Back to top

Τι συγκλονιστικό περιέχει ο λεγόμενος «Σταυρός του Βατικανού»;

01/12/2020 - 11:04

Ο Σταυρός είναι το σύμβολο της χριστιανικής Εκκλησίας, που συμβολίζει τη θυσία και την ανάσταση του Χριστού με σκοπό τη σωτηρία του «πεπτωκότος» ανθρώπου. Η θέση του είναι σημαντική στη χριστιανική ζωή και λατρεία.

Ο σταυρός κατά την «Αποκάλυψη» (7,3) και κατά τους λόγους του Χριστού (Ματθ., 24, 30) θα είναι όχι μόνο η σφραγίδα αναγνώρισης, αλλά και το εσχατολογικό σημείο της Δεύτερης Παρουσίας του Ιησού Χριστού.

Το ξύλο του Τίμιου Σταυρού βρέθηκε από την αγία Ελένη γύρω στα 326 στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχε χτιστεί ναός της Αφροδίτης με σκοπό να αποκρύψει το σωτήριο όπλο. Στο ίδιο σημείο χτίστηκε χριστιανικός ναός που εγκαινιάστηκε το 335. Η ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τον Τίμιο Σταυρό την Γ’ Κυριακή Νηστειών, στις 14 Σεπτεμβρίου, 6 Μαρτίου, 7 Μαΐου, 31 Ιουλίου και 14 Αυγούστου.

Αποκαταστάθηκε ο περίφημος Σταυρός του Βατικανού
[20/11/2009]

Ο Crux Vaticana, το καμάρι του θησαυρού του Βατικανού, ένα χρυσό σκεύος καταστόλιστο από μαργαριτάρια.

Σε ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα», διαβάζουμε τα εξής:

«Στην πρότερη δόξα του αποκαταστάθηκε ο θρυλικός Σταυρός του Βατικανού (Crux Vaticana), η παλαιότερη σωζόμενη λειψανοθήκη που περιέχει τα υποτιθέμενα υπολείμματα του σταυρού στον οποίο μαρτύρησε ο Ιησούς.
Πρόκειται για ένα χρυσό σκεύος, καταστόλιστο από μαργαριτάρια, που φυλάσσει, σύμφωνα με την παράδοση, τα θραύσματα του Τιμίου Ξύλου.

Ο σταυρός αυτός, δώρο του Ιουστινιανού στον λαό της Ρώμης, παρουσιάστηκε χθες από τους εκπροσώπους του Βατικανού, στη συλλογή θρησκευτικών κειμηλίων του οποίου ανήκει. Παρότι θραύσματα του ξύλου της Σταύρωσης φημολογείται ότι φυλάσσονται σε διάφορες εκκλησίες ανά τον κόσμο, όπως λ.χ. στην Παναγία των Παρισίων, ο Crux Vaticana θεωρείται ο παλαιότερος, το καμάρι του θησαυρού του Βατικανού» (2).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. σταυρός ο, ΝΜΑ• 1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή γωνία και στο οποίο δενόταν η καρφωνόταν ο κατάδικος με τα χέρια απλωμένα (α. «το μαρτύριο του σταυρού»• β. «ει υιός ει του θεού, κατάβηθι από του σταυρού», ΚΔ)• 2. ο ξύλινος σταυρός πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Ιησούς Χριστός (α. «ηγγάρευσαν Σίμωνα... Κυρηναῑον ίνα άρη τον σταυρόν Αυτού», ΚΔ• β. «την χαράν, ην έσχεν η μακαρία Ελένη, ότε εύρε τον Τίμιον Σταυρόν», Ακολ. του Γάμου)• 3. το σημείο και το σχήμα του σταυρού ζωγραφιστό, γλυπτό ή κεντητό, ως σύμβολο της χριστιανικής πίστης, το οποίο παραπέμπει στη σταύρωση του Ιησού Χριστού και στα λυτρωτικά οφέλη του πάθους και του θανάτου του, αλλ. κυριακό σημείο (α. «έκανε με κατάνυξη τον σταυρό της»• β. «κάνω στο δεξί της χέρι αιματώδη σταυρό», Σολωμ.• γ. «επί μετώπου... δακτύλοις η σφραγίς... ο σταυρός γινέσθω• επί άρτων βιβρωσκομένων και επί ποτηρίων πινομένων», Κύριλλ.)• 4. (μτφ.) η αυτοθυσία, τα εκούσια παθήματα για κάποιο ανώτερο σκοπό ως δείγμα υποταγής στο θέλημα του θεού (α. «σήκωσε το σταυρό με καρτερία τόσα χρόνια»• β. «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν... αράτω τον σταυρόν αυτού», ΚΔ)• 5. σταυρός σε σχήμα ταυ με μία θηλειά στην κορυφή ο οποίος αποτελεί αρχαίο αιγυπτιακό ιερογλυφικό σύμβολο της ζωής, αλλ. ανκ• || (νεοελλ.) 1. σημείο του μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης («τον χτύπησε στον σταυρό»)• 2. (ναυτ.) ο σταυρόκομπος• 3. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα σταυρού («του απονεμήθηκε ο πολεμικός σταυρός»)• 4. (τεχνολ.) τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σύνδεσμος Καρντάν η σύνδεσμος Χουκ η σταυρωτός σύνδεσμος• 5. (φρ.) α) «Ερυθρός Σταυρός»• διεθνής οργανισμός ανθρωπιστικού χαρακτήρα ο οποίος ιδρύθηκε το 1864 και έχει σκοπό την προσφορά βοήθειας στα θύματα των πολέμων, ενώ σε καιρό ειρήνης μετέχει σε ανθρωπιστικές δραστηριότητες• β) «ελληνικός σταυρός»• σταυρός με τέσσερεις ίσες κεραίες• γ) «λατινικός σταυρός»• σταυρός του οποίου η κάτω κεραία είναι μακρύτερη από τις άλλες τρεις• δ) «σταυρός ταυ»• σταυρός που έχει τη μορφή του ελληνικού γράμματος ταυ• ε) «σταυρός του Αγίου Αντωνίου»• άλλη ονομασία για τον σταυρό ταυ• στ) «χιαστός σταυρός»• σταυρός σε σχήμα χι• ζ) «σταυρός του Αγίου Ανδρέο»• άλλη ονομασία για τον χιαστό σταυρό• η) «αγκυλωτός σταυρός»• σταυρός που οι βραχίονές του κάμπτονται σε ορθή γωνία πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως προς τα δεξιά, σύμβολο ευημερίας και καλής τύχης διαδεδομένο σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, ο οποίος όμως χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί ως σύμβολο του ρατσιστικού αριανισμού και ως έμβλημα της χιτλερικής Γερμανίας, αλλ. σβάστικα• θ) «βόρειος σταυρός»• (αστρον.) ονομασία με την οποία αναφέρεται μερικές φορές ο αστερισμός του Κύκνου• ι) «νότιος σταυρός» η «σταυρός του νότου»• (αστρον.) μικρός αλλά πολύ εμφανής νότιος αστερισμός που περιλαμβάνεται μεταξύ των αστερισμών του Κενταύρου προς βορρά και της Μύγας προς νότο και είναι ορατός νοτιότερα του παραλλήλου με βόρειο γεωγραφικό πλάτος 30°• ια) «σταυρός της θάλασσας»• (ζωολ.) άλλη ονομασία του αστερία• ιβ) «εορτές του σταυρού»• (εκκλ.) ιεροσολυματικής προέλευσης γιορτές που καθιερώθηκαν μετά την επικράτηση του χριστιανισμού• ιγ) «κάνω τον σταυρό μου»• προσεύχομαι ή μένω κατάπληκτος• ιδ) «κάνε το σταυρό σου και τράβα (η προχώρα η κάνε το)»• αποφάσισε κάτι και κάνε το χωρίς ενδοιασμούς• ιε) «μα τον σταυρό»• όρκος με επίκληση του Τιμίου Σταυρού• || (μσν.) 1. το σημείο του σταυρού ως σφραγίδα σε συμβόλαια, ομόλογα κ.α. («σταυρούς εν χάρτη οικειοχείρως ποιών», Νικήτ. Θεσσ.)• 2. το σκήπτρο του Βυζαντινού αυτοκράτορα• || (μσν-αρχ.) 1. η σταύρωση, ο θάνατος του Χριστού επάνω στον σταυρό• (α. «τον σταυρόν θεραπείαν της κτίσεως γεγονέναι», Αθανάσ.• β. «ο θάνατος του Χριστού, ήτοι ο σταυρός», Δαμασκ. Ι.)• 2. η σταύρωση, ως ενέργεια των σταυρωτών του Χριστού («τοις μεν τον σταυρόν τετολμηκόσιν, είτα μεταμεληθείσι, συνέγνω», Θεοδώρ.)• 3. (φρ.) «σταυρόν αίρω [ή λαμβάνω ή βαστάζω]»• σηκώνω τον σταυρό μου ως δείγμα αυτοθυσίας• || (αρχ.) μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι («σταυρούς εκτός έλασσε διαμπερές ένθα και ένθα πυκνούς και θαμέας», Ομ.Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στα-υ-ρος έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă του ίστημι* με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του μορφή -υ- και μάλιστα βραχύ αναφορικά με το -υ της λ. στύλος• βλ. και λ. στύλος, στοά) και επίθημα -ρος (πρβλ. σω-ρος). Η λ. αντιστοιχεί με το νορβ. staurr «πάσσαλος» (πρβλ. και λατ. in-staurāre «ανανεώνω, αποκαθιστώ»). Η λ. σταυρός με αρχική σημ. «μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι, πάσσαλος» εξελίχθηκε σημασιολογικά για να δηλώσει το όργανο θανατικής εκτέλεσης από δύο δοκούς συνδεδεμένους σε ορθή γωνία και στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για να δηλώσει τον ξύλινο σταυρό πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Χριστός ως σύμβολο αυτοθυσίας, αγάπης και πίστης. ΠΑΡ. σταυρικός, σταυρώ (-ώνω)• (αρχ.) σταυριαίος• (μσν.) σταυρίσκω• (μσν.-νεοελλ.)• σταυρί(ον)• (νεοελλ.) σταυρίτης, σταυρουδάκι. ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σταυροειδής, σταυρότυπος, σταυροφόρος• (αρχ.) σταυροκόμιστος, σταυροποιΐα• (μσν.) σταυρογραφώ, σταυροδόχος, σταυρόθολος, σταυρολάτρης, σταυρόμορφος, σταυροπαγής, σταυροσκίαστος, σταυροφάνεια, σταυροχαρής• (μσν.-νεοελλ.) σταυραναστάσιμος, σταυροπάτης, σταυροπήγιο(ν), σταυροπροσκύνηση, σταυροφύλακας• (νεοελλ.) σταυραδερφός, σταυραετός, σταυρανθής, σταυρεπίστεγος, σταυροβελονιά, σταυρογάζι, σταυροδένω, σταυρόδεσμος, σταυροδρόμι, σταυροθεοτοκίον, σταυροθόλιο, σταυρόκαμπος, σταυροκοπούμαι(-ιέμαι), σταυροκουνιάδος, σταυρόλεξο, σταυρομάννα, σταυρόνημα, σταυρόξυλα, σταυροπατέρας, σταυροπόδι, σταυροσκόπιο, σταυροχέρι. (Β' συνθετικό) (νεοελλ.) μεγαλόσταυρος].

2) Πηγή: Το Βήμα, 20 Νοεμβρίου 2009