Το αεροδρόμιο του Άργους απετέλεσε πολλές φορές στόχο των συμμαχικών αεροπλάνων, τα οποία επέδραμαν εναντίον του, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, πάντα όμως χωρίς να αφήνουν περιθώρια στους Γερμανούς για εφησυχασμό.
Η πρώτη επιδρομή που έχει καταγραφεί έγινε το Νοέμβριο του 1944. Προηγήθηκε νυχτερινή επίθεση με αρκετές γερμανικές απώλειες και το πρωί, καθώς οι Γερμανοί του αεροδρομίου και του Αγίου Νικολάου (ναού) είχαν παραταχθεί για προσκλητήριο, δύο συμμαχικά αεροσκάφη (Hurricanes) – το ένα μέσα από την Πάνιτσα και το άλλο από τη Χούνη του Κάστρου – επέπεσαν εναντίον τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες σε άνδρες και αεροσκάφη (καταστράφηκαν 13 στούκας επί τόπου). Φήμες επέμεναν πως πιλότος του ενός αεροσκάφους ήταν ο Βαρβέρης από το Άργος. Άλλες δύο τουλάχιστον σοβαρές επιδρομές εναντίον του αεροδρομίου έγιναν τον Απρίλιο και το Σεπτέμβριο του 1943. Τέλος ο μοιραίος βομβαρδισμός της 14.10. 1943.
Τα θύματα αμέτρητα. Περί τους 100 οι νεκροί Αργείτες, πολύ περισσότεροι οι τραυματίες. Από τους Γερμανούς υπολογίζεται πως νεκροί και τραυματίες έφτασαν τους 75.
Ας δούμε πως περιγράφει τον βομβαρδισμό ο Ανδρέας Χριστόπουλος στο βιβλίο του «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα».
« Βροντολογάνε οι κανονιές στις πλαγιές στα στενορύμια, στις κορφές, στις δημοσιές και στις ταράτσες της Αργολίδας. Λες κι άνοιξεν ο Άδης και σκορπάει σίδερο και φωτιά. Ο ουρανός έπηξε από καπνούς των αντιαεροπορικών.
Ο κροταλισμός των πολυβόλων, ο γδούπος των κανονιών και το υπόκωφο χτύπημα των ταχυβόλων ταράζει σύγκορμα τ’ ανθρώπινο κουφάρι και τα νεύρα σπάνε ανεπανόρθωτα.
Ένα σμήνος από καμμιά τριανταριά Αγγλοαμερικανικά αεροπλάνα, όλα δικινητήρια, πετάν μεγαλόπρεπα σε σχηματισμό χήνας πάνω από τη πόλη κι ο πληθυσμός περήφανα και με κρυφό καρδιοχτύπι τα καμαρώνει και καρτεράει με κρυφή χαρά να φτάσουνε έγκαιρα στ’ αεροδρόμι των Ούννων και να τους γαζώσουνε κυριολεκτικά, μια και κυριάρχησαν στον αέρα πια.
Κρυφογελάν οι ψυχές στ’ αντίκρυσμα τους και στο ξεφάντωμα τους αναδεύονται περήφανα οι Εθνικοί παλμοί κι ακαρτεράμε ανυπόμονα ν’ ανθίσουν τ’ ασπρογάλαζα λουλούδια της λευτεριάς.
Ποιος ξέρει …κει πάνου μπορεί νά ‘ναι κι Ελληνόπουλα… μας τόπε μια προκήρυξη της Μέσης Ανατολής – κι ως τόσο η καρδιά μας σκιρτάει διπλά γιατί πλάι στους μεγάλους μας Συμμάχους κρατάμε κι εμείς μια αντενίτσα του χρυσοκαραβιού, που άφοβα πλέει για το μεγάλο λιμάνι της Νίκης. Είναι περήφανη η Ελλάδα μας γι αυτό και κράτησε καλά ως τώρα τ’ όνομα της το παλιό.
Χίλιες φορές στο Ράδιο μάς είπανε οι Σύμμαχοι, πως χρωστάνε πολλά σε μας. Μα πάρα πολλά … κι’ ότι μα αδίκησαν στο παρελθόν, μα θα μας φτιάξουνε στο μέλλον. Η πικράδα που ποτίστηκε το 1922 η Ελληνική ψυχή ξεχάστηκε, απάλυνε μπρος στο μεγαλόπρεπο πανηγύρι της Αλβανίας και των Μακεδονικών οχυρών. Το Περθώρι σκιάσε τ’ Αρκάδι κι’ οι Σύμμαχοι μας υμνολόγησαν πολύ, τόσο, που τους πιστέψαμε απόλυτα.
Κι ως τόσο ο βομβαρδισμός τ’ Άργους αρχίζει. Πρώτος βάλλεται ο κάμπος κι η συνοικία των Ταμπάκικων. Δεύτερος ο Κραβασαράς, τα Ρεντζέϊκα, ο Πρόδρομος, το Κέντρο, ο Αρχοντομαχαλάς, τα Γεφύρια, ο Σταθμός, ο Ξεργιάς. Δέσμες – δέσμες θανάτου ξαπολύονται από Συμμαχικά χέρια και σκοτώνουν Έλληνες.
Κάθε μεριά, κάθε γωνιά, κάθε δρόμος, κάθε αυλή, κάθε σπίτι, κάθε χωράφι, κάθε πλαγιά και ριζοβούνι, δέχονται τις βολιδοφόρες των αεροπλάνων. Κόλαση Δάντι, νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου, βομβαρδισμός Βελιγράδιου από τους Ούννους! Να η 14η Οκτωβρίου 1943 στ’ Άργος.
Χέρια πετάν στον αγέρα μ’ ορθάνοιχτα δάχτυλα. Ποδάρια τινάζουνται ψηλά βαριοχτυπάν στις πόρτες των σπιτιών. Μυαλά ανθρώπινα πιτσιλίζουν τους τοίχους σαν μυστριά χτιστάδων αλείβοντας τα τοιχώματα. Κουφάρια χιλιοτρυπημένα κυλιούνται σαν βρικόλακες στις αυλές και τους δρόμους. Κεφάλια αγνώριστα, μαυρισμένα, παραμορφωμένα, που ως χθες κρυφοκαμάρωναν για την ομορφιά τους, στριφογυρίζουνε στα ματωμένα χώματα σαν μπάλες ποδοσφαίρου. Αυλάκι τ’ αχνιστό Ελληνικό αίμα στα γκαλτερίμια, στις δημοσιές, στα σπιτικά, στις πλατείες, στα πεζοδρόμια. Μάνες ριγμένες στα σκοτωμένα τους παλικάρια, τραβολογιούνται ξεσκίζοντας τα μούτρα από πόνο κι απελπισία. Παιδιά θρηνολογάνε απαρηγόρητα, σπαραχτικά πάνου στις σκοτωμένες μάνες. Πατέρες μ’ αλλήθωρο μάτι, χαλκοπράσινο πρόσωπο και με στυγνή ψυχή απ’ τον πόνο γλυκοφιλάν τα πεθαμένα τους παιδιά. Τοίχοι και σκεπές σωριάζουνται τυλίγοντας πρόωρα πεθαμένους και τραυματισμένους. Μύρια βλήματα σέρνουνται σαν φίδια κατάχαμα και ξεσκίζουν ανθρώπινες σάρκες, κόβουν ποδάρια, σπάνε πλευρά, συντρίβουν κεφάλια και τα πεζοδρόμια κι οι δημοσιές πλημμυρίζουν κουφάρια ανθρώπινα.
Ένα πεζοδρόμι εκεί αυλακωμένο από άλυκο Ελληνικό αίμα. Ένα τοίχος με ψηφιδωτά από αίμα, κόκαλα και σάρκες ανθρώπινες. Ένα πλακόστρωτο πασαλιμένο μυαλά. Μια δημοσιά με χέρια και πόδια ανάμιχτα με συντρίμμια.
Φουλ τα χειρουργεία και τα ιατρεία. Ο Δαναός επίσης και τα Γερμανικά νοσοκομεία ασφυχτικά γεμάτα Γερμανούς κι Έλληνες μαζί. Λες και γίναμε σύμμαχοι την ώρα του θανάτου, κι αγκαλιασμένοι εχθροί και φίλοι κάνουν ανθρωπιστικά το καθήκον τους.
Σπανίζουν τα φάρμακα στα Ελληνικά Ιατρεία και οι γιατροί μας μάταια αγωνίζονται να σώσουν τους λαβωμένους. Οι πιότεροι σε λίγο θα πεθάνουν από γάγγραινα. Καμιά βοήθεια δε φτάνει σήμερα, από πουθενά και μόνον ο Νομάρχης Γαρδίκης Π. φόρεσε το παπιγιόν του και έφτασε στο Άργος να πάρει αναφορά … χωρίς να φέρει ένα γιατρό απ’ τ’ Ανάπλι για βοήθεια κι ένα φάρμακο. Κι αυτός είναι Νομάρχης μας….
Τα νεκροταφεία γέμισαν σκοτωμένους. Κάθε μεταφορικό μέσο αρπάζει τους πεθαμένους απ’ τις συνοικίες και τους παρατάει αραδιαστά στα νεκροταφεία. Πομπές από δικούς, δυο τρεις γνωστούς παραστάτες, χωρίς παπά, δίχως σταυρό, κεριά και διάβασμα και βίρα για τον τάφο.
Μπουλούκια οι δικοί των σκοτωμένων στα κοιμητήρια κι’ ο σπαραγμός μεγάλος κι’ ανείπωτος. Οι νεκροθάφτες έχουν πολλή δουλειά σήμερα και μ’ άλλους πολλούς εργάτες των μαχαλάδων ανοίγουνε αδιάκοπα πρόχειρους λάκκους και χώνουνε κει μέσα για πάντα νέους, γέρους, νέες, παιδιά, μάνες κι’ αδέρφια, που σκοτώθηκαν από Συμμαχικά χέρια!
Είναι ανάπηροι της Αλβανίας μέσα κει, είναι παλικάρια, που τα σεβάστηκαν τα κανόνια των Ιταλών, είναι Ελληνόπουλα του Ρούπελ, του Περιθωρίου, της Καλαμπάκας, των Θερμοπυλών και του Ολύμπου κι’ ακόμα είναι άντρες του 18 του Κιλκίς, του “Ραβινέ” που πολέμησαν κι αυτοί για τη Συμμαχική ιδέα πλάι μ’ Αγγλοαμερικάνους και που ύμνησαν τη παλικαριά τους και την Ελληνοπρέπειά τους.
Τέτοιοι είναι οι σκοτωμένοι απ’ τα Συμμαχικά φτερά στ’ Άργος και οι ψυχές τους αιώνια θα πλανώνται στ’ άπειρο με το πικρό παράπονο στα χείλη για τον άδικο κι’ άσκοπο χαμό τους από χέρια φιλικά. Αιωνία σας η μνήμη!
Όλοι Εσείς που πέσατε στις 14 Οκτωβρίου ας είστε βέβαιοι, πως η αδέκαστη Ιστορία κάποτε θα μιλήσει για Σας και για τον άδικο χαμό Σας.
Πιστεύουμε ακράδαντα, πως κάποιο γλυκομύριστο ανοιξιάτικο πρωινό το περιστέρι της Ειρήνης και την Νίκης θα φέρει μαζί στους λουλουδένιους τάφους σας και το μήνυμα της μεγάλης Ελλάδας μας. Τότε οι ψυχές σας θ’ αγαλλιάσουν και το πικρό παράπονο σας θα σβηστεί μπρος στη χαρά και το ξεφάντωμα των ζωντανών».
* Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Τα θύματα του βομβαρδισμού
Σε ένδειξη τιμής στη μνήμη των αθώων νεκρών εκείνου του βομβαρδισμού αναδημοσιεύουμε τα ονόματά τους, όπως τα διέσωσε ο Χριστόπουλος από κατάλογο που συνέταξε ο ιστοριοδίφης Αναστάσιος Τσακόπουλος :
Δημ. Γεωργόπουλος, Παναγ. Κράντας, Κωνστ. Σταύρου, Κωνστ. Μαρούσης, Κ Σκίκος, Σπυρ. Μαραγκός, Παύλος Βαρβάτης, Δ. Αθανασόπουλος, Δανάη Χαντζηιωάννου, Νίτσα Ψωμά, Θεοδ. Χαντζής, Θεοδ. Τόμπρας, Σωτ. Αδρακτάς, Κ. Αδρακτάς, Ιω. Παπαδάτος, Κ. Μπολόσης, Κ. Μωράτσος, Τάκης Γκουμάκης, Πιπίνα Κούρου, Ιω. Λάμπρου, Κατίνα Πάγκα, Ελένη Αθηνιού, Δημ. Καραλής, Δημ. Σμυρλής, Μιχ. Παγώνης, Κ. Μαρίνης, Ιω. Κοροβέσης, Ελένη Μαραγκού, Φανή Γεωργαντά, Ιω. Μαρλαγκούτσος, Γεώργ. Βούλγαρης, Βασ. Γιαννάτος, Θεοφ. Κωτσαντής, Αναστ. Γεώργας, Παναγ. Ανέστης, Πόπη Γυφτοπούλου, Θεοφ. Καλαντζής, Καλαντζής Αντ., Ελένη Στεφανή, Άννα Γκαργκάσουλα, Θεοδ. Τσεκές, Αντ. Χαλέπας, Ευάγγ. Κλειώσης, Παν. Παπαϊωάννου, Νικόλ. Θεωνάς, Γεωργ. Κουρέτσου, Γεωργία Τρισπαγώνα, Κική Ανδριανόπουλου, Χρυσώ Κυριακοπούλου, Βασ. Σκλήρης, Πέτρος Πάγκας, Βασ. Χαμπίμπης, Κατίνα Κρητικού, Ν. Λιτσαρδάκης, Επαμ. Μαρούτσος, Γ. Αντωνακόπουλος, Αμαλία Πινάτση, Γεωργ. Κλεισάρη, Αθ. Καρούτας, Παναγ. Δανιήλ, Γεώργιος Στέκας, Δημ. Λαδάς, Πέτρος Σπυρόπουλος, Αθαν. Πιπιλάς, Ευάγ. Καραμαλίκης, Ιω. Τσίγγας, Δημ. Παΐσης, Αικατ. Χρυσικού, Κωστούλα Μαρλαγκούτσου, Φανή Μάγειρα, Ευάγγ. Καράμπελας, Νικόλαος Τόλιας, Δημ. Δήμας και Γεώργ. Τσιμπής.
Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣαπό το βιβλίο του Ιταλού Φράνκο Ρομάνο «Μια απέραντη αγάπη»
Άργος 14.10.1943
Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου. περίπου στις εννιά, ένα αγγλο-αμερικανικό αεροπλάνο έριξε πολύχρωμα πυροτεχνήματα που, στηριζόμενα στον αέρα από μικρά αλεξίπτωτα, φώτιζαν ολόκληρες περιοχές της πόλης για μερικά λεπτά. Ο κόσμος μη γνωρίζοντας τι ήταν, άρχισε να φοβάται. Εξήγησα στη μητέρα και στην Ευαγγελία ότι και στην Αφρική, στη Βεγγάζη, έριχναν σχεδόν όλα τα βράδια. Το αεροπλάνο, που τα έριξε, χωρίς αναγνωριστικό, είχε φωτογραφίσει τις επίμαχες περιοχές της πόλης με σκοπό να εντοπίσει θέσεις και γερμανικά στρατόπεδα. Την επόμενη μέρα -14 Οκτωβρίου- ειδοποίησα τη μητέρα και την Ευαγγελία ότι θα πήγαινα στον φίλο μου τον ΙΙαύλο και ότι πιθανόν να αργούσα.
Πέρασα πρώτα από το καφενείο να χαιρετήσω τους φίλους. Θα ήταν περίπου δέκα και μισή τη στιγμή που βρέθηκα λίγο μακριά από το σπίτι του Βαρβάτη, όταν ένας εκκωφαντικός ήχος από αεροπλάνα που πετούσαν με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι. Τα είδα να προβάλλουν πίσω από το κάστρο, να χωρίζονται και ύστερα να εξαπολύουν ένα χαλάζι από βόμβες. Μόλις που πρόλαβα να κρυφτώ κάτω από μια πόρτα. Είδα κόσμο να τρέχει από όλες τις πλευρές και να σωριάζεται κάτω χτυπημένος από τις βόμβες. Άκουγα φωνές πόνου και επικλήσεις για βοήθεια. ‘Ενας άντρας στη μέση του δρόμου φαινόταν νεκρός. Σύννεφα σκόνης σηκώνονταν δυσκολεύοντας την όραση. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και σύννεφα μαύρου καπνού έκαναν σκούρο τον ουρανό. Κραυγές πόνου από συγγενείς, ένα παιδί με κομμένα πόδια ήταν νεκρό. Μια βόμβα έσκασε κοντά στην καγκελόπορτα. Ευτυχώς, μόλις είχα μετακινηθεί στο εσωτερικό.
Ο βομβαρδισμός σταμάτησε, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες στη γη, φωτιές και σπίτια με σπασμένα τζάμια, ερείπια παντού. Εγκατέλειψα την καγκελόπορτα, το θέαμα ήταν φρικιαστικό: σώματα διαμελισμένα, κεφάλια και μέλη αποκομμένα από το σώμα, πεταμένα σε απόσταση αρκετών μέτρων, δρόμοι πραγματικά σουρωτήρια από τις τρύπες που άφησαν οι βόμβες. Ο κόσμος συνέχιζε να τρέχει. Είχε περάσει μόλις μισή ώρα και άρχισαν σο έρχονται οι πρώτες βοήθειες, όταν ξεκίνησε ο δεύτερος βομβαρδισμός, φοβερός και αυτός. Πρόλαβα να βρω ένα καταφύγιο στην οδό Νικηταρά, κοντά στο δημαρχείο. Οι επικλήσεις στην Παναγία και τους Αγίους ήταν συνεχείς. ‘Ολα έμοιαζαν με κόλαση από τις φλόγες τον καπνό και τη σκόνη.
Οι μητέρες καλούσαν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε όσο και ο πρώτος, προκαλώντας και άλλα θύματα. ‘Εφτασαν οι πρώτες βοήθειες. Μερικοί Γερμανοί στρατιώτες φόρτωναν στα φορτηγά τους τραυματίες. Καρότσια που τραμπαλίζονταν στις τρύπες του δρόμου, γεμάτα πτώματα, προχωρούσαν προς τα νεκροταφεία —στην Ελλάδα κάθε συνοικία έχει το νεκροταφείο της. Προσπάθησα να βοηθήσω τους τραυματίες. Οι περισσότεροι ήταν σοβαρά και δεν αρκούσε η βοήθειά μου. Ένα αμερικανικό αεροπλάνο είχε χτυπηθεί από τους Γερμανούς. Ο πιλότος σώθηκε πέφτοντας με το αλεξίπτωτο. Οι Γερμανοί τον έψαξαν, αλλά δεν τον βρήκαν. Τον είχαν κρύψει οι κάτοικοι.
Επειδή βρισκόμουν κοντά, κατευθύνθηκα προς το σπίτι της οικογένειας Βαρβάτη. Παντού συναντούσα κόσμο και καρότσια γεμάτα νεκρούς. Όλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές. Σωροί ερειπίων γέμιζαν τους δρόμους που διέσχιζα εκείνη τη στιγμή. Φτάνοντας στην οδό Καλμούχου, είδα συγκεντρωμένο κόσμο κι ένα θέαμα φρικτό. Δύο σώματα, άψυχα κείτονταν στη γη σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Ήταν ο πατέρας και ο γιος Βαρβάτη. Ο Παύλος βοηθούσε τον πατέρα να κρυφτούν, όταν μια βόμβα έσκασε δίπλα και τους σκότωσε. Η μητέρα του είχε τραυματιστεί. Η απελπισία των γυναικών ήταν απερίγραπτη. Μετέφεραν τα δύο πτώματα στο εσωτερικό του σπιτιού. ‘Εκλαψα πολύ. Είχα χάσει τον καλύτερό μου φίλο. Δεν είχα το κουράγιο να εμφανιστώ, αλλά υποσχέθηκα να επιστρέψω κάποια άλλη στιγμή. Η σκέψη μου έτρεχε στο σπίτι. Προσπαθούσα να προχωρήσω γρήγορα, όμως μου ήταν δύσκολο. Οι στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ερείπια και καρότσια που κατευθύνονταν προς τα νεκροταφεία. Ανοίγοντας δρόμο, κατάλαβα ότι οι βόμβες είχαν πλήξει το νεκροταφείο του Συνοικισμού και ότι τα δύο νοσοκομεία ήταν γεμάτα τραυματίες. Το σπίτι βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο. Περπάτησα ακόμα πιο γρήγορα. Αν είχε συμβεί κάτι τραγικό στην Ευαγγελία, θα σκοτωνόμουν.
Εφτασα στο σπίτι γύρω στις δύο, γεμάτος σκόνη. Ευτυχώς το σπίτι, όπως και τα διπλανά σπίτια, δεν είχαν πάθει τίποτα. Μόνο το νεκροταφείο είχε βομβαρδιστεί. Ανακουφίστηκα μόλις πέρασα την καγκελόπορτα και τις είδα. Η μητέρα με αγκάλιασε και με φίλησε συγκινημένη. Παρατήρησα ότι την ίδια συγκίνηση είχε και η Ευαγγελία. Αυτή τη φορά με έσφιξε περισσότερο και, παρόλα που δε με φίλησε, δεν τραβήχτηκε όταν την αγκάλιασα και τη φίλησα εγώ. Το σφίξιμο του χεριού, μου ‘δωσε ελπίδα. Απ’ τη χειρονομία της, κατάλαβα ότι κάτι αισθανόταν για μένα. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, αισθάνθηκα ευτυχία. Αφού πλύθηκα, της διηγήθηκα για το βομβαρδισμό. Της μίλησα για το μέρος που είχα κρυφτεί, για τους νεκρούς και τους τραυματίες και για το τραγικό τέλος των Βαρβάτηδων. Η μητέρα μου είπε ότι φοβήθηκαν μήπως μου είχε συμβεί κάτι κακό. Τους είπα ότι κι εγώ ανησύχησα μόλις βομβάρδισαν το νεκροταφείο. Η παύση των πυρών ήταν σύντομη.
Στις τρεις έγινε, η τρίτη επίθεση, που έθεσε την πόλη σε συναγερμό, αναγκάζοντας τον κόσμο να ψάχνει για ασφαλές καταφύγιο. Αυτή τη φορά στόχος ήταν το αεροδρόμιο στο Κουτσοπόδι και ένα στρατόπεδο με Γερμανούς στρατιώτες. Το χτύπησαν στο κέντρο, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην πίστα του. Ήταν μια ημέρα πένθους. Οι κάτοικοι δε θα ξεχνούσαν ποτέ τους δύο βομβαρδισμούς που είχαν καταστρέψει τη μισή πόλη. Τα θύματα ήταν περίπου εκατόν είκοσι. Οι τραυματίες περισσότεροι, πολλοί από αυτούς σε σοβαρή κατάσταση. Θυμάμαι κάποια ονόματα: Μαρούσης, Γεωργόπουλος, Κατερίνα Μαρλαγκούτσου, Θανασόπουλος, Χαρίλαος και Παύλος Βαρβάτης – πατέρας και γιος.
Πηγές
-Ανδρέας Χ. Χριστόπουλος, «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα», Έκδοσις 1946, Τυπογραφείον Εφημερίδος «Σύνταγμα», Εν Ναυπλίω.
-Περιοδικό « Αναγέννηση», Κώστας Δανούσης, «1944-1994: 50 χρόνια από την απελευθέρωση του Άργους από τους Γερμανούς», τεύχος 321, Άργος, Σεπτέμβρης 1994.