Back to top

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις: Σχέσεις ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών στο σύγχρονο διεθνές σύστημα

05/04/2018 - 12:11
Με συντομία και συνδυαστικά, θα εστιάσoυμε την προσοχή σε τρία ζητήματα.
ΠΡΩΤΟΝ, στο γεγονός ότι επειδή το σύγχρονο διεθνές σύστημα αποτελείται από δύο εκατοντάδες κράτη άνισης ισχύος, άνισου μεγέθους και άνισης ανάπτυξης θέτει ζωτικά επί τάπητος το ζήτημα των μεταξύ ισόρροπων ή ανισόρροπων σχέσεων κάθε είδους.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, το γεγονός ότι η τύχη της Ελλάδας προσδιορίστηκε σε μια εποχή μια μόλις δεκαετία μετά το Κογκρέσο της Βιέννης του 1815 όταν οι ηγεμονικές δυνάμεις αποφάσισαν μια ηγεμονική τάξη πραγμάτων εντός της οποίας θα καταστέλλονται α) οι επαναστάσεις και β) οι δημοκρατικές αξιώσεις.
ΤΡΙΤΟΝ, συντομογραφικά, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μερικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν τις διπλωματικές δεξιότητες του Καποδίστρια στην προσπάθειά του να δημιουργήσει, βασικά εκ του μηδενός, ένα σύγχρονο κράτος που θα είναι δημοκρατικό και θεσμικά, ισχυρό και ταυτόχρονα θα ενσωμάτωνε τον απέραντο κόσμο των Ελληνικών κοινοτήτων. Ο Καποδίστριας, προσωπικότητα και Υπουργός εξωτερικών μιας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, βρέθηκε να κυβερνά ένα μόνο κατ’ όνομα κράτος που δεν είχε ακόμη γεννηθεί, διαμορφωθεί και στερεωθεί.
Ως προς το τρίτο σημείο επισημαίνεται συμπληρωματικά ότι η κρατική κυριαρχία ως καθεστώς θεμελιώθηκε στην Βεστφαλία το 1648 κωδικοποιήθηκε στην Βιέννη το 1815 και επικυρώθηκε από όλους στον ΟΗΕ το 1945.
Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα νεφελωδών μετακρατικών/διεθνιστικών παραδοχών, διόλου αμελητέων, το εθνικά ανεξάρτητο κράτος πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας.
Το στοίχημα για τους νεοέλληνες ήταν και συνεχίζει να είναι το κατά πόσο μέσα σε ένα ανελέητα ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό κόσμο θα διαθέτει ισχυρούς θεσμούς, σιδερένια πολιτική και στρατιωτική οργάνωση και ρητά προσδιορισμένα και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα στην βάση των οποίων θα αναπτύσσει μια εθνική στρατηγική εκπλήρωσής τους.
Υπέρτατο και έσχατο συμφέρον είναι η εθνική ασφάλεια και η εθνική επιβίωση του κράτους και των ομοεθνών εκτός του νεοελληνικού κράτους.
Η ουσία των πάντων και η κοσμοθεωρία που προσφέρει κοινό στρατηγικό προσανατολισμό στα μέλη μιας κοινωνίας είναι η εθνική ανεξαρτησία.
Στο σημείο αυτό χρήζει να υπογραμμιστεί ότι η εθνική ανεξαρτησία είναι η μόνη κοινή κοσμοθεωρία όλων των εθνών.
Κατοχυρώθηκε πανηγυρικά στον ΟΗΕ στο κεφάλαιο Ι και εμπράγματα αποτελεί αξίωση η οποία καθημερινά εκδηλώνεται από όλες τις συνεκτικές και βιώσιμες κοινωνίες οι οποίες θέλουν να είναι αυτεξούσιες και πολιτικά κυρίαρχες.
Αυτό σημαίνει εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία με τρόπο που επιτρέπει  απρόσκοπτη πολιτική αυτοδιάθεση στην βάση της ιστορικής κοινωνικοανθρωπολογικής και πολιτικοανθρωπολογικής ετερότητας κάθε έθνους.
Καλό είναι να τονιστεί εξαρχής πως η Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα όταν συγκροτούνταν τα Ευρωπαϊκά κράτη –κατά την διάρκεια των οποίων μπήκε στην πλάστιγγα το Ελληνικό ζήτημα– αμφιταλαντεύθηκε σε πεδία εξόχως αντιφατικά όπως η civita maxima που θα εξομοίωνε την εσωτερική και διεθνή ζωή πλην –πέραν του ιδεολογικού φαινομένου που περιέπλεξε τις πολιτικές συζητήσεις και τον πολιτικό στοχασμό, ιδιαίτερα τους τρεις τελευταίους αιώνες–, οδήγησε σε πολλές εκδοχές ιδεών για την έννοια Ευρώπη:
Κατά πρώτον, η Γαλλική εξέγερση δημιούργησε στους μετά-Μεσαιωνικούς ηγεμόνες ισχυρά αντί-επαναστατικά και αντί-δημοκρατικά σύνδρομα. Ήδη, οι ευρωπαϊκές μετά-Μεσαιωνικές δυνάμεις εξελίχθηκαν σε αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες.
Υπό αυτές τις ιστορικές προϋποθέσεις, στην Βιέννη το 1815 θεμελιώθηκε όχι ένα Ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο πολιτικό σύστημα αλλά ένα αυστηρά κρατοκεντρικό σύστημα το οποίο επιπλέον ήταν και ηγεμονικό, με σκοπό στον μακροχρόνιο ορίζοντα την δημιουργία ενός ηγεμονικού κονσέρτου. Σωστά ο Μπίσμαρκ λίγες δεκαετίες μετά προειδοποίησε ότι ένα ηγεμονικό κονσέρτο είναι επισφαλές εάν όχι ανέφικτο .
Ενώ γύρω από την ιδέα μας ευρωπαϊκής πολιτικής κοινωνίας συμπλέκονταν ετερόκλητες απόψεις και συμφέροντα, για να καταστεί εφικτή απαιτείτο να υπάρξει κάποιου είδους ανασύσταση του κοσμοσυστήματος της Βυζαντινής Οικουμένης.
Το γεγονός της ύπαρξης πολλών κοινωνιών και κοινοτήτων στην Ευρώπη διαφορετικών πολιτισμών, πολιτικών παραδόσεων και καταγωγικών διαμορφώσεων σήμαινε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κοινός πολιτικός τόπος μόνο εντός ενός ανθρωπολογικά και πολιτικά μη εξομοιωτικού και μη εξισωτικού μετακρατοκεντρικού κοσμουστήματος που αφενός θα άφηνε την πολιτική αυτοδιάθεση και την πολιτική συγκρότηση στις κοινωνίες και αφετέρου τα νήματά τους θα ενώνονταν με μη δεσποτικό τρόπο στο επίπεδο της αυτοκρατορίας.
Παρενθετικά εκτιμώ ότι αυτό ακριβώς ήταν και συνεχίζει να είναι το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μεταξύ δηλαδή μιας εξισωτικής και εξομοιωτικής δομής ωφελιμιστικά προσανατολισμένοι ως και οι άνθρωποι να μην έχουν πνεύμα και πολιτισμούς και μιας Ευρώπης των πατρίδων όπως υποστήριζε ο πρόεδρος ντε Γκολ που σημαίνει, βασικά κοσμοσύστημα.
Όμως, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν, το Βυζαντινό πρότυπο ήταν ο μεγάλος αντίπαλος τόσο της Ρωμαιοκαθολικής Αυτοκρατορίας όσο και των Αυτοκρατοριών που την διαδέχθηκαν, και που όπως γνωρίζουμε αφενός εξελίχθηκαν σε ανταγωνιστικά κινούμενες δυναστικές αποικιοκρατικές δυνάμεις και αφετέρου στο ευρωπαϊκό επίπεδο τα κράτη πέτυχαν εσωτερική κοινωνική συνοχή με αβάστακτες εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες.
Ακριβώς, το μεγάλο στοίχημα του Καποδίστρια ως Έλληνα ηγέτη και κυβερνήτη, και όχι μόνο αυτού, ήταν κατά πόσο παρά τις αντιξοότητες τις δεκαετίες του 1820 και 1830, αφενός, θα δημιουργούσε ένα κράτος θεσμικά ισχυρό παρόμοια με τα άλλα κράτη της Δύσης, και αφετέρου, θα επέτρεπε τόσο την συνέχιση της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης των Κοινοτήτων όσο και την αντιπροσώπευσή τους στο κρατικό επίπεδο με τρόπο που θα συμψηφιζόταν δημοκρατικά οι πολιτικές τους βουλήσεις και τα πολιτικά τους συμφέροντα.
Αναμφίβολα, ένας εξαιρετικά δύσκολος σκοπός, ιδιαίτερα τόσο λόγω των αντί-δημοκρατικών τάσεων στις ηγεμονικές δυνάμεις όσο και λόγω κατάστασης των νεοελλήνων μετά την κατά βάση αποτυχία της Επανάστασης.
Στο σημείο αυτό, καλό είναι να τονιστεί ότι η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους απαιτούσε τόσο συσσωμάτωση των Ελληνικών κοινοτήτων όσο και ορθή εκτίμηση για την κρατοκεντρική θεμελίωση του σύγχρονου διεθνούς συστήματος πριν και μετά το Κογκρέσο της Βιέννης το 1815.
Κατά την διάρκεια της ιστορικής φάσης μετά την Βιέννη οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων οδήγησαν στην ύπαρξη σήμερα δύο εκατοντάδων κρατών και διεθνών θεσμών. Η κατανόηση της θέσης ενός κράτους στην διεθνή πολιτική, εν τούτοις, είναι ελλειμματική εάν δεν είναι πλήρως κατανοητό πως σε ένα οποιοδήποτε κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα (συμπεριλαμβανομένου του κλασικού των Πόλεων) η διεθνής τάξη και σταθερότητα ήταν και συνεχίζει να είναι συνάρτηση της ισορροπίας δυνάμεων. Οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί, προστίθεται, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνισμών στο Συμβούλιο Ασφαλείας μετά το 1945, ακυρώνουν τόσο μια παγκόσμια ηγεμονική τάξη όσο και κάθε έννοια συλλογικής ασφάλειας.
Μελετώντας τον Καποδίστρια γίνεται σαφές ότι ως πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης δύναμης γνώριζε επαρκώς την δομή, τις λειτουργίες και την εξέλιξη το διεθνούς συστήματος. Ίσως και να ήταν και ο μόνος που το γνώριζε τόσο καλά στην Ελλάδα.
Η κατάρρευση των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών της πριν τον 16ο αιώνα και στην συνέχεια των αυτοκρατορικών δομών της περιόδου μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας, συνάμα και οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, οδήγησαν στην δημιουργία ενός διεθνούς συστήματος δύο εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών, διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ισχύος, διαφορετικής ανάπτυξης και διαφορετικών δυνατοτήτων.
Επειδή επί δύο αιώνες διαρκείς αποτυχίες και εθνικές καταστροφές έχουν ως αίτιο την ελλειμματική γνώση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής, καλό είναι να επιμείνουμε στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, τις εγγενείς λειτουργίες του, στον αθέσπιστο χαρακτήρα των διανεμητικών λειτουργιών της ισχύος και την μηδενική πολιτική ηθική. Ως προς το τελευταίο, ουκ ολίγοι, και όχι μόνο στην Ελλάδα, αγνοούν την  εξαιρετικά ορθολογική και λογική παρατήρηση του Μακιαβέλλι ότι «η ηθική είναι προϊόν πολιτικής» και ότι είναι ένα πράγμα η προσωπική, άγνωστη και κυμαινόμενη ατομική ηθική του καθενός και άλλο η πολιτική ηθική η οποία εκπορεύεται από μια κοινωνία και το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα.
Το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα είναι εξ ορισμού άναρχο είναι, κατά τα άλλα, ορατό με γυμνό οφθαλμό και καταμαρτυρείται τόσο από τα γραφόμενα στους καταστατικούς χάρτες των διεθνών θεσμών όσο και από την καθημερινή και ορατή διεθνή πολιτική. Πώς να συμβαίνει αλλιώς όταν όλοι γνωρίζουμε ότι απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία, μια παγκόσμια εξουσία οποιουδήποτε είδους ή μια παγκόσμια κυβέρνηση των κυβερνήσεων.
Εξ ορισμού, λοιπόν, οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί διεθνούς τάξης και η τήρησή της όπως όλοι ξέρουμε αφορά την διεθνή ασφάλεια και όχι κάποιο κριτήριο παγκόσμιας πολιτικής ηθικής επειδή όπως μόλις υπογραμμίσαμε απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία και ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα μπορούσε αν υπήρχε να ορίσει μια παγκόσμια πολιτική ηθική. Η επίκληση, κατά συνέπεια, κάποιων κριτηρίων πολιτικής ηθικής πέραν αυτών που ορίζονται εντός κάθε κράτους και που είναι διαφορετικά για κάθε κοινωνία, δεν είναι μόνο ανορθολογική και παράλογη, αλλά και πολιτικά επικίνδυνη για το κράτος του οποίου η πλειονότητα των μελών νεφελοβατεί. Βασικά, αυτό είναι κάθε είδους διεθνισμός/οικουμενισμός και τα συναρτημένα ιδεολογικά δόγματα τα οποία ιστορικά πάντα ήταν μεταμφιέσεις των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.
Η μετά-Επαναστατική εποχή η ηγεμονική τάξη όπως ορίστηκε στην Βιέννη δεν σχετιζόταν με κάποια διεθνή ηθική αλλά με συμφέροντα και ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Υπουργός Εξωτερικών μιας μεγάλης δύναμης το γνώριζε πολύ καλά. Τα ίδια βέβαια ισχύουν και στις μέρες μας. Όσον αφορά την κατ’ όνομα συλλογική ασφάλεια στο πλαίσιο του ΟΗΕ ακυρώνεται από τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, ενεργοποιείται εάν και όταν συμφωνούν οι μεγάλες δυνάμεις του ΣΑ και η εμπειρία δείχνει πως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια και δεν αφορά κάποια ανιδιοτελή στάση αλλά συναλλαγές αυτών των μεγάλων δυνάμεων.
Συνοψίζουμε λοιπόν το πολύ σημαντικό ζήτημα της ηθικής στην διεθνή πολιτική μετά την Ελληνική Επανάσταση αλλά και στις μέρες μας υπογραμμίζοντας ότι η πολιτική ηθική ορίζεται μόνο στο εσωτερικό κάθε κράτους όπου υπάρχει κοινωνία και κοινωνικοπολιτικό σύστημα που διαρκώς ορίζει την ανά πάσα στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη και τις συναρτημένες με αυτή κανονιστικές δομές. Ασφαλώς, πολιτικές ομάδες διεθνικές και άλλες εμφανίζονται να έχουν κοινές παραδοχές πολιτικής ηθικής. Αυτό όμως δεν είναι πολιτικά άξιο λόγου γιατί για να αποκτήσουν πολιτική σημασία απαιτείται να διαθέτουν κράτος (και όταν δεν διαθέτουν το πιο λογικό είναι να συνειδητά ή ανεπίγνωστα να μετατρέπονται σε εξαρτημένες μεταβλητές του ενός ή άλλου κρατικού συμφέροντος). Στην κρατοκεντρική διεθνή πολιτική η θέσπιση των διανεμητικών λειτουργιών της ισχύος είναι ανέφικτη, εξ ου και στην διεθνή πολιτική κανείς μπορεί να μιλά μόνο για διεθνή τάξη, σχέσεις ισχύος και ισορροπία δυνάμεων και «όταν αυτό δεν ισχύει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή και εξοντώνεται.
Δεδομένου ότι υπήρξε υψηλόβαθμος διπλωμάτης μιας μεγάλης δύναμης της εποχής, η εμβληματική παρουσία του Ιωάννη Καποδίστρια στην νεοελληνική ιστορία χαρακτηρίζεται, ακριβώς, από το γεγονός ότι γνώριζε πως θα πρέπει όχι να επιδίδεται σε ηθικολογίες αλλά να ελίσσεται στα περιθώρια των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό στην στρατηγική ανάλυση ονομάζεται πελατειακές σχέσεις (patron-client relations).
Η στρατηγική θεωρία διαχειρίζεται τα πιο πάνω ζητήματα υπό το πρίσμα δύο αλληλένδετων προσεγγίσεων.
Αφενός, υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, των δυνατοτήτων εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης, δηλαδή αύξησης των εσωτερικών συντελεστών ισχύος και συγκρότησης συμμαχιών, και αφετέρου, των πελατειακών σχέσεων (patron-client relations) για τις οποίες θα πούμε δύο λόγια εδώ.
Η θεωρία πελατειακών σχέσεων ως κλάδος της στρατηγικής θεωρίας διαχειρίζεται την ασυμμετρία ισχύος μεταξύ ισχυρών και συγκριτικά λιγότερο ισχυρών κρατών. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη επιχειρούν, λογικά, να επιτύχουν ισόρροπες σχέσεις, ισόρροπες συναλλαγές και παραστάσεις πάνω στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους που θα οδηγήσουν το ισχυρό κράτος σε ευνοϊκές για αυτό αποφάσεις.
Η εμπειρική μελέτη των ζητημάτων αυτών προκαλεί εντύπωση για το πόσο μπορούν να ωφεληθούν καλά οργανωμένα λιγότερο ισχυρά κράτη όταν κινούνται με δεξιότητα και εξεζητημένα στα περιθώρια των ηγεμονικών ανταγωνισμών και του κόστους-οφέλους του ισχυρού κράτους, ανάλογα με την συμμαχία, ουδετερότητα ή αμφίσημες κινήσεις του λιγότερο ισχυρού κράτους.
Τονίζεται και υπογραμμίζεται, και αυτό ενέχει μεγάλη σημασία όταν μελετάμε τον ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια. Τότε, αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση όπως και δύο αιώνες μετά, ότι η επιτυχία των λιγότερο ισχυρών κρατών εξαρτάται από την κυρίαρχη πολιτική και στρατηγική κουλτούρα και από την κατανόηση της διεθνούς πολιτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Επιτυχείς συναλλαγές στην διεθνή πολιτική, βέβαια, απαιτούν καλά οργανωμένο κράτος, ομοφωνία για ζητήματα έσχατων λογικών που αφορούν την επιβίωση της κοινωνίας και στρατηγικά σχέδια που στηρίζουν όλοι ή η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και της πολιτικής ηγεσίας.
   
Μετά την Επανάσταση και όταν ανάλαβε ο Καποδίστριας ενώ υπήρξε πρωτοπόρος αυτού που σήμερα στην στρατηγική θεωρία ονομάζουμε πελατειακές διαπραγματεύσεις οι αποφάσεις του και οι κινήσεις του δυσχεραίνονταν αφάνταστα για αντικειμενικούς λόγους:
1ον Βασικά κράτος δεν υπήρχε,
2ον Η επί αιώνες αυτοτελής κίνηση των Κοινοτήτων εδραζόταν μεν πάνω σε μια μεγάλη κοσμοθεωρία επανασύστασης ενός ευρύτερου κοσμοσυστήματος πλην ως πολιτικά οργανωμένες κοινότητες με μακραίωνες σχέσεις με υπέρτερες εξουσίες ανάπτυξαν δικά τους ένστικτα αυτοσυντήρησης που δεν συνέκλιναν πάντα, κατ’ ανάγκη,
3ον  Στις Εθνοσυνελεύσεις μετά την Επανάστασσ ναι μεν βάραινε η Ελληνικότητα και οδηγούσε σε συλλογικές αξιώσεις λίγο πολύ προσανατολισμένες προς την Ιθάκη της δημοκρατικής συγκρότησης στην βάση των Ελληνικών –πολιτικών παραδόσεων, πλην απουσίαζε μια ενοποιός δομή που χάρασσε στρατηγική εκπλήρωσης αυτών των μεγάλων για την εποχή εκείνη σκοπών.
4ον Ο Καποδίστριας έπρεπε να περνά ταυτόχρονα μέσα από τις ηγεμονικές Συμπληγάδες και τις Συμπληγάδες των συχνά ανταγωνιστικών Κοινοτήτων. Επειδή απουσίαζε ένας κεντρικός πολιτικός και θεσμικός άξονας όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την εξουσία γρήγορα συνειδητοποίησε ότι καθόταν πάνω σε ένα ανύπαρκτο κράτος, πάνω στις κινούμενες σεισμικές πλάκες των Ελληνικών κοινοτήτων ή και των άτοπων προσωπικών φιλοδοξιών οι οποίες όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία υπερφαλάγγιζαν το κοινό συμφέρον.
5ον Παρά την νίκη του στο πεδίο των διπλωματικών ελιγμών η επιβλητική του παρουσία ακυρώθηκε, εκτιμώ, για αντικειμενικούς λόγους: Οι μεγάλες δυνάμεις και πιο συγκεκριμένα η Μεγάλη Βρετανία εκμεταλλεύτηκε την ροπή ανεξάρτητων συναλλαγών των κοινοτήτων με υπέρτερες δυνάμεις και το αποτέλεσμα είναι η δολοφονία του. Ναι μεν τελικά το νεοελληνικό κράτος ιδρύθηκε πλην εξαρχής τέθηκε σε τροχιά εξάρτησης και ακύρωσης των αφετηριακών μετά-Επαναστατικών αξιώσεων για δημοκρατική πολιτική συγκρότηση βασισμένη στις ιστορικά μιλώντας δημοκρατικά συγκροτημένες Κοινότητες.
Με κάθε αντικειμενικό κριτήριο ήταν εξαιρετικά δυσχερές να ανατραπεί η πρόνοια του Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρούπολης των Μεγάλων δυνάμεων για μια ημι-αυτόνομη και φόρου υποτελή στον Σουλτάνο περιοχή, βασικά στην Πελοπόννησο. Αυτή βασικά ήταν η θέση των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας. Της μεγάλης δηλαδή ναυτικής δύναμης από τον 16 μέχρι τον 20 αιώνα η οποία ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας. Την γεωπολιτική δηλαδή ζώνη που αρχίζει από την Ευρώπη και καταλήγει στην Κίνα. Η Βρετανία, και η μελέτη της στρατηγικής της απέναντι στην αξίωση των Ελλήνων μετά την Επανάσταση, καταμαρτυρεί ότι δεν ήθελε να διαδεχθεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάποιο ισχυρό κράτος σε κεντρικό σημείο που θα μπορούσε μελλοντικά να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ή να συμμαχήσει με την Ρωσία.
Οι Έλληνες όμως ήθελαν ανεξαρτησία εξ ου και οι κύριοι σκοποί της στρατηγικής του Καποδίστρια ήταν, ΠΡΩΤΟΝ, πλήρως ανεξάρτητο κράτος, ΔΕΥΤΕΡΟΝ, εκτεταμένη Επικράτεια και ΤΡΙΤΟΝ, δημοκρατική συγκρότηση σε όλα τα επίπεδα σύμφωνα με τις μακραίωνες Ελληνικές παραδόσεις.
Το πέρασμα μέσα από πολλές συμπληγάδες που δημιουργούσαν αρνητικές για τους Έλληνες αντιπαραθέσεις ή συγκλίσεις των ηγεμονικών δυνάμεων, ιδιαίτερα όταν η ισχυρότερη δύναμη ήταν η ΜΒ η οποία ήταν αρνητική στην ανάδειξη ενός ισχυρού Ελληνικού κράτους πάνω στο κρίσιμο αυτό σημείο της Ευρασίας, ήταν για τον Καποδίστρια ένα στοίχημα και μια επικίνδυνη σχοινοβασία.
Μπορεί η διπλωματική δεξιότητα του Καποδίστρια να ενόχλησε και να έφερε τον θάνατό του, αλλά σχοινοβάτησε επιτυχώς και κέρδισε το στοίχημα με μεθοδικές κινήσεις που έγινε αποδεκτή αντί ένα υποτελές κρατίδιο μόνο στην Πελοπόννησο η διεύρυνση από τον Θερμαϊκό μέχρι τον Αμβρακικό με συμπερίληψη της Εύβοιας και των Κυκλάδων.
ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ αυτό τον σκοπό τον κατάθεσε εξαρχής με τρόπο αριστουργηματικό: Στερημένος ρητορικών δημαγωγικών συνθημάτων γνώριζε ότι με μέριμνα να μην θίγεις ευαίσθητες χορδές και ζωτικά συμφέροντα καταθέτεις εξαρχής και αποφασιστικά αυτή την αξίωση και ταυτόχρονα θολώνεις επιδέξια τα νερά για να κατευνάσεις ανησυχίες των μεγάλων δυνάμεων.
Για παράδειγμα, χωρίς να το θέσει επιτακτικά επί τάπητος μίλησε για το λογικό, το ιστορικά δίκαιο και στρατηγικά ορθολογιστικό να βρεθούν όλοι οι Έλληνες κάτω από το Ελληνικό κράτος.
Γενικεύοντας μίλησε και για την ανάγκη συμπερίληψης της Κύπρου, της Κρήτης και περιοχών της Μικράς Ασίας όπου κατοικούσαν Έλληνες.
Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι μια σημαντική διπλωματική μεθόδευση είναι να καταθέτεις στην διεθνή αρένα αξιώσεις στις οποίες βοηθούντος και του ενδιαφερόμενου οι μεταλλαγές συμφερόντων, στάσεων και συμπεριφορών δημιουργούν ευκαιρίες εκπλήρωσής τους.
Το αντίθετο συμβαίνει εάν και αυτό που οι άλλοι έστω και αν δεν το θέλουν το θεωρούν αυτονόητο εσύ καταθέτεις αξιώσεις που κάνουν τους άλλους να σε θεωρούν αναλώσιμο οδηγώντας σε με την πρώτη ευκαιρία στην Κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.
 
Όντας σε εξαιρετικά αδύναμη θέση η Ελλάδα ο Καποδίστριας κατόρθωσε να σχοινοβατήσει επιτυχώς επί χρόνια. Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων.
  • «Δια βαθμών προχωρείν» σύμφωνα με τα ισχύοντα κάθε πολιτικής συγκυρίας χωρίς εν τούτοις να εγκαταλείπει τον τελικό σκοπό.
  • Κατεύναζε τις Βρετανικές ανησυχίες λόγω της παρελθούσας θέσης του στην Ρωσική διπλωματία αλλά ταυτόχρονα μεριμνούσε με χωριστούς παράλληλους διαλόγους να διασπάσει το μέτωπο Λονδίνου – Παρισιού που η ΜΒ κατόρθωσε να δημιουργήσει όσον αφορά τα εδαφικά όρια.
  • Χαρακτηριστικά, κινούμενος ευέλικτα και επιδέξια και για να ανατρέψει τα σχέδια της Βρετανίας που δεν ήθελε ανεξάρτητο κράτος ή ραγδαία αποδυνάμωση των Οθωμανών λόγω Ρωσικών κινήσεων, ο Καποδίστριας έπεισε την Γαλλία με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η αποστολή Γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
  • Ακόμη πιο σημαντικό επιτυγχάνει το ακατόρθωτο: Σε μια εποχή που Λονδίνο και Παρίσι συνομιλούσαν για μείωση της Ρωσικής επιρροής προωθεί την ειρηνική αποχώρηση των Αιγυπτίων με παράλληλες επαφές με τις δύο μεγάλες δυνάμεις, για παράδειγμα μεταβαίνοντας στην Ζάκυνθο και πείθοντας τον Κόδριγκτον να πάει στην Αίγυπτο τον Αύγουστο του 1828 και να υπογράψει συνθήκη αποχώρησης των στρατευμάτων από την Πελοπόννησο.
  • Λίγο μετά στην συνάντηση των τριών Πρέσβεων των μεγάλων δυνάμεων στον Πόρο ενώ οι οδηγίες προς τους Πρέσβεις προνοούσαν αποφάσεις κοντά στις Αγγλικές θέσεις με μοναδική διπλωματική δεξιότητα και με πλήρη γνώση των συμφερόντων και των στρατηγικών επιλογών των τριών ηγεμονικών δυνάμεων προτάσσει ήπια επιχειρήματα περί σταθερότητας επικαλούμενος τα Τουρκικά σχέδια με αποτέλεσμα οι πρέσβεις να προτείνουν σύνορα από τον κόλπο του Βόλου μέχρι την Άρτα, απόδοση της Εύβοιας, της Σάμου και της Κρήτης.
    • Ο Καποδίστριας ήταν εκεί παρών στον Πόρο και εκμεταλλεύτηκε την παλιά στενή φιλία του όταν ήταν διπλωμάτης με τον Βρετανό πρέσβη Κάνιγκ
  • Οι προτάσεις των Πρέσβεων στον Πόρο, βέβαια, προσέκρουσαν στον Ουέλλιγκτων πλην η βήμα-βήμα επιδέξια και μεθοδική προώθηση της Ελληνικής υπόθεσης κέρδιζε έδαφος με τον Καποδίστρια να ελίσσεται διαρκώς με επιχειρήματα και επαφές που ενθάρρυναν φιλικές τάσεις και αποδυνάμωναν εχθρικές για την υπόθεση των Ελλήνων στάσεις.
  • Τέλος του 1829 αρχές του 1830 η διπλωματική δεινότητα και οι επιτυχίες του Καποδίστρια προκαλεί ταλαντεύσεις της Βρετανικής στάσης που τάσσεται μεν υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας αλλά πείθει τις άλλες δυνάμεις να περιορίσουν τα όρια.
    • Ο Καποδίστριας και πάλι σχοινοβατεί επιτυχώς: όταν οι δυνάμεις αξιώνουν αποχώρηση των στρατευμάτων από μερικές περιοχές η στάση του ήταν ένα επιτυχές μίγμα επίκλησης των συμφωνιών, επίκλησης της κατάστασης στο έδαφος και όρους απόσυρσης των Τούρκων που επειδή ήταν δύσκολοι κατοχύρωναν τις δικές του προτάσεις για τα σύνορα.
Ενώ βήμα-βήμα ο Καποδίστριας προωθούσε τους Ελληνικούς σκοπούς η Βρετανία μετά την αλλαγή στην Γαλλία τον Ιούλιο που έφερε το Παρίσι πιο κοντά στο Λονδίνο παρά στην Μοσχα ο νέος Υπέξ της Βρετανίας Πάλμερστον ναι μεν δέχεται την συμπερίληψη της Στερεάς Ελλάδας στο νέο κράτος αλλά αποφασίζουν ταυτόχρονα την απαλλαγή από τον Καποδίστρια.
Στην Ελλάδα βρήκαν εύκολο έδαφος: Ακριβώς, επειδή το σχέδιο του Καποδίστρια ήταν ένα ισχυρό κράτος πολλοί προύχοντες και προεστοί των κοινοτήτων τόσο λόγω φόβων ότι θα χάσουν εξουσίες όσο και επειδή τους καλλιέργησαν οι μεγάλες δυνάμεις, αλλάζουν ένα κλίμα σχετικής συναίνεσης τριών περίπου χρόνων γύρω από κεντρικά ζητήματα και αποδυναμώνουν τον Έλληνα κυβερνήτη στις διαπραγματεύσεις του.
Οι κινήσεις του Καποδίστρια βέβαια πέτυχαν γιατί στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 1831 τα σύνορα προσεγγίζουν τις προτάσεις του Έλληνα κυβερνήτη πλην δεκατρείς μέρες μετά δολοφονείται. Οι μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα η Βρετανία ναι μεν οδηγήθηκαν σε αλλαγή θέσης πλην ο Καποδίστριας ήταν πολύ μεγάλος ηγέτης που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες ανατρέποντας τις στρατηγικές επιλογές για το πώς θα εξελισσόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η περιφέρειά μας. Η δολοφονία του οδηγεί ευθέως στην ξένη εξάρτηση και στην ξενοκρατία. Δεν μιλώ μόνο για τότε αλλά από τότε μέχρι σήμερα.
Οφείλεται πρωτίστως στην ταυτόχρονη κατάργηση αφενός της αυτοδιοίκησης των κοινοτήτων που στέρησε τους Έλληνες της δυνατότητα πολιτικής αυτοδιάθεσης την οποία εν μέρει διέθεταν ακόμη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου της αποτυχίας δημιουργίας ενός πραγματικά ανεξάρτητου κράτους με πλήρη εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία εντός του οποίου οι πολίτες θα επιδίδονταν στο άθλημα του Κοινωνικού και Πολιτικού γεγονότος. Εξάρτηση και απουσία πολιτικής σημαίνει εξώθηση των πολιτών προς την ιδιωτεία.