κουβέρτα το καταχείμωνο.
Και αφήνεται να πεθάνει. Λυτρωμένος.
Δικαιωμένος. Γεμάτος ευτυχία και ικανοποίηση.
Ευτυχισμένος που αξιώθηκε να ξαναδεί τον Οδυσσέα.
Και ικανοποιημένος που ο “αφέντης” του δεν τον ξέχασε, δεν έπαψε να τον αγαπά.
Και ίσως, συναισθανόμενος τους κινδύνους που κρύβει ένας φανερός αναγνωρισμός, ο Άργος χαρίζει στον Οδυσσέα την τελευταία απόδειξη της αφοσίωσής του.
Ενώ φλέγεται από την επιθυμία να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, εντούτοις μένει μακριά, μετατρέποντας την τελευταία του πνοή σε μανδύα που αγκαλιάζει προστατευτικά τον Οδυσσέα.
Έτσι επιτάσσει η αληθινή αγάπη και η ανιδιοτελής αφοσίωση. Και έτσι ενεργεί ο Άργος.
Παραδίδοντας στους άσπλαχνους δούλους του παλατιού, αλλά και σε όλους εμάς, μοναδικά μαθήματα ανθρωπιάς.
Του Γιώργου Β. Μιχαήλ