Πάνε περίπου 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 κι ακόμα η μνήμη της Ιστορίας μάς ακολουθεί. Αμφιλεγόμενη περίοδος για την Ελλάδα, όπως, άλλωστε, τόσες άλλες ιστορικές περίοδοι που σημάδεψαν τον τόπο μας.
Το τσιγκελωτό μουστάκι του Κίτσου Τζαβέλλα, η διαπεραστική ματιά του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η πιστόλα που ξεχώριζε στο ζωνάρι του Νικηταρά, του Μιαούλη το απορημένο βλέμμα, λες και κάτι ενδιαφέρον του έδειχνε ο φωτογράφος… Όμως ποιος φωτογράφος; Τότε, το 1821, αλλά και λίγα χρόνια μετά υπήρχε φωτογραφική μηχανή; Όχι! Τότε πως όλοι αυτοί απεικονίστηκαν με τόση λεπτομέρεια και τόση ακρίβεια χαρακτηριστικών και μας παραδόθηκαν για να γίνουν εξώφυλλα αναγνωστικών, αγάλματα στο Πεδίον του Άρεως, χαρτονομίσματα, στάδια και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου.
Έτσι γίνεται, άλλωστε, στον τόπο μας, όσο ζουν οι ήρωες κατατρύχονται, κυνηγιούνται, απομυθοποιούνται με τον χείριστο τρόπο, σταυρώνονται, κι όταν πεθάνουν πάμπτωχοι και εξαθλιωμένοι από την απαξίωση της πολιτείας, γίνονται αγάλματα… Και η συνείδησή μας ξεπλύθηκε! Άλλο θέμα, όμως, αυτό.
«Τι είναι αυτά που ρωτάς», μου απάντησε, «μπορώ να τα ξέρω όλα;». Έπρεπε!
Πολλά χρόνια αργότερα, ξεφυλλίζοντας το «Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν» του Ελευθερουδάκη, το ερώτημά μου απαντήθηκε.
Ο Βαυαρός καλλιτέχνης
Ο Κάρολος φον Κράτσαϊζεν ήταν η αιτία! Ο Βαυαρός αξιωματικός, όταν άκουσε τα γεγονότα στην Ελλάδα, εγκατέλειψε την πατρίδα του και έσπευσε προς βοήθεια των επαναστατημένων.
Προικισμένος με εξαιρετική καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, δεν αρκέστηκε στις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά ιχνογράφησε με μεγάλη επιτυχία και ακρίβεια τα πρόσωπα Ελλήνων ηρώων της Επανάστασης.
Αργότερα, ο Κράτσαϊζεν, με βάση τα πρόχειρα σχεδιαγράμματά του, τα οποία σώζονται στην Εθνική Πινακοθήκη, εξέδωσε στο Μόναχο τελειοποιημένες τις προσωπογραφίες με γερμανικό και γαλλικό κείμενο.
Ο τίτλος της έκδοσης ήταν «Προσωπογραφίαι των εξοχωτέρων Ελλήνων και φιλελλήνων μετά τινων ιχνογραφημάτων πολεμικών σκηνών και εθνικών ενδυμασιών εκ του φυσικού».
Ο Κράτσαϊζεν, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του δικάστηκε ως λιποτάκτης, αλλά ζήτησε συγνώμη, ανέκτησε τον βαθμό του και έφθασε μέχρι και υποστράτηγος. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να μιλάει για την Ελλάδα. Η Ελλάδα; Τον ξέχασε, όπως και τόσους άλλους!
πηγη Εθνος