Back to top

Το Δημοτικό Τραγούδι στην Πελοπόννησο και την Αρκαδία

25/07/2019 - 11:50

Το δημοτικό τραγούδι είναι η ποιητική και μουσική έκφραση της λαϊκής ψυχής των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων. Είναι το καταστάλαγμα της λαϊκής ευαισθησίας, που μέσα από τον ποιητικό και μουσικό λόγο εκφράζει μεγάλα και μικρά συναισθήματα, ανθρώπινες καταστάσεις, περιστατικά και γεγονότα που συγκινούν και αγγίζουν τον απλό λαό, όλα βγαλμένα από την ίδια τη ζωή.

Δημιούργημα του ίδιου του λαού, ανώνυμων και προικισμένων δημιουργών, συνταιριάζει στίχους, τραγούδι και χορό, για να επιστρέψει πάλι σ’ αυτόν και να γίνει κτήμα του, κομμάτι της δικής του ζωής. Για να θυμίσει ή να υμνήσει συναισθήματα, αξίες και τη φύση, ν’ αφηγηθεί ανθρώπινες καταστάσεις και γεγονότα, όλες τις πτυχές της ζωής. Και για να τον συντροφέψει σε λύπες και χαρές, στη δουλειά και στην ανάπαυση, σε γλέντια και γιορτές, στον πόλεμο και στο θάνατο. Και να του μεταδώσει ρυθμό στην ψυχή και στα πόδια, χορεύοντας τον παραδοσιακό χορό, τον καλαματιανό και τον τσάμικο, τον συρτό και τον μπάλο, και τους τόσους άλλους δημοτικούς χορούς της πατρίδας μας.

Το δημοτικό τραγούδι, αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης, ζυμώθηκε με τη νεώτερη ελληνική ιστορία, με ιδιαίτερο σταθμό την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 21. Αποτέλεσε έτσι ένα πολύτιμο συστατικό της ιστορικής πορείας του τόπου, κρατώντας ζωντανή την εθνική μνήμη και αναλλοίωτη την εθνική συνείδηση. Και περνώντας από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, διαμορφώθηκε, τροποποιήθηκε ή προσαρμόστηκε σύμφωνα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και τις ιστορικές συγκυρίες, για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας, παραμένοντας γνήσιο κτήμα, πνευματικό εργαλείο και αυθεντικός τρόπος έκφρασης του λαού. Για να επαληθευτεί έτσι, ότι αποτελεί το «αψευδές κάτοπτρο πάνω στο οποίο καθρεπτίζεται ο κατ΄ ουσία ατομικός και ο εθνικός βίος ενός λαού».

Για τους ανώνυμους πρωταρχικούς λαϊκούς δημιουργούς, ο καθηγητής και λαογράφος Νικόλαος Πολίτης λέει: «Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητας και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων και εις εσωτερικήν ώθηση, εις στιγμήν εξάρσεως συνθέτει το άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά».

Η αξία του δημοτικού τραγουδιού έχει αναγνωριστεί από κορυφαίους ξένους και Έλληνες μελετητές, λογοτέχνες και διανοούμενους. Πρώτοι την διαπίστωσαν οι Ευρωπαίοι τον 18ο και 19 αι. που άρχισαν τις πρώτες προσπάθειες καταγραφής και μελέτης. Η πρώτη συγκροτημένη έκδοση νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών – πρώτος μεγάλος σταθμός για τη διάσωση και καταγραφή του – έγινε από τον Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Claude Fauriel, αμέσως μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα του 21 (1824). Ακολούθησαν μικρότερες συλλογές, κυρίως με ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, των Brunet de Presle, Voutier (1826), Arnoldus Passow (1860) και Mich. Deffner, όπως και άλλες τοπικές Ανθολογίες. Μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα ακολούθησαν οι περισσότερο συστηματικές των Kind, Tommaseo, Μανούσου, Ζαμπέλιου κ.ά. Στα μετέπειτα χρόνια κορυφαίοι Έλληνες μελετητές ασχολήθηκαν διεξοδικά με την καταγραφή, ανθολόγηση και μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Ν. Πολίτης (το έργο του και ειδικότερα το βιβλίο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» αποτέλεσε ένα δεύτερο μεγάλο σταθμό), Δ. Α. Πετρόπουλος, Γ. Αποστολάκης, Γ. Σπυριδάκης, Σ. Περιστέρης, Μ. Αυγέρης, Β. Ρώτας, Μ. Μιρασγέζη, Γ. Ιωάννου, Θ. Δημαράς, Π. Καλοδίκης, Α. Πολίτης, Γ. Σηφάκης, και άλλοι. [Αντιπροσωπευτική βιβλιογραφία υπάρχει στη σελίδα «Το Δημοτικό Τραγούδι», της ενότητας Παράδοση του δικτυακού τόπου].
Σημαντική είναι η επίδραση του δημοτικού τραγουδιού στην ελληνική λογοτεχνία. Εξέχοντες Έλληνες ποιητές, όπως ο Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρετάκος κ.ά., αναγνωρίζουν ότι σ’ αυτό βρήκαν τις πηγές της ποίησης και της έμπνευσής τους. Και συμφωνούν στη διαπίστωση -που εξ’ άλλου μοιράζονται και αρκετοί ξένοι διανοητές, όπως λ.χ. ο φιλόσοφος Ροζέ Γκαροντί – ότι μέσω του δημοτικού τραγουδιού επιβεβαιώνεται η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού και η διαχρονικότητα των αξιών του. Ο ποιητής Γ. Σεφέρης, κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963), εξήγησε ότι οι πηγές από τις οποίες άντλησε την ποίησή του βρίσκονται στο δημοτικό τραγούδι, που είναι η αρχή και η συνέχεια της ιστορίας μας. Και χαρακτηριστικά, απάγγειλε το τραγούδι «Εγώ για το χατίρι σου…«.Tο ίδιο αναγνώριζε και ο Οδυσσέας Ελύτης μερικά χρόνια αργότερα, ενώ έπαιρνε το ίδιο βραβείο (1979). Και αναφέρθηκε στο κατ’ εξοχή επιγραμματικό τραγούδι «Κόκκινα χείλη φίλησα…».

Αλλά και μεγάλοι Έλληνες μουσουργοί και συνθέτες εμπνεύσθηκαν από το δημοτικό τραγούδι. Ο Μανόλης Καλομοίρης (1883 -1962), στο γνωστό συμφωνικό του ποίημα «Ο θάνατος της Ανδρειωμένης», που γράφτηκε για να εξυμνήσει την αντίσταση στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασίστηκε στο μοτίβο του χορού του Ζαλόγγου. Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος (1903 – 1981) στο έργο του «Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα ελληνικό τραγούδι» που έγραψε στις αρχές του εμφυλίου πολέμου, στηρίχτηκε στο δημοφιλές κλέφτικο τραγούδι «Σαράντα παλικάρια». Στο περίφημο συμφωνικό έργο «36 ελληνικοί χοροί» του Νίκου Σκαλκώτα (1904 – 1949), δύο από τους χορούς βασίστηκαν σε δυο κλέφτικους σκοπούς , ενώ ένας τρίτος στηρίχτηκε στο χορό του Ζαλόγγου (και οι τρεις χοροί γράφτηκαν μεταξύ 1931-1936) . Τέλος και το έργο «Κλέφτικοι χοροί» του Πέτρου Πετρίδη (1892 – 1977) είναι εμπνευσμένο από γνωστά κλέφτικα δημοτικά μοτίβα.

Στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σε όλα σχεδόν τα είδη του (παραλογές, της αγάπης, εργατικά, λατρευτικά, ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά, τραπεζίτικα, μαντινάδες, παιδικά, μοιρολόγια κ.λ.π.), κυριαρχεί αυθεντική απλότητα και χάρη, όπως και ένας απαράμιλλος λυρισμός. Σήμερα είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί τον πρώτο μεγάλο σταθμό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ένα σημαντικό μνημείο του νεοελληνικού λυρισμού.

Παράλληλα, σημαντική είναι και η ιστορική και η τεχνική του αξία από πλευράς μουσικής και ρυθμού. Οι ξένοι και οι Έλληνες ειδικοί εντυπωσιάζονται στη διαπίστωση της πλούσιας μουσικής βάσης, της ποιητικής φαντασίας και της ρυθμικής ποικιλίας που χαρακτηρίζουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Ο πλούτος των ιδιωματισμών, η εύκολη εναλλαγή ρυθμών στο ίδιο τραγούδι, η αφθονία των επωδών, ο πλούτος και ή ιδιομορφία των χρησιμοποιούμενων κλιμάκων, η χρήση ρυθμών άγνωστων στην ευρωπαϊκή μουσική, η αποκοπή και η επανάληψη συλλαβών του κειμένου, η χαλαρή εξάρτηση των φθογγικών συμπλεγμάτων κατά την ερμηνεία από εκείνα της αρχικής μουσικής βάσης, ο στενός τύπος της φωνής και του ήχου, συνθέτουν ένα τέτοιο πολύπτυχο ιδιαιτεροτήτων, που καθιστούν το δημοτικό μας τραγούδι μοναδικό στο είδος του σε παγκόσμια κλίμακα.

Για τον απλό λαό που τραγουδά και βιώνει το δημοτικό τραγούδι, η αξία του είναι πρώτιστα η αισθητική (από ποιητική και μουσική άποψη). Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και η γλωσσική, ιστορική και λαογραφική αξία, που αποτελούν άλλωστε, μαζί με την αισθητική, κριτήρια για τη συστηματική του μελέτη.

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά...

Ιδιαίτερη άνθηση και διάδοση γνώρισε το δημοτικό τραγούδι στις αγροτικές, ορεινές και απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας. Ήταν λοιπόν φυσικό να ριζώσει βαθιά στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, όπου ως τις μέρες μας γνωρίζει πλατειά απήχηση, αν και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί αρκετές αλλοιώσεις από πλευράς ερμηνείας. Το δημοτικά τραγούδια του Μοριά («μοραΐτικα») αποτελούν ένα ξεχωριστό και σημαντικό είδος δημοτικού τραγουδιού. Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και αλλοιώσεις, διακρίνονται για το ύφος τους (πάθος, ένταση, έξαρση, τραχύτητα), τη γλώσσα (ντοπιολαλιά), τον ιδιαίτερο τρόπο και χρώμα στην απόδοση, τις συνήθως ψηλές μουσικές τους κλίμακες και τα μουσικά όργανα.

Ιδιαίτερα για τα τελευταία, τα αυθεντικά όργανα που ακολούθησαν το μοραΐτικο τραγούδι σε όλο το δημιουργικό κύκλο του, μέχρι και τα μεταεπαναστατικά χρόνια, ήταν ο ταμπουράς και μετά το λαούτο (παραλλαγή του πρώτου), ο αυλός (φλογέρα), η πίπιζα και το νταούλι. Με την είσοδο του κλαρίνου (από τους τσιγγάνους) στη βόρεια Ελλάδα, γύρω στο 1835, άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά τα παραδοσιακά πνευστά για να κυριαρχήσει τελικά το πρώτο (σε σιμπεμόλ ή λα κυρίως). Αργότερα εμφανίστηκε και το βιολί. Τα βασικά όργανα που τελικά επικράτησαν και αποτέλεσαν τη μουσική κομπανία στο Μοριά και στην Αρκαδία ήταν το κλαρίνο και το λαούτο. Παρ’ όλα αυτά μέχρι και πριν από 20 χρόνια, η πίπιζα και το νταούλι εξακολουθούσαν να εμφανίζονται περιστασιακά… Τα τελευταία χρόνια, τα λαϊκά όργανα που παίζουν οι τοπικές κομπανίες στις μουσικές εκδηλώσεις στη Πελοπόννησο είναι: κλαρίνο, λαούτο (σαν βασικά) κιθάρα και κρουστά (ντράμς), πιανόργανο, ενίοτε βιολί και μπάσο κιθάρα. Κάποιο «ονειροπόλοι» ερμηνευτές (του «κέντρου») έχουν περιστασιακά επανεισάγει τη (ξεχασμένη…) φλογέρα και το νταούλι, όπως και το (άγνωστο στην Πελοπόννησο) τουμπερλέκι…

Το Δημοτικό Τραγούδι στην Αρκαδία

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (Real Audio)

Ειδικότερα στην Αρκαδία, μια χώρα κατ’ εξοχή ποιμενική και αγροτική τα παλαιότερα χρόνια, η οποία παράλληλα γνώρισε με έντονο τρόπο τις μεγάλες ιστορικές στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας (προεπαναστατικά χρόνια, εξέγερση του 21, Λαϊκή Αντίσταση), το δημοτικό τραγούδι ήταν φυσικό να κληρονομήσει κάτι από τη γνωστή και πανάρχαια αλληγορία του αυλού του Πανός και της μουσικής του. Μιας μουσικής που ελάφρωνε τις καρδιές των ανθρώπων από την τραχύτητα των όρων διαβίωσης και τις ξένες επιβουλές και κυριαρχίες, ξορκίζοντας την αδικία και μεταφέροντας μιαν αίσθηση ερωτισμού κι ελπίδας. Ανεξάρτητα από το αν ο Πάνας έχει πεθάνει, ο θρύλος του ακόμα ζει «et in Arcadia», και ο αυλός του ακούγεται ακόμα μέσα στις καρδιές των ντόπιων, αγροτών και ποιμένων. Στη «λαϊκή ψυχή και συνείδηση». Και μερικές φορές συνεχίζει ακόμα ν’ αντηχεί μέσα στα αρκαδικά δάση, από το βάθος των λαγκαδιών και των φαραγγιών, στις όχθες του Λούσιου, του Λάδωνα, του Αλφειού και της Νέδας, στα ψηλά βουνά της Αρκαδίας…

Στην πολύπαθη και περιλάλητη Αρκαδία των νεώτερων χρόνων, (γνήσιο;) απόγονο αυτής του Πανός, των θρύλων, των μύθων και των μουσών, η λαϊκή μούσα είχε ασφαλώς (την ανάγκη) να τραγουδήσει με περίσσια συναισθηματική φόρτιση και για περισσότερα: μάχες και γεγονότα του αγώνα του 21, δεινά και κατορθώματα, μορφές κλεφτών, ποιμενικές σκηνές και στιγμιότυπα, μέσα από ποιμενικά, κλέφτικα, ιστορικά και άλλα δημοτικά τραγούδια. Έτσι τα χωριά και οι διάφορες περιοχές της έχουν δώσει πληθώρα δημοτικών τραγουδιών και παραλλαγών τους, από τα οποία πολλά έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας, ενώ άλλα έχουν διασωθεί (καταγραφτεί) από μελετητές και λαογράφους. Αρκετά από αυτά αποτελούν παραλλαγές γνωστών τραγουδιών από την υπόλοιπη Ελλάδα, τα οποία, όπως συμβαίνει συχνά στη δημοτική μας παράδοση, οι Αρκάδες και οι Πελοποννήσιοι τα τραγουδούσαν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο, αλλάζοντας συχνά τόνο και στίχους. Και από αυτά, αρκετά διατηρούνται έτσι παραλλαγμένα μέχρι σήμερα.

Click to see a video: Λάμπει ο ήλιος στα βουνά...

Με την καταγραφή (από πλευράς κειμένου), μελέτη και ανθολόγηση (αρκαδικών και μη) δημοτικών τραγουδιών έχουν ασχοληθεί αρκετοί Αρκάδες μελετητές και λαογράφοι. Από τους παλαιότερους οι πιο σημαντικοί είναι οι Ν. Α. Βέης, Θ. Ι . Αθανασόπουλος, Ν. Ι. Λάσκαρης, Κ. Ψάχος, Μ. Τρανός και Δ. Ι. Τσίριμπας. Από τους πιο σύγχρονους οι κυριώτεροι είναι οι Σταμάτης Μακρής, Κ. Μαρίνης, Τ. Κανδηλώρος, Θ. Τρουπής, Δ. Κυριακόπουλος, Τ. Γριτσόπουλος, Χ. Μουρούτσος και Κ. Βασιλόπουλος. Με την μουσική καταγραφή και απόδοση έχει ασχοληθεί ο Σταμάτης Μακρής και ο Kώστας Παυλόπουλος (Καλλιτεχνικό Εργαστήρι «Ο Πάνας»). Με την ανάδειξη της νεώτερης «τσακώνικης» μουσικής παράδοσης και του τσακώνικου χορού, από τους σύγχρονους, έχει ασχοληθεί η Μηλιώ Κουνιά (με τον πολιτιστικό σύλλογο των Πέρα Μελάνων), ενώ με τον τσακώνικο χορό, οι Φίλιππος Μπεκύρος, Χ. Πετράκος και Ε. Τσαγγούρη.

Εκδηλώσεις όπου ακούγεται το δημοτικό τραγούδι στην Αρκαδία υπάρχουν πολλές και ποικίλες. Κορύφωμα αποτελούν τα αρκαδικά πανηγύρια του καλοκαιριού. Λίγες όμως είναι αυτές όπου διατηρείται ο αυθεντικός του ήχος. Με ερμηνευτές γνήσιους και σοβαρούς, με προσεγμένα ηχητικά, που δεν αναλώνονται στην ηχορύπανση, την ηλεκτρονική και μουσική αλλοίωση, το «αποσπασματικό» τραγούδι και την ταύτιση με την «γουρνοπούλα», χάριν της κατανάλωσης. Ο διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού στα Λαγκάδια (από το 1978) και οι μουσικές εκδηλώσεις στο πανηγύρι της Τεγέας τον Δεκαπενταύγουστο είναι χαρακτηριστικές και πολύ γνωστές περιπτώσεις όπου το δημοτικό τραγούδι ακούγεται κατά κόρον, εδώ και πολλά χρόνια. Πολλοί είναι αυτοί όμως που διαμαρτύρονται και διατείνονται ότι εκεί συχνά δολοφονείται… Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχουν ακόμα αξιόλογες μουσικές βραδιές που κατά καιρούς γίνονται σε κάποια χωριά και βουνά της Αρκαδίας (π.χ. Μαίναλο, Βαλτεσινίκο, Ασέα, Πάρνωνας) με ντόπιους και μη ερμηνευτές. Που αναδεικνύουν και διασώζουν το δημοτικό και αρκαδικό τραγούδι, και μαζί του και τον πολιτισμό…

Ο δικτυακός μας τόπος – θέλοντας να πρωτοπορήσει στην ανάδειξη και διάχυση της λαϊκής μας παράδοσης στο διαδίκτυο – παρουσιάζει μια εκτεταμένη συλλογή δημοτικών τραγουδιών από την Αρκαδία, την Πελοπόννησο, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η συλλογή αυτή έχει κυρίως ληφθεί από γνωστές βιβλιογραφικές πηγές [1]. Μερικές από αυτές έχουν γραφτεί από Αρκάδες συγγραφείς. Τα δημοτικά τραγούδια αυτά, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο γνωστά, αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του δημοτικού τραγουδιού όπως αυτό ακούγεται και χορεύεται στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία. Σε ορισμένες περιπτώσεις δίδονται η ηχητική πηγή (real audio), o τόπος προέλευσης (κυρίως αν πρόκειται για την Αρκαδία), κάποιες παραλλαγές, καθώς και κάποια ειδικά σχόλια.

Θάνος Νικολάου

arcadia.ceid.upatras.gr