Back to top

"Μέ γύρισε σ’ όλες τις Κολάσεις. Τρομερές ήταν! Τό τί γινόταν εκεί πέρα! Φοβερά πράγματα! Δέν μπορώ νά τά περιγράψω..."

19/05/2018 - 21:37

Άλλη φορά είδα ένα μικρό κοριτσάκι τριών έτών, πού τό λέγανε Αγγέλα. Φορούσε ένα σιέλ φουστανάκι και στά χέρια του κρατούσε ένα μικρό μπιλάκι. Ερχεται κοντά μου -έμοιαζε σάν νά μή πατούσε στή γη- καί μου λέει: «Θά σέ σκοτώσω μ’ αυτό, θά σέ πάρω».

«Άχ! Πώς θά μέ πάρης;». «Θά σέ πάρω μ’ αυτό τό μπιλάκι, δεν θά σ’ άφήσω». Ετρεχε αυτή, έτρεχα καί εγώ, σάν νά μή πατούσα στή γη καί μέ πήγε σ’ όλες τις Κολάσεις. Μέ κυνηγούσε, καί έβλεπα σπήλαια, τρώγλες, φοβερά πράγματα. Τήν ρωτάω: «Τί είναι εδώ;». «Έδώ είναι οι Κολάσεις», μ’ απάντησε καί μέ κυνηγούσε μέ τό μπιλάκι- «θά σ’ τό ρίξω, θά σ’ τό ρίξω», έλεγε. Ετρεχα εγώ, έτρεχε κι αύτή, γιά νά μού τά δείχνη όλα. Νά δής εκεί πέρα σπήλαια, πρόσωπα ρυτιδιασμένα, τί νά πώ! Ενα δάκτυλο ρυτίδα. Τά μαλλιά τους ήταν όρθια σάν αγκάθια, τά φορέματά τους κουρελιασμένα. Παντού γκρεμισμένα χαλάσματα. Τό κάθε σπήλαιο είχε μέσα κολασμένους. Ηταν σάν μιά μάζα -πώς τούς θάβεις όλους μαζί, έτσι ήταν- μαζεμένοι και ούρλιαζαν, σπάραζαν, κλαίγανε και οδύρονταν. Όσο μου έλεγε θά σου ρίξω τό μπιλάκι, τόσο εγώ έτρεχα.

 Μέ γύρισε σ’ όλες τις Κολάσεις. Τρομερές ήταν! Τό τί γινόταν εκεί πέρα! Φοβερά πράγματα! Δέν μπορώ νά τά περιγράψω. Υστερα κυνηγώντας με, περνάμε ένα πολύ μεγάλο δρόμο καί φθάνουμε σ’ ένα τεράστιο ποτάμι, πού είχε γιά γέφυρα μιά ψιλή χρυσή βέργα, σάν νά ήταν στενός σωλήνας νερού, και έπιανε όλο τό ποτάμι. «Τώρα θά περάσουμε τή γέφυρα αύτή», μου λέει.

 «Πώς νά τήν περάσω; Θά πέσω μέσα στο ποτάμι», τής είπα. Σάν άρχισα νά περπατώ, ακροπατώντας -άντε νά πέσω, άντε νά μή πέσω-, αισθάνθηκα πώς πετούσε αύτή, πετούσα κι εγώ. Εξαφνα βλέπω ένα μεγάλο χέρι νά μέ παίρνη και νά μέ βγάζη στο άπέναντι μέρος. Εκεί τότε μου λέει: «Αύτό τό μέρος έχει άμυγδαλιές, εδώ είναι ό Παράδεισος». Καί άρχισε νά μέ γυρίζη πάλι. Όλόκληρα στρέμματα άνθισμένα. Ενας ήλιος! Μιά λιακάδα! Μιά ομορφιά! Εκείνη νά μέ κυνηγάη άπό δένδρο σέ δένδρο, γύρω- γύρω σ’ όλο τό μέρος, νά μου τά δείξη όλα καί εγώ έτρεχα άπό εδώ, έτρεχα άπ’ εκεί, κουράστηκα. Μου έδωσαν όμως πολλή χαρά καί εύχαρίστησι ό ήλιος, ό αέρας καί τά λευκά άνθισμένα δένδρα. «Τώρα, λέει, θά περάσουμε πάλι τή γέφυρα». «Πώς θά τή ξαναπεράσουμε;». Αντε άπ’ εδώ, άντε άπό εκεί περνάμε τή

γέφυρα καί βγαίνουμε στον ίδιο φαρδύ δρόμο ήταν ένα αμαξάκι. Τώρα, λέω, θά μπω στο αμάξι και θά γλυτώσω, δέν θά μέ σκοτώση μέ τή μπιλίτσα. Μπαίνω μέσα στο άμάξι, άρχισε και έτρεχε. Τότε μου λέει ή μικρή Αγγέλα: «Τί νά σέ κάνω, τώρα γλύτωσες, άργότερα θά δούμε τί θά κάνουμε». ’Ήμουν πολύ βαρειά άρρωστη τότε και δέν μέ πήρε- θά μέ έπαιρνε τότε, είχα κινδυνεύσει προς θάνατο.

Όταν θά λες τήν «ευχή» συνεχώς προφορικά, , θά γίνεται καρδιακή, καί μετά αυτά θά τά βλέπω μέσα σέ θεωρία μέσα στήν ψυχή σου. Πώς π.χ. βαδίζεις καί βλέπεις τά δένδρα χρυσά' είναι χρυσά; Όχι Όταν όμως έχης τήν «εύχή» μέσα στήν ψυχή σου και είναι καθαρός ό νους, δοσμένος στον Θεό, τότε όλα αύτά τά βλέπεις χρυσά καί διαμαντένια. Τίποτε δέν βλέπεις σάν επίγειο πράγμα, όλα τά βλέπεις ούράνια Αυτό έρχεται διά τής προσευχής καί λέγεται πνευματική θεωρία.

-(Μία άδελφή): Δηλαδή έδώ τά αισθάνεσαι, δέν τά σκέπτεσαι μέ τό μυαλό; Μά, τά βλέπει ή διάνοια αύτά τά πράγματα; Δέν μπορώ νά τό καταλάβω.

-(Γερόντισσα): Τό μυαλό είναι τόσο δά μικρούτσικο, άλλά όλα αύτά, άν τά έργασθή κανείς, μεγεθύνεται ή διάνοια καί γίνεται τόσο μεγάλη, πού καί αύτά τά βλέπει πνευματικά. Πώς νά στο πώ, νά τό καταλάβης!

-(Αδελφή): Γιατί εγώ βάζω τή λογική.

-(Γερόντισσα): Ναί, άλλά έδώ δέν βάζεις τή λογική, δέν κάνεις φαντασία, καί αύτά έρχονται.

 -( Αδελφή): Μόνα τους δηλαδή;

-(Γερόντισσα): Διά τής προσευχής! Διά τής άδιαλυπτης προσευχής, διά τής νοεράς και διά τής καρδιακης προσευχής- και αύτά έρχονται διά τής θεωρίας., Τώρα βαδίζεις καί βλέπεις νά ανοίγεται ό ούρανος βλέπεις τά σπίτια, όλα τά βλέπεις χρυσά καί διαμαντένια, λες ότι βρίσκομαι στον Παράδεισο τώρα, κι

βαδίζης στά έπίγεια.

-(Αδελφή): Δέν επιτυγχάνεται μέ τή δική μας προσπάθεια;

-(Γερόντισσα): Μέ τή δική μας προσπάθεια, άλλά και μέ τήν Χάρι του Θεού. Όταν θά δοθούμε στον ΘΕΟ θά μάς τά χαρίση αύτά. Άλλά δέν άδολεσχούμε σε αύτά τά πράγματα, γιατί άδολεσχούμε στά έπίγεια καί δέν μπορούμε νά τά καταλάβουμε αύτά, δέν μπορούμε νά τά νοιώσουμε. Είναι δωρεές τού Θεού, θέλει ο θεός νά τά έχουμε, τά ζητάει από έμάς, άλλά εμείς τα αγνοούμε, πέφτουμε στά τιποτένια, περνάμε τον πολύτιμο χρόνο στά επίγεια καί έτσι χάνουμε αύτό τό μεγαλείο πού θά εύφραινώμαστε, πού θά άγάλλεται ή ψυχή μας, θά χαίρεται καί θά πετάη.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.   ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