Back to top

Το σημείωμα αυτοκτονίας του Κ.Καρυωτάκη..

09/01/2021 - 15:35

Κώστας Καρυωτάκης. Ποιητής και πεζογράφος. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνίας, που ανήκε στους ποιητές της λεγόμενης «χαμένης γενιάς» του 1920. Ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και από τους πρώτους που εισήγαγε στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Ο τρόπος γραφής του χαρακτηρίζεται από μια χαλαρότητα στο ρυθμό, λειτουργώντας ως προοικονομία για τον ελεύθερο στίχο που θα υιοθετήσουν οι ποιητές της γενιάς του 1930. Η γλώσσα του εξέπληξε όσους πίστευαν στην καθαρή γλώσσα της ποίησης αφού αποτελεί ανάμειξη λέξεων της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Η ποίησή του αποπνέει την αίσθηση του μάταιου και του χαμένου και η στάση του δεν είναι παρά αντιηρωική και αντιδανική. Ο τρόπος του θανάτου του επισφράγισε το έργο του και την αντίληψή του για τον κόσμο. Έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αδικία, η εφήμερη χαρά και η απογοήτευση.

Η είδηση του θανάτου του Έλληνα ποιητή Καρυωτάκη διαδόθηκε αστραπιαία και ο τρόπος θανάτου του ήταν εξαρχής ξεκάθαρος. Αυτοκτονία. Μια αυτοκτονία που ως φαίνεται είχε προετοιμάσει εν μέρει αφού είχε γράψει την τελευταία επιστολή του όμως δεν είχε βρει τον τρόπο εκτέλεσης της πράξης του. Η επιστολή αυτή βρέθηκε στη τσέπη του σακακιού που φορούσε και έλεγε εξής:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

 [Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Ποια ήταν, λοιπόν, η χυδαία αυτή πράξη; Ποια είναι η αρρώστια στην οποία αναφέρεται;

Τα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από αυτό το σημείωμα είναι πολλά και οι υποθέσεις που γίνονται είναι εξίσου πολλές.

Ο Κώστας Καρυωτάκης θα φτάσει στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του 1928 και θα αυτοκτονήσει εκεί ένα μήνα αργότερα (21 Ιουλίου 1928). Ο ποιητής καταλήγει εκεί ύστερα από μία ακόμη δυσμενή απόσπαση, διότι η προσπάθειά του να φέρει στο φως τη διαφθορά και τη διασπάθιση χρήματος πίσω από τα προγράμματα μέριμνας για τους πρόσφυγες είχε προκαλέσει την οργή του τότε υπουργού Προνοίας Μιχ. Κύρκου. Ο νεαρός ποιητής εργαζόμενος στο συγκεκριμένο υπουργείο είχε διαπιστώσει πλήθος παρατυπιών, όπως ήταν για παράδειγμα η πίστωση υπέρογκων ποσών για βοηθήματα που υποτίθεται ότι προορίζονταν για τους άπορους πρόσφυγες, αλλά κατέληγαν στα χέρια άλλων. Ανίκανος να συμβάλλει στα μεγάλα γεγονότα που συνέβαιναν στην πρωτεύουσα και για τα οποία είχε επίγνωση,  ένιωθε σαν εξόριστος στη μικρή και ήσυχη πόλη της Πρέβεζας.

Η «χυδαία πράξη» στην οποία αναφέρεται στο σημείωμά του, πιθανόν να είναι η κατηγορία περί μαστροπείας που του απέδωσαν προκειμένου να τον στείλουν στην Πρέβεζα. Όντας αντικαπιταλιστής και συνδικαλιστής, αποτελούσε καίριο πρόβλημα για την κυβέρνηση η οποία για να απαλλαγεί από αυτόν, του πρόσαψε τη χαλκευμένη κατηγορία της πορνείας. Από τα συμφραζόμενα της επιστολής, γίνεται αντιληπτό ότι πρέπει να αφορούσε σε μια υποτιθέμενη «ατιμωτική» δραστηριότητα του ποιητή, σε ένα «επάγγελμα» για το οποίο δεν ήταν, όπως λέει ο ίδιος, «ο κατάλληλος άνθρωπος». Άλλωστε, είναι ευρέως γνωστό ότι πολλοί θερμόαιμοι νέοι της εποχής, όπως και ο Καρυωτάκης, σύχναζαν σε οίκους ανοχής. Μάλιστα, από εκεί λέγεται ότι μολύνθηκε από την ασθένεια της «ωχράς σπειροχαίτης» που σημάδεψε την ερωτική, και όχι μόνο, ζωή του.

