Κάποτε είχα φθάσει στον θάνατο. Είχα πάθει σοβαρή γαστρορραγία απ’την κορτιζόνη που μου βάλανε στο νοσοκομείο, όταν έκανα εγχείρηση στο μάτι, το οποίο τελικά έχασα. Τότε έμενα σ’ένα καλυβάκι δεν είχα ακόμη χτιστεί το μοναστήρι.
Απ’την εξάντληση δεν καταλάβαινα αν είναι μέρα η νύχτα. Έφθασα στο θάνατο και όμως έζησα. Αδυνάτισα πολύ. Μου κόπηκε η όρεξη. Επι τρείς μήνες ζούσα με τρείς κουταλιές γάλα την ημέρα. Σώθηκα από μια κατσίκα! Ζούμε με την σκέψη της αναζωρήσεως. Ένιωθα μεγάλη χαρά με τη σκέχη ότι θα συναντούσα τον Κύριο. Είχα βαθιά μέσα μου το αίσθημα της παρουσίας του Θεού….
Έλεγα στον εαυτό μου : «Αν πάεις πάνω στον ουρανό κι ο Θεός σου πει: Έταιρε, πως εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου;» Τι θέλεις εσύ εδώ;». Θα του πω «Ότι θέλεις Κύριε μου, ό,τι θέλει η αγάπη Σου ας με βάλει. Παραδίνομαι στην αγάπη Σου . Αν θέλεις και στην κόλαση να με βάλεις, βάλε με αρκεί να μη χάσω την αγάπη Σου!».
Περιοδικό «Η ΟΔΟΣ»
Γέροντος Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι , σελ 476-477