Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων (20 Ιουνίου), το pontos-news.gr θυμάται τις εποχές –σχεδόν πριν από 100 χρόνια– όταν πρόσφυγες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά με μόνη αποσκευή τους την ελπίδα για καλύτερη ζωή. Πληροφορίες για το πώς υποδέχθηκε ο Πειραιάς τους πρόσφυγες και πώς ωφελήθηκαν αμφίδρομα πόλη και νεοφερμένοι, περιέχονται στις σελίδες του λευκώματος Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ... στη Δραπετσώνα, της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας.
Άνθρωποι μέχρι χθες νοικοκύρηδες, με παιδεία, πολιτισμό και αξιοπρέπεια, έφθαναν εδώ φορτωμένοι σωρηδόν πάνω σε βρωμερά και ακάθαρτα ατμόπλοια. Αποδεκατισμένοι από τις ασθένειες, τις κακουχίες και την πείνα, παραδίδονταν στη Διεύθυνση του Λοιμοκαθαρτηρίου Πειραιά, πάνω στο νησάκι Άγιος Γεώργιος κοντά στη Σαλαμίνα και τον σημερινό Ναύσταθμο, για να υποστούν τη σχετική επιβαλλόμενη «απολύμανση».
Οι πρώτοι πρόσφυγες σε σκηνές – πριν αρχίσουν να κατασκευάζουν παράγκες
Εκεί, στο Λοιμοκαθαρτήριο, σε έναν χώρο που ήταν φτιαγμένος για 2 χιλιάδες ασθενείς, στοιβάζονταν και παρέμεναν επί 14 ημέρες, κλεισμένοι σε μάντρες και συρματοπλέγματα, 15 και 20 χιλιάδες πρόσφυγες!
Μετά την απολύμανση, οι επιζήσαντες αυτής εγκαταλείπονταν στην πειραϊκή προκυμαία με ό,τι τους είχε αφήσει για σύντροφο και αποσκευή τους η αγριότητα, η βουλιμία και αδηφαγία των διωκτών τους.
Στη συνέχεια, αφού ορθώθηκαν μπροστά στους ξεριζωμένους οι αδυναμίες του κράτους, η αναλγησία των αρμοδίων και η εχθρότητα των ντόπιων, οι πρόσφυγες σε μια νύχτα έφτιαχναν εκ του μηδενός και με τις δικές τους δυνάμεις συνοικισμούς.
Η αρχική εγκατάσταση γινόταν στον Άγιο Διονύση και δυτικά του σταθμού Λαρίσης και είχε χαρακτήρα προσωρινό. Κάποιοι νοικιάζανε το χώρο, ενώ οι περισσότεροι αυθαίρετα έφτιαχναν πρόχειρο κατάλυμα με ξύλα, λαμαρίνες και χαρτιά, για να ξεφύγουν τουλάχιστον απ’ τις σκηνές, αφού η αποκατάσταση αργούσε. Αλλά ουδέν μονιμότερο του προσωρινού...
Σε μικρό χρονικό διάστημα ο κόσμος ήταν ήδη πολύς και οι στοιχειώδεις υποδομές, όπως οι βρύσες και τα αποχωρητήρια, δεν μπορούσαν να τον εξυπηρετήσουν. Ένα άθλιο δημόσιο αποχωρητήριο, που ήταν πάντοτε γεμάτο, αναλογούσε σε 2.500 κατοίκους. Και όσο για το νερό... ανά 3-4 οικοδομικά τετράγωνα υπήρχε μια βρύση, από την οποία εξυπηρετούνταν με κουβάδες ολόκληρη η γειτονιά.
Το δημόσιο αποχωρητήριο της οδού Τριφυλλίας – Στη σειρά, με τους τσίγκινους τενεκέδες, περιμένουν να πάρουν νερό
Αυτή η τρομακτική έλλειψη υποδομών καθώς και η ανάλγητη πολλές φορές συμπεριφορά των ντόπιων ήσαν η πρώτη γνωριμία των ξεριζωμένων με τον «πάτριο» χώρο. Μια απαράδεκτη κατάσταση που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συνοικισμοί της παράγκας στον Αγ. Φανούριο έπεσαν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’70, και στο Ταμπάκικο μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Επί 50 και 80 χρόνια οι πρόσφυγες έζησαν σε συνθήκες τρομερής υποβάθμισης, για να εγκατασταθούν τελικά σε κάποιο διαμέρισμα, που κι αυτό ήταν γεμάτο ελλείψεις, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Φανουρίου, όπου η αποκατάσταση έγινε χωρίς κανέναν κοινωνικό έλεγχο και με πλήρη αδιαφάνεια.
Οι παράγκες φτιάχνονταν με ό,τι υλικό ήταν διαθέσιμο. Πλίνθοι για ντουβάρια και πίσσα στην κορυφή για να περιορίζονται οι τρύπες ήταν τα βασικά υλικά.
Και συνηθισμένο θέαμα, οι κουβάδες σε διάφορα σημεία του σπιτιού όπου μαζευόταν το νερό που έσταζε από τη στέγη όταν έβρεχε. Σεισμοί, δυνατές βροχές, πόλεμοι και βομβαρδισμοί, ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να χτίζουν και να ξαναχτίζουν την ίδια παράγκα με αυτοσχέδιους αρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς και αυτοσχέδιους επίσης βόθρους, που άδειαζαν πότε-πότε από τα σχετικά βυτιοφόρα, τα «σκατατζίδικα». Ακόμα κι αυτός ο βόθρος, όταν υπήρχε, ήταν πολυτέλεια, αφού για τους περισσότερους υπήρχαν μόνο τα κοινά αποχωρητήρια.
Κι όμως... μέσα σε αυτές τις καταστάσεις το μεράκι του ανθρώπου που είχε μάθει να σέβεται τη ζωή και το χώρο εκδηλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο. Παροιμιώδεις για την καθαριότητά τους οι παράγκες, για τις ορτανσίες, τα ζουμπούλια και τα γεράνια που ξεφύτρωναν παντού κι έκαναν τη ζωή έστω και λίγο χαρούμενη. Γιατί μέσα σε όλον αυτόν το χαλασμό άνθησαν οι μεγάλες αρετές αυτών των ξεριζωμένων Ελλήνων. Και μέσα από την παράγκα βγήκε μια λεβεντιά και μια αισιοδοξία για τη ζωή που μπόλιασε και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Τσαγκάρης και λούστρος (Δραπετσώνα 1930)
Αμέσως μετά την εγκατάσταση έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να βγει το μεροκάματο. Κι ο καθένας με το επάγγελμα που ήξερε από τη χαμένη πια πατρίδα ή με εκείνο που μάθαινε στο πόδι για τις ανάγκες της στιγμής έψαχνε τα προς το ζην.
Το κυνηγητό για το ξεροκόμματο με σκληρή δουλειά και ατελείωτους ποδαρόδρομους, το ξεροβόρι του χειμώνα και οι αρρώστιες χωρίς σοβαρή περίθαλψη, ήταν τα χαρακτηριστικά των χρόνων της νιότης των ανθρώπων που πρώτοι πάτησαν τις νέες πατρίδες, της πρώτης γενιάς των προσφύγων.
Με χώμα και νερό κουβαλημένο απ’ τη θάλασσα, η προσφυγιά μαζί με τους αποδιωγμένους από την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου και ειδικά των νησιών σιγά-σιγά ολοκλήρωσαν το συνοικισμό. Το Καστράκι και η Κρεμμυδαρού, τα Ποντιακά της Ανάληψης και το Ταμπάκικο έγιναν οι ξεχωριστοί χώροι των παιδικών συναναστροφών και αποτέλεσαν τις πρώτες γειτονιές της ανυπόταχτης Δραπετσώνας.
Μη έχοντας από τι να ξεχωρίσουν, γινόταν ο ένας απαραίτητος για τον άλλον. Η συναναστροφή, οι παρέες, η φιλοξενία ήταν πράγματα αυθόρμητα και αναγκαία. Η αλληλεγγύη, τρόπος ζωής.
Ο ήχος του κεμεντζέ και το τραγούδι των Ποντίων παρέσερνε ολόκληρη τη γειτονιά σε μια ιδιότυπη διασκέδαση, ένα γλέντι που θρηνούσε τις αλησμόνητες πατρίδες, εκείνους που χάθηκαν και την προσφυγιά, και αποτελούσε ταυτόχρονα έναν ύμνο για τη ζωή. Σ’ αυτά τα γλέντια σφυρηλατήθηκε ο πολιτισμός και η ψύχη της βασανισμένης Δραπετσώνας. Ντόπιοι και πρόσφυγες, νησιώτες, Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, Σμυρνιοί, Καραμανλήδες, Φωκιανοί, Μακρινοί και Πόντιοι, που τα πρώτα χρόνια έφταναν το 70-80% των κατοίκων της Δραπετσώνας, ζούσαν αρμονικά, δούλευαν, υπέφεραν, μα και γλεντούσαν με απαράμιλλο πείσμα, κουράγιο και κέφι.
Από την έκδοση της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ... στη Δραπετσώνα, εκδ. Ινφογνώμων, Δραπετσώνα 2016. Όλες οι φωτογραφίες του κειμένου είναι από το έργο.