Back to top

Η Χήρα Παπαδιά

16/05/2019 - 10:15

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Χήρα Παπαδιά» πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Σακελλαρίου το 1888 και έπειτα από χρόνια λήθης ξαναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο» (16 Μαΐου 1929), οπότε έγινε γνωστό. Τα τραγούδια της χήρας παπαδιάς είναι δημοτικά και τα πρόσωπα αληθινά, παρμένα από την παλιά παράδοση του νησιού.

Μόλις ο Χατζη-Γιάννης ήνοιξε το στόμα δια να τονίση την επωδόν του άσματός του και η κολοσσιαία χειρ του Μηνά του έφραξε τα χείλη δια φοβερού κινήματος.
Το πράγμα συνέβαινεν ἐν Κ.[Σκιάθω], μια των Σποράδων, περιφήμω δια το ναυτικόν της.
Εν των υψίστων προνομίων, όπερ κατείχον αι υπό την Τουρκικήν δεσποτείαν τελούσαι αύται νήσοι, απολαύουσαι όμως το πάλαι δημοτικής τινος αυτονομίας, πολυτίμου δια τους κατοίκους των, ήτο το δικαίωμα του κωμάζειν εν ταις οδοίς την νύκτα, όπερ δεν ανεγράφετο μεν εν τω αστικώ κώδικι, εκυρούτο όμως δια της ανοχής, ην εδείκνυεν η εγχώριος πολιτοφυλακὴ προς τους εκ μακρών θαλασσοποριών επιστρέφοντας τολμηρούς ναυβάτας.
Η λέξις γεμιτζής (ναύτης) και αι λέξεις ντερτιλής και μερακλὴς ήσαν πάλαι ποτὲ και αι τρεις συνώνυμοι. Να επιστρέφη τις εκ μακρού διάπλου ανά τον Εύξεινον και τον Αδρίαν, να έχη διέλθη ανάστρους και ζοφεράς νύκτας παρά τους ιστούς και το πηδάλιον άγρυπνος, χωρὶς μήτε ζεύγος οφθαλμών να φαίνεται κάπου λαμπυρίζον εις την έρημον παραλίαν, μήτε ανήσυχον ους ν’ ακούη τους δια περιπαθών φθόγγων διερμηνευομένους στεναγμούς του έρωτος, μετά το τελευταίον άσμα του απόπλου, του οποίου τους τόνους ψιθυρίζουσιν ακόμη αι θαλάσσιαι αύραι περί την ακτήν

Άναψε το φαναράκι και κατέβα στο γιαλό,
λύσε μας το παλαμάρι κι άιντε, κόρη μ’, στὸ καλό.

και να μη έχη το δικαίωμα να τραγουδήση υπό τα παράθυρα της φίλης του;
Αυτό τούτο ήθελε να πράξη και ο Χατζη-Γιάννης, νέος εικοσαετής, όστις ετήρει μεν εκ προγόνων την προσωνυμίαν του Χατζή, ήτο δε και ο ίδιος προσκυνητὴς των Αγίων Τόπων. Αλλ’ ο εξάδελφος Μηνάς, αυστηρότερος εις το περί κοσμιότητος κεφάλαιον, εζήτει να τον παρεμποδίση. Ο νεαρός όμως Χατζη-Γιάννης, έκδοτος όλος εις τον έρωτα, εξέφραζε το παράπονόν του δια δευτέρας στροφης ως εξής·
Ως και τα παραθύρια της,
ξάδερφε Μηνά,
αμάχη μου βαστούνε
όταν γυρίσω και τα ιδώ,
ξάδερφε Μηνά,
χωρὶς αέρα κλειούνε.
Η στροφή αύτη δεν ήτο η σκανδαλίζουσα τον εξάδελφον Μηνάν, αλλ’ η πρώτη, και μάλιστα δια της εν είδει επωδού επικλήσεώς της.

Έβγα να ιδώ τον ίσκιο σου,
χήρα παπαδιά,
κι εγὼ τόνε γνωρίζω.
Το νόστιμό σου το κορμί,
χήρα παπαδιά,
οποὺ τὸ λαχταρίζω.

Συνέβαινε δε τη στιγμή εκείνη να διέρχωνται υπό τα παράθυρα της “χήρας παπαδιᾶς”, προς ην εγίνετο η φλογερά επίκλησις.

Ὅλοι οι νέοι της νήσου, επανακάμπτοντες εκ των συνεχών θαλασσοποριών των, εφρόντιζον να κομίζωσι δώρα και κοσμήματα δια τας εκλεκτὰς της καρδίας των.
Όλοι οι νέοι δεν απηξίουν να κωμάζωσιν ενίοτε υπὸ τα παράθυρα της αγαπητής των. Όλοι είχον εκλέξει ανὰ μιαν έκαστος νεάνιδα, ην προώριζεν ως μέλλουσαν σύντροφον του βίου του. Μόνον ο Χατζη-Γιάννης προείλετο να ερωτευθή την “χήρα παπαδιά”. Ο Χατζη-Γιάννης ήτο μια των μελαγχροινών εκείνων και περιπαθών φύσεων, εις των ερωτύλων εκείνων νέων, οίτινες δεν θέλουσι να ακούσωσιν αλλο τι παρα το πάθος των και μόνον. Ο νεαρὸς ναυτικὸς ούτε ήξευρεν ούτ’ εφρόντισε να μάθη αν επιτρέπεται ο δεύτερος γάμος εις τας χήρας των ιερέων. Εν μόνον ήξευρεν, ότι την ηγάπα και ήθελε να την νυμφευθή.
Η νέα γυνὴ ήτο πράγματι ανταξία του διαπύρου αισθήματος, όπερ ἄκουσα ἐνέπνεεν. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι δεν ηδυνήθη να εννοήση και αυτὴ πως έγινε παπαδιὰ αίφνης και πως δεκαοκταετὴς έμεινεν εν χηρείᾳ. Την υπάνδρευσαν δεκατετραετή, χωρὶς να ερωτήσωσιν αν έστεργε τον σύζυγον, ον τη έδιδον, καὶ αν συγκατετίθετο να γίνη παπαδιά. Μετὰ εν έτος ο σύζυγός της εχειροτονήθη ιερεύς, χωρίς αυτὴ να νομίση, ότι είχε το δικαίωμα να δώσῃ ή ν’ αποποιηθή την συναίνεσίν της. Μετά εν ἄλλο ἔτος, ὁ νεαρὸς λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, ἀσθενήσας, απέθανε, και ούτως αύτη εντὸς διετίας υπέστη τόσας σχεδὸν μεταμορφώσεις, όσας και ο μεταξοσκώληξ· εγένετο απὸ κόρης γυνή, απὸ γυναικὸς παπαδιά, και απὸ παπαδιάς χήρα· χήρα διὰ βίου.

Και όμως ο “ξάδερφος Μηνᾶς” δεν ήτο τόσον αυστηρός, όσον ηδύνατό τις εκ πρώτης αφετηρίας να υποθέση. Συνεπάθει μάλιστα τόσον πολὺ εις το νεανικὸν πάθος του εξαδέλφου του, και τόσον αφελὴς ήτο, ώστε, όταν το πργμα επροχώρησε κάπως, και λόγος εγένετο εις διαφόρους ομίλους περὶ του έρωτος του Χατζη-Γιάννη, εφαντάσθη δια παραδόξου τρόπου να θέση εκποδὼν παν πρόσκομμα επιπροσθούν εις τον γάμον.
Είναι βέβαιον, φαίνεται, ότι εν τω Πηδαλίω δεν αναγράφεται κανών τις απαγορεύων τον δεύτερον γάμον εις τας εν χηρεία πρεσβυτέρας. Αλλ’ η πρόληψις και η παράδοσις, τα δύο ομού συντιθέμενα, ισοδυναμούσι το κάτω κάτω με ένα αποστολικὸν ή συνοδικὸν κανόνα, και έπειτα ο λαὸς ουδέποτε έλαβεν ανὰ χείρας το Πηδάλιον, δια να ίδη πόσους και ποίους περιέχει κανόνας. Τινὲς των ιερέων, ολίγιστοι, ανεγίνωσκον ενίοτε το βιβλίον τούτο εν τω παρελθόντι.
Ο ερωτικώτατος Χατζη-Γιάννης ουδὲν ήκουεν, ούτε ενόει περὶ τοιαύτης απαγορεύσεως, και αν τω έλεγέ τις, ότι οι κανόνες απαγορεύουσι να νυμφευθή την παπαδιάν, ήνοιγε μεγάλους οφθαλμούς και έσειεν απλώς τους ώμους. Ο συνετὸς όμως Μηνᾶς ελάμβανε το πρᾶγμα υπὸ σπουδαίαν έποψιν, και λοιπὸν εσοφίσθη απλούστατα να δώση δώρα πολύτιμα, λαχουρὶ καὶ ψέλλια εις την γειτόνισσάν του, την πρεσβυτέραν τοῦ παπα-Μανόλη, δια τας δύο αγάμους θυγατέρας της, και την παρεκάλεσε να υποκλέψη εκ της πενιχράς βιβλιοθήκης του αιδεσιμωτάτου αυτὸ το Πηδάλιον, το περιέχον όλους τους νόμους και τους κανόνας, και να το δανείση εις αυτὸν δια μιαν ημέραν. Ὁ απλοϊκὸς εξάδελφος του Χατζη-Γιάννη εφαντάζετο ότι τόσον θα ήρκει δια να φυλλολογήση αυτὸ το βιβλίον, να εύρη την σελίδα, εν η περιέχεται ο σχετικὸς προς την απαγόρευσιν του δευτέρου γάμου εις τας χήρας των ιερέων κανών, να αποσπάση την σελίδα ταύτην, να την σχίση και... πάει λέγοντας.
― Και τι το θέλεις αυτό το βιβλίο; τον ηρώτησεν ἡ Παπα-μανόλαινα.
―Έννοιά σου, καλέ, απήντησεν ο Μηνάς, κάτι θέλω να διαβάσω και θα σου το δώσω πίσω ευθύς.
― Αυτὸ το βιβλίο δεν είναι που έχει τον νομοκάνονα; ηρώτησεν αύθις η δύσπιστος πρεσβυτέρα.
― Ναι, είπε μορφάζων ο εξάδελφος Μηνάς.
―Ο παπάς μου λέγει πως δεν κάνει να το πιάση κανεὶς που να μην είναι ιερωμένος.
― Μην το πιάνῃς με τα χέρια γυμνά, απήντησεν ο εξάδελφος Μηνάς, βάλε μια καθαρή πετσέτα.
Τέλος πολλὰ εμόχθησεν ο ταλαίπωρος Μηνάς, εωσού πείση την Παπαμανόλαιναν. Άλλως και η εκδούλευσις αυτής άκαρπος απέβη. Λαβὼν το Πηδάλιον ο Μηνάς, όστις μόλις ήξευρε να αναγινώσκη συλλαβιστὰ ολίγας λέξεις, εφυλλολόγει καὶ εφυλλολόγει, αλλά που να εύρῃ τον σχετικὸν κανόνα, όστις άδηλον άλλως αν υπάρχῃ· το χειρότερον ήτο ότι εκινδύνευε να φανή εκπρόθεσμος εις την πρεσβυτέραν, καὶ τότε τι ν’ απολογηθή αύτη εις τον παπα-Μανόλην, αν τυχὸν παρετήρει ούτος την απουσίαν του βιβλίου;
Παρελείπομεν να είπωμεν, ότι η χήρα παπαδιά, χάριν της οποίας εν αγνοία της εγίνοντο όλα τα επιλήψιμα ταύτα, ήτο αυτὴ αύτη νύμφη τῆς γηραιᾶς πρεσβυτέρας, καὶ τοῦ παπα-Μανόλη. Τούτου τον υιὸν είχε νυμφευθῆ η ατυχής, και έμεινε χήρα εν νεαρωτάτη ηλικίᾳ, ως είπομεν. Ώστε το τόλμημα τοῦ Μηνᾶ ήτο, βλέπετε, φοβερώτερον ή όσον ήθελε φανή άνευ της περιστάσεως ταύτης.

Μάταιοι απέβησαν όλοι οι αγώνες του Μηνά, αν και το βιβλίον εδόθη αυτώ και δευτέραν φορὰν και τρίτην. Όσον και αν εφυλλολόγει, το ζητούμενον χωρίον δεν ευρίσκετο. Αλλ’ ό,τι δεν κατώρθωσεν ούτος δι’ όλων των νομίμων μέσων, τα γραίδια της γειτονιάς, τεθέντα εις κίνησιν, ηδυνήθησαν να το κατορθώσωσι. Μετὰ εν ακόμη ταξίδιον του Χατζη-Γιάννη και του Μηνά, οίτινες ήσαν συμπλωτήρες και συνιδιοκτήται του αυτού πλοίου, το πένθος της νεαράς παπαδιάς είχε κρυώσει ολίγον, η συγκατάθεσίς της, τη μεσολαβήσει των προξενητριῶν, της απεσπάσθη, και υπελείπετο μόνον το ζήτημα του πως να τελεσθή ο γάμος. Εν τω μεταξὺ ο γέρων παπα-Μανόλης απέθανεν, οι άλλοι ιερεῖς δεν είχον άμεσον συμφέρον να φαίνωνται άκαμπτοι, και κατωρθώθη, μετά ή άνευ εκκλησιαστικῆς ἀδείας, μεθ’ ιεροτελεστίας όμως τακτικής, να πραγματοποιηθή ο γάμος του Χατζη-Γιάννη μετὰ της χήρας παπαδιάς.Τὸ γεγονὸς τούτο είναι παλαιόν, συνέβη κατά τας αρχὰς του αιώνος.
Αλλὰ μέχρι της σήμερον δεν υπάρχει συμπόσιον ή απλῶς όμιλος εὐθυμούντων ἐν Κ... όπου να μη αντηχήσῃ και το άσμα “της χήρας παπαδιᾶς”.