Back to top

Δημήτρης Μητρόπουλος : Ένας ιεραπόστολος της τέχνης της μουσικής

08/01/2022 - 14:44

«Το όνομά μου είναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Είμαι μαέστρος. Αλλά θα σας φανεί απίστευτο αν σας πω ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάζομαι που τελικά έγινα μουσικός. Κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε μουσικός. Προέρχομαι από οικογένεια κληρικών. Ο παππούς μου ήταν παπάς σ’ ένα χωριό στην Ελλάδα, και ξέχασα να σας πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο θείος μου ήταν κτηνοτρόφος και δύο από τ’ αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύ νωρίς σε μοναστήρι, και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι στον Άθω, όπου υπάρχουν μόνο ορθόδοξα μοναστήρια από πολλές χώρες, όπως από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, αλλά κυρίως από την Ελλάδα.

Και οