Καθώς μπαίνουμε στη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) σχετικά με τη μελλοντική σχέση που θα συνδέει τα δύο μέρη, η Πρωθυπουργός Τερέζα Μέυ διατείνεται ότι το ΗΒ μπορεί να αποσπάσει μια συμφωνία που να εξασφαλίζει συνολική πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά, χωρίς όμως το αντίστοιχο κόστος της πλήρους συμμετοχής σ’ αυτήν, ενώ ο διαπραγματευτής της ΕΕ Μισέλ Μπαρνιέ υποστηρίζει ότι οι μόνες επιλογές που διαθέτει το ΗΒ είναι είτε μια πλήρης συμμετοχή του ΗΒ στην Ενιαία Αγορά, μαζί με το αντίστοιχο κόστος, είτε μια Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου σαν αυτήν που συνήψε πρόσφατα με την ΕΕ ο Καναδάς.
Όσο παράδοξο και να ακούγεται για τη χώρα όπου γεννήθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία και ο οικονομικός ορθολογισμός, σ’ αυτό το στάδιο δεν διαθέτουμε ακόμα (ή αυτή δεν δημοσιοποιείται από το ΗΒ) μια επίσημη εκτίμηση επιπτώσεων των διαφόρων σεναρίων εκ μέρους των Βρετανών. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κάποια έκθεση που να καταστρώνει πιθανά σενάρια, αντιστοιχώντας το καθένα από αυτά με μία εκτίμηση οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους-οφέλους.
Έτσι, ο μέσος Βρετανός πολίτης παραμένει στο σκοτάδι σχετικά με το πόσο θα του κοστίσει η παραμονή στην Ενιαία Αγορά, μια «προνομιακή» αλλά περιορισμένη εμπορική σχέση με την ΕΕ κατά τα πρότυπα της Συμφωνίας Καναδά-ΕΕ ή μια μη-προνομιακή πρόσβαση των βρετανικών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ενιαία Αγορά, ακολουθώντας απλώς τους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) σαν μια οποιαδήποτε τρίτη χώρα. Είναι σαφές για μένα ότι αυτή η αδιαφάνεια αποτελεί ένα σημαντικό έλλειμμα λογοδοσίας απέναντι στον Βρετανό πολίτη και θέτει ζητήματα ουσιαστικής δημοκρατίας.
Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει εν μέρει μια έκθεση της Σκωτσέζικης Κυβέρνησης «Η θέση της Σκωτίας στην Ευρώπη», που δημοσιεύθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2018. Σε αυτήν αποτιμάται οικονομικά αλλά και ρυθμιστικά το κόστος της μη παραμονής του ΗΒ στην Ενιαία Αγορά και στην Τελωνειακή Ένωση, είτε με μία προνομιακή σχέση πρόσβασης σ’ αυτήν είτε ως μια κοινή τρίτη χώρα, σε σύγκριση με την πλήρη παραμονή του.
Επιγραμματικά, η έκθεση δείχνει ότι όσο πιο «σκληρή» είναι η μορφή Brexit που θα επιλεγεί τόσο το χειρότερο για την σκωτσέζικη οικονομία: αν τελικά επιλεγεί μια σύνδεση μόνο με βάση τους κανόνες του ΠΟΕ θα χαθεί το 8,5% του ΑΕΠ της Σκωτίας, αν επιλεγεί μια σύνδεση όπως αυτή του Καναδά θα χαθεί το 6%, ενώ αν επιλεγεί η συμμετοχή του ΗΒ στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) – όπως π.χ. η Νορβηγία, η οποία συμμετέχει πλήρως στην Ενιαία Αγορά, χωρίς όμως δικαίωμα λόγου ή ψήφου στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς – θα χαθεί μόνο το 2,7%. Επίσης, θα επιδεινωθεί σημαντικά το κανονιστικό περιβάλλον αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, την κοινωνική πολιτική και την πολιτική έρευνας και καινοτομίας.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτήν τη στιγμή, οι μόνες πολιτικές δυνάμεις στο ΗΒ που επιθυμούν την επικράτηση του οικονομικού ορθολογισμού είναι το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα – υπενθυμίζεται ότι στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 οι Σκωτσέζοι ψήφισαν με πολύ μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της παραμονής του ΗΒ στην ΕΕ – και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Τόσο το Συντηρητικό όσο και το Εργατικό Κόμμα υποστηρίζουν μια «προνομιακή» σχέση μεταξύ του ΗΒ και της ΕΕ, η οποία θα αφήνει απ’ έξω ορισμένες φιλελεύθερες κοινές πολιτικές όπως την πολιτική κρατικών ενισχύσεων, στην περίπτωση των Εργατικών, ή τη μετανάστευση από άλλες χώρες της ΕΕ και τη «μείωση της εθνικής κυριαρχίας» μέσω της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της ΕΕ, στην περίπτωση των Συντηρητικών.
Κατά συνέπεια, αυτό που προδιαγράφεται ως εξέλιξη είναι μια καθαρή απώλειας βιοτικού επιπέδου λόγω πολιτικών ιδεολογιών, είτε αυτή η ιδεολογία είναι ο κρατικός προστατευτισμός είτε είναι η δεξιά εθνικιστική αναδίπλωση. Δεν πρόκειται απλώς για το τίμημα που πληρώνουν οι πολίτες για τις δημοκρατικές τους επιλογές, έστω και αν αυτές φέρουν σημαντικό οικονομικό κόστος για τους ίδιους. Πρόκειται για λαϊκιστική εξαπάτηση και ανεντιμότητα, καθώς η συνειδητή ανάληψη κόστους από το εκλογικό σώμα πρέπει να γίνεται σεβαστή σε μια δημοκρατία όταν οι πολίτες γνωρίζουν επακριβώς ποιες θα είναι οι συγκριτικές επιπτώσεις στην πραγματική τους ζωή από τις πιθανές τους επιλογές. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στην περίπτωση του ΗΒ και σε κάθε περίπτωση, η διαφάνεια έχει νόημα, από απόψεως δημοκρατίας, αν επικυρωθεί με ένα νέο δημοψήφισμα για την αποδοχή ή μη της τελικής συμφωνίας. Καμία από τις δύο κύριες πολιτικές δυνάμεις του ΗΒ, δεν υπόσχονται κάτι τέτοιο, υφαρπάζοντας ουσιαστικά την μοίρα της επόμενης γενιάς.
του Ιωάννη Παπαδόπουλου
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.