Η φράση «ήμουν άρρωστος» είναι ολοφάνερο πως παραπέμπει στο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε. Η αρρώστια αυτή δεν απειλούσε μόνο την υγεία του ποιητή αλλά και την υπόληψή του. Αυτός είναι και ο λόγος που οι οικείοι του φροντίζουν να αποσιωπήσουν κάθε στοιχείο που μπορεί να προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την τιμή του αγαπημένου τους προσώπου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καλοκαίρι του 1922 ήταν η περίοδος της ερωτικής σχέσης του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη. Μιας πλατωνικής σχέσης η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ερωτικά. Ο ποιητής προέβη σε απότομη διακοπή της όταν ανακαλύπτει την μοιραία αρρώστια του. Το τρομερό μυστικό του αποκαλύπτει στην αγαπημένη του λίγους μήνες αργότερα, με την ίδια να φανερώνει την αγάπη της ζητώντας του να παραμείνουν μαζί. Η απάντηση του ποιητή ήταν αρνητική.

Την αρρώστια του την κρατούσε μυστική τόσο από την οικογένειά του όσο και από τον φίλο και βιογράφο του, Χ.Σακελλαριάδη και αυτό γιατί πρόκειται για μια οικογένεια συντηρητικών παραδόσεων η οποία αρνείται να δημοσιοποιήσει οτιδήποτε σχετικό με τη σύφιλη που έπασχε ο ποιητής.

Τα γεγονότα αυτά σημάδεψαν την πολυτάραχη ζωή του νεαρού ποιητή. Τον οδήγησαν σε κατάθλιψη και σίγουρα, οι υπαρξιακές ανησυχίες που φανερώνει μέσα στα έργα του, είναι ενδεικτικές της ψυχολογικής του κατάστασης.

Στις 19 Ιουλίου 1928, ο Καρυωτάκης έκανε την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας, με το να πέσει στη θάλασσα, αλλά δεν το κατόρθωσε καθώς ήξερε κολύμπι. Δύο ημέρες μετά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με περίστροφο τύπου «Pieper Bayard» 9mm, που είχε αγοράσει την προηγούμενη ημέρα.

.Πρέβεζα του Κώστα Καρυωτάκη. Πηγή εικόνας: periou.gr

Μετά την αυτοκτονία του ποιητή, πολλά προσωπικά του αντικείμενα μαζί με έγγραφα εξαφανίστηκαν. Η Χριστίνα Ντουνιά, μελετήτρια του έργου του Καρυωτάκη, αναφέρει σχετικά με αυτά τα εξαφανισμένα στοιχεία: «Είχαν σχέση και με την ασθένειά του, αλλά όχι μόνο με αυτήν. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων…». Σύμφωνα με τον  Χ. Σακελλαριάδη, του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι είχε σχέση με μια «κοινή», με την οποία μάλιστα σκόπευε να συζήσει, κάτι που έκανε τους δικούς του έξω φρενών, καθώς το θεωρούσαν ντροπή για την οικογένειά τους, όπως ντροπή θεωρούσαν και την αποκάλυψη της σύφιλης. Από την άλλη, η δυσμενής μετάθεση «λόγω μαστρωπείας» στην Πρέβεζα, κάτι που ο ίδιος ο Καρυωτάκης δεν δεχόταν, γνωρίζοντας πως όλα ήταν κατασκευασμένα και μάλιστα με ψευδομάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους και μια ιερόδουλη, τον έφερε στα όριά του.

Οι ενδείξεις πολλές. Τα στοιχεία πολλά. Οι υποθέσεις πολλές. Το έργο του μικρό όμως γεμάτο ουσία και συναίσθημα. Όχι χαρμόσυνο συναίσθημα. Συναίσθημα πεσιμισμού και μελαγχολίας ενός μελαγχολικού ποιητή που αποτέλεσε καρποφόρα γη για τους μεταγενέστερους ποιητές μέσω του «καρυωτικισμού».

«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους».