Back to top

Watergate: Το σκάνδαλο που έφερε την εισβολή στην Κύπρο..

08/08/2020 - 17:25

Ο Χένρυ Κίσινγκερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Υπουργούς Εξωτερικών για τη χώρα του (όχι, όμως, για τις υπόλοιπες χώρες) σε μιαν πολύ κρίσιμη περίοδο όπου ο «Ψυχρός Πόλεμος» και η κόντρα με την ΕΕΣΔ βάθαινε ενώ την ίδια στιγμή είχε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και την προσπάθεια εδραίωσης των ΗΠΑ δημιουργώντας νέες σφαίρες επιρροής.

Όλα αυτά σε μιαν περίοδο όπου οι ΗΠΑ θα έμεναν ακέφαλες με τον τότε Πρόεδρο Νίξον να «αφοπλίζεται» πολιτικά λόγω του σκανδάλου του Watergate.

Ο Κίσινγκερ ανέλαβε μόνος του σχεδόν όλες τις μυστικές επιχειρήσεις της CIA σε μιαν εποχή – όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο του «Η εισβολή της Χούντας στην Κύπρο»- όπου ο πρόεδρος Νίξον κλυδωνιζόταν για να παραιτηθεί λίγο αργότερα.

Ο Κίσινγκερ ήταν ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε παρασκηνιακά όλα τα πολιτικά δρώμενα της CIA  με σκοπό την επικράτηση σε αρκετές χώρες φιλικών (ιδεολογικά και πολιτικά) κυβερνήσεων . Παράλληλα, ανέλαβε να επιλύσει την κυπριακή κρίση ενισχύοντας την Τουρκία στα σχέδια κατά της Κύπρου. Σύμφωνα με το Δρουσιώτη  κατάφερε σταδιακά να περιθωριοποιήσει  τον Αρχιεπίσκοπο  Μακάριο, που στρεφόταν προς την ΕΣΣΔ, δίνοντας ώθηση στη Χούντα των Αθηνών προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την εισβολή.

Όπως μας τόνισε ο Διεθνολόγος και Διευθυντής του Κυπριακού Ιδρύματος Μελετών Χρήστος Ιακώβου, ο Κίσινγκερ εκμεταλλευόμενος την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Νίξον χειρίστηκε μόνος του το Κυπριακό ζήτημα κινώντας τα νήματα ανάμεσα σε Κύπρο- Ελλάδα και Τουρκία.

Τι σχέση έχει με το σήμερα

Πριν μερικούς μήνες ξεκίνησε και πάλι μια σειρά δημοσιεύσεων αναφορικά με το σκάνδαλο της εμπλοκής Ρώσων πρακτόρων στην εκλογή του νυν αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ  κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στις ΗΠΑ αλλά και στον κόσμο.

Η είδηση πράγματι  προκάλεσε τεράστια ανησυχία αναφορικά με το πόσο στενές είναι οι σχέσεις του Τραμπ με τον Πούτιν, όσο και για τον κρυφό ρόλο που έπαιξε η Ρωσία στις αμερικανικές εκλογές.

Ο Νταν Ράδερ, ο δημοσιογράφος, που κάλυψε ως ανταποκριτής το σκάνδαλο που οδήγησε τον Νίξον σε παραίτηση, είπε: «Σε μία κλίμακα Αρμαγεδδώνα για τη μορφή της κυβέρνησής μας, θα έβαζα στο Watergate 9. Αυτό το σκάνδαλο με τη Ρωσία είναι σήμερα κάπου γύρω στο 5 ή 6, κατά τη γνώμη μου, αλλά κλιμακώνεται ώρα με την ώρα, όπως δείχνουν τα φαινόμενα. Έχει περάσει λιγότερο από ένας μήνας υπό την προεδρία του Τραμπ και πολλοί κάνουν εκείνη τη διάσημη ερώτηση του γερουσιαστή του Τενεσί, Χάουαρντ Μπέικερ, τόσα χρόνια πριν: Τι γνώριζε ο πρόεδρος και πότε το έμαθε; Όταν κοιτάζουμε πίσω στο Watergate, θυμόμαστε το τέλος της προεδρίας του Νίξον. Ήρθε σαν μια χιονοστιβάδα».

Τι ήταν το Watergate

Το σκάνδαλο Watergate ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο που συνέβηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1970 στις 17 Ιουνίου του 1972 και οξύνθηκε μετά την απόπειρα συγκάλυψης και συμμετοχής σε αυτές τις ενέργειες από τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον και της κυβέρνησής του.

Σταδιακά ήρθε στο φως η κατάχρηση της εξουσίας από τα μέλη της κυβέρνησης του Νίξον, που επέφερε την έναρξη της καθαίρεσης του αλλά και την τελική παραίτηση του παρά το γεγονός ότι αρχικά ο Νίξον αντιστάθηκε στους ελέγχους και οδήγησε τη χώρα σε συνταγματική κρίση

Ο απόηχος ήταν τεράστιος αφού παραπέμφθηκαν σε δίκη 69 άτομα (με την πλειοψηφία να είναι κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Νίξον) από τους οποίους 48 βρέθηκαν ένοχοι.

Τα γεγονότα

Όλα ξεκίνησαν μετά  τη σύλληψη πέντε ανδρών για τη διάρρηξη στην έδρα του DNC στο συγκρότημα Watergate το Σάββατο 17 Ιουλίου 1972. Τότε κανείς δεν πίστεψε ότι πίσω από αυτή τη διάρρηξη κρύβονταν οι ανήθικες μυστικές επιχειρήσεις που διέταξε ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον προκειμένουν να αμαυρώσει την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών.

Μια λάθος διάρρηξη..

Στις 17 Ιουνίου, ένας φύλακας στα γραφεία του 6ου ορόφου στο συγκρότημα Watergate, παρατήρησε πως σε μερικές από τις πόρτες τοποθετήθηκε κολλητική ταινία, για να κλείνουν μεν χωρίς, δε, να κλειδώνουν.

Τότε κάλεσε την αστυνομία, που συνέλαβε 5 άνδρες πιάστηκαν να φωτογραφίζουν και να κλέβουν έγγραφα, καθώς και να τοποθετούν κοριούς σε τηλεφωνικές γραμμές.

Ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1973, άρχισαν να αυξάνονται τα στοιχεία εναντίον του προέδρου Νίξον και του επιτελείου του, με μαρτυρίες από πρώην μέλη του επιτελείου ενώ η έρευνα αποκάλυψε ότι ο Νίξον είχε καταγράψει πολλές συζητήσεις στο γραφείο του σε μια μαγνητοταινία καταγραφής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ότι ο πρόεδρος Νίξον ήταν υποχρεωμένος να δημοσιεύσει τις μαγνητοταινίες ούτως ώστε να τις ερευνήσει η κυβέρνηση.

Σταδιακά έρχονταν στο φως τα περιεχόμενα των μαγνητοταινιών που αποκάλυπταν ότι  ο Νίξον είχε επιχειρήσει να καλύψει τις δραστηριότητες που έλαβαν χώρα μετά τη διάρρηξη και να χρησιμοποιήσει ομοσπονδιακούς αξιωματούχους για να αποπροσανατολίσει την έρευνα.

Αποδείχτηκε, μάλιστα, ότι η  διάρρηξη ήταν μέρος ενός προεκλογικού σχεδίου των Ρεπουμπλικάνων για να χτυπήσουν τους Δημοκρατικούς με επικεφαλής την επιτροπή επανεκλογής του προέδρου Νίξον και τη συμμετοχή του πρώην Γεν. Εισαγγελέα  Τζον Μίτσελ και του προεδρικού Συμβούλου Τζον Ντιν. Ο Ντιν είχε ως βασικό τυο καθήκον να παρακολουθεί όλα όσα γίνονταν στο Δημοκρατικό Κόμμα με απώτερο σκοπό να τα γνωρίζει ο Νίξον και να τα προλαβαίνει.

Αναμεμειγμένος ήταν, επίσης και ο πρώην πράκτορας του FBI, Γκόρντον Λίντι,που οργάνωσε τη διάρρηξη με τη βοήθεια του πρώην πράκτορα της CIA, Χάουαρντ Χαντ.

 Όλα άρχισαν αν ξεκαθαρίζουν όταν το FBI ανακάλυψε το όνομα του πράκτορα Χαντ στις ατζέντες δύο διαρρηκτών και τότε ο ασκός του Αιόλου άνοιξε για τα καλά.

Ο Νίξον προσπάθησε μάταια να εμποδίσει τις έρευνες αφού στις 9 Αυγούστου 1974, και ενώ ετοιμαζόταν  πρόταση μομφής και καθαίρεσης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο Νίξον παραιτήθηκε από την προεδρία και άφησε ακέφαλη την Αμερική μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 1974 όταν ανέλαβε ο επόμενος πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ ο οποίος  του απένειμε χάρη.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στις 5 Αυγούστου και ενώ ο Νίξον δεν έδειχνε να πτοείται, πηγές του Λευκού Οίκου παρέδωσαν μια κασέτα που είχε ηχογραφηθεί λίγο μετά τη διάρρηξη και η οποία  περιείχε συζητήσεις του Χόλντμαν με τον πρόεδρο για τις διαρρήξεις του Γουότεργκεϊτ και το σχέδιο συγκάλυψης.

Ο ρόλος των δημοσιογράφων

Κεντρικό ρόλο στην υπόθεση αυτή είχε η εφημερίδα Washington Post και ειδικότερα οι δημοσιογράφοι Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ οι οποίοι αποκάλυπταν όλο και περισσότερες πτυχές του σκανδάλου.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο λειτούργησε και σήμερα  η Washington Post  όταν το Δεκέμβριο του 2016 άρχισε να φέρνει στο φως της δημοσιότητας ένα δεύτερο τεράστιο σκάνδαλο που ίσως να κάνει και το Watergate να φαντάζει μηδαμινό αφού δεν εμπλέκει μόνο τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις αλλά και το βασικό αντίπαλο των ΗΠΑ στη Διεθνή σκακιέρα, τη Ρωσία. Τα δημοσιεύματα της εν λόγω εφημερίδας παρουσίαζαν με στοιχεία ότι στελέχη της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ είχαν υπόγειες διαβουλεύσεις με τη Μόσχα.

Η CIA και το FBI στην έκθεσή τους, αναφέρουν ότι ο Πούτιν ζήτησε να γίνει μια εκστρατεία άσκησης επιρροής, προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες εκλογής του Τραμπ.

Το Μάρτιο, μάλιστα, του 2017 ο Υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Τζεφ Σέσιονς  κατηγορήθηκε ανοιχτά από την Washington Post ότι κατά την προεκλογική περίοδο είχε συνομίλησε δύο φορές με τον πρεσβευτή της Ρωσίας ενώ, παράλληλα, υπήρχε το ενδεχόμενο να υπήρξαν επαφές μεταξύ ανθρώπων του Τραμπ και Ρώσων αξιωματούχων.

Το σκάνδαλο γιγαντώθηκε όταν διέρρευσαν πληροφορίες σχετικά  με την ανάμιξη και τη συνεργασία του Τραμπ και των ρωσικών μυστικών δυνάμεων στην εκστρατεία των κυβερνοεπιθέσεων από τη Μόσχα για επηρεασμό του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών.

Οι δημοσιογραφικές επιθέσεις κατά του Τραμπ συνεχίστηκαν με έντονο τρόπο αφού όχι μόνο οι δημοσιογράφοι της Washington Post  τον χαρακτήριζαν επικίνδυνα ανίκανο αλλά και ότι ο ίδιος ο Τραμπ αποκάλυψε μυστικές και απόρρητες πληροφορίες των ΗΠΑ στον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ.

Τα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για διαρροή πληροφοριών σχετικά με το Ισλαμικό Κράτος και τα αμερικανικά σχέδια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Το αποτέλεσμα της σειράς των καταγγελιών της Washington Post  ήταν να απολύσει ο Τραμπ τον διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, για τον κακό χειρισμό της υπόθεσης σχετικά την εμπλοκή της Ρωσίας.

 Την ίδια στιγμή η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων ζήτησαν από στελέχη των Google, Facebook και Twitter να καταθέσουν αναφορικά με τη ρωσική προσπάθεια επηρεασμού του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2016 ούτως ώστε να διαλευκανθεί αν τα συγκεκριμένα δίκτυα χρησιμοποιήθηκαν από τη Ρωσία για το σκοπό αυτό.

Τον Οκτώβριο του 2017 αρχίζουν να πέφτουν κεφάλια. Πρόκειται για τους Πολ Μάναφορτ και Ρικ Γκέιτς , καθώς και για τονΤζορτζ Παπαδόπουλο, αφού γνωστοποιείται ότι  Ρώσοι πράκτορες δημοσιοποίησαν 80.000 αναρτήσεις στο Facebook και πάνω από 131.000 δημοσιεύματα στο Twitter.

Το σκάνδαλο δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει αλλά ο Τραμπ  φαίνεται να έμαθε από τα λάθη του Νίξον…

Η ακέφαλη Αμερική και Κίσινγκερ

Ο Κίσινγκερ από το 1969 ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή αναφορικά με το «άνοιγμα» των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ αλλά και την ύφεση του «Ψυχρού Πολέμου».

Παράλληλα, κατάφερε πρόσκαιρα να σταματήσει τον πόλεμο του Βιετνάμ και να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης 1973.

Όλα αυτά ήταν, όμως, ένα μεγάλο ψέμα. Ο πόλεμος συνεχίστηκε και ο Κίσινγκερ άρχισε να καταστρέφει τα θεμέλια σε δεκάδες δημοκρατικές χώρες υποστηρίζοντας αυταρχικά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων η ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών και η χούντα του στρατηγού Πινοσέτ στη Χιλή.

Κατά την θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών, συνέβαλε στο πραξικόπημα της Χούντας και στην  τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Από τον Ιούλιο του 1973 η Αμερική ήταν σχεδόν ακέφαλη γεγονός που επέτρεψε στον Κίσινγκερ να «διαπρέψει».

Ο Κίσσινγκερ και το Στέητ Ντηπάρτμεντ ήταν εκ των προτέρων ενήμεροι για το επικείμενο πραξικόπημα της χούντας αφού ο ανταποκριτής των New York Times, ανέφερε ότι  η Πρεσβεία των ΗΠΑ γνωριζε τα πάντα για το πραξικόπημα που ετοίμαζε το στρατιωτικό καθεστώς.

Ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννης Ζίγδης δήλωσε, μάλιστα σε ελληνική εφημερίδα της εποχής ότι ο Κίσσινγκερ «όχι μόνο εγνώριζε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πριν από τις 15 Ιουλίου αλλά και το είχε ενθαρρύνει, αν όχι παρακινήσει».

Ο υφυπουργός, μάλιστα,  του Κίσινγκερ, Τζόσεφ Σίσκο την 20η Ιουλίου 1974, βρισκόταν στην Άγκυρα σε επαφές με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ και τον Υπ. Εξ. Γκιουνές ενώ την ίδια ημέρα μετέβη, στην Αθήνα, για να αναχωρήσει και πάλι για την Άγκυρα, το μεσημέρι της επομένης ημέρας.

Μερικά χρόνια μετά την εισβολή του Αττίλα ο Κίσινγκερ δήλωσε ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974. Άποψη που εξέφρασε και ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ετζεβίτ , ο οποίος διέταξε την εισβολή.

Η αντίδραση της Ελλάδας και το Εμπάργκο

Μετά την εισβολή, η Ελλάδα με απόφαση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή αποσύρθηκε από το ΝΑΤΟ αναγκάζοντας το Αμερικανικό Κογκρέσο στις 5 Φεβρουαρίου 1975 – και μετά από έντονες διαβουλεύσεις  που ξεκίνησαν από τον Οκτώβριο του 1974- να επιβάλει εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων προς την Τουρκία η οποία αντιδρά με το κλείσιμο όλων των Νατοϊκών σταθμών παρακολούθησης που υπήρχαν στο έδαφός της.

Την ίδια περίοδο, ο Καραμανλής έστειλε τα νησιά του Αν. Αιγαίου και διακήρυξε ότι η απειλή για τους Έλληνες δεν είναι οι κομμουνιστικές χώρες αλλά έρχεται εξ’ ανατολάς.

Αρκετά χρόνια μετά- το 2007-  έρχονται στο φως στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Κίσινγκερ ζήτησε και πέτυχε να παραδοθούν -παράνομα – οπλικά συστήματα στην Τουρκία.

Πηγές