
Ως σοβαρό μεν, αλλά όχι ανησυχητικό ως προς την ουσία αξιολόγησε η ελληνική κυβέρνηση το θέμα που προέκυψε μετά την απόφαση του Εφετείου Ισμαηλίας για το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει τη Μονή Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά στην Αίγυπτο. Η στάση της Αθήνας χαρακτηρίζεται δε εκτός από ψύχραιμη, ως συγκρατημένη αλλά σαφής, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές, το θέμα είχε αξιολογηθεί. Παρά τις αρχικές ερμηνείες που έκαναν λόγο για «κλείσιμο» και «δήμευση» της ιστορικής Μονής καθώς και την ανακοίνωση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου η οποία ήταν σε ιδιαίτερα έντονο ύφος, στην κυβέρνηση κινήθηκαν με συντονισμένες κινήσεις και σε ήπιο τόνο.
Ο βασικός άξονας της ελληνικής στάσης ήταν και παραμένει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε λάβει σαφή διαβεβαίωση από τον Πρόεδρο της Αιγύπτου κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Αιγύπτου στην Αθήνα. Η διαβεβαίωση αυτή, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αφορούσε τη διατήρηση του λατρευτικού και ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής, και είχε διατυπωθεί τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο, γεγονός που ενίσχυε την ελληνική εμπιστοσύνη στην τήρηση των συμφωνηθέντων. Η ελληνική πλευρά, όπως επιβεβαιωνόταν, ανέμενε την υπογραφή της σχετικής διμερούς συμφωνίας, η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί και αποτελούσε αντικείμενο συνεννόησης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, στο Μέγαρο Μαξίμου και το Υπουργείο Εξωτερικών είχε επισημανθεί εξ αρχής η ανάγκη να αποφευχθούν πρόωρες ή εσφαλμένες ερμηνείες της απόφασης, καθώς το πλήρες κείμενο της δικαστικής κρίσης δεν είχε ακόμη δημοσιοποιηθεί στο σύνολό του. Στο πλαίσιο αυτό, κυβερνητικοί αξιωματούχοι διατύπωναν τη θέση ότι δεν είχε προκύψει κανένα απολύτως στοιχείο που να προοιωνίζεται αλλαγή στο υφιστάμενο καθεστώς της Μονής, ούτε στον λατρευτικό της χαρακτήρα, ούτε στη λειτουργική της αυτοτέλεια. Αντιθέτως, όπως έλεγαν, επρόκειτο για την πρώτη φορά που η Μονή νομιμοποιούνταν ρητώς με απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης, γεγονός που ερμηνευόταν ως ενίσχυση της θεσμικής της αναγνώρισης εντός της αιγυπτιακής έννομης τάξης. Ιδιαίτερη σημασία απέδιδαν οι ίδιες πηγές στη ρητή επισήμανση ότι η χρήση των χώρων λατρείας και των συναφών αρχαιολογικών περιοχών εγκρίθηκε δικαστικά, παρά το γεγονός ότι κάποιες εξ αυτών εμπίπτουν σε ζώνες περιβαλλοντικής προστασίας. Στο κυβερνητικό επιτελείο είχε επίσης καταστεί σαφές ότι οι εκτάσεις οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «κρατική γη» αφορούσαν απομακρυσμένες και ακατοίκητες περιοχές, χωρίς σύνδεση με τον πυρήνα της Μονής ή με τη λειτουργία της μοναστικής κοινότητας.
Όπως σχολίαζαν πηγές με γνώση των εξελίξεων, το ζήτημα παρακολουθείται με προσοχή, αλλά όχι με ανησυχία. Η στάση της Αθήνας χαρακτηρίζεται από διπλωματική αυτοσυγκράτηση, επιδιώκοντας να διασφαλίσει την πνευματική και ιστορική συνέχεια της Μονής χωρίς να διαταράξει τις ευαίσθητες ισορροπίες της ελληνοαιγυπτιακής συνεργασίας.
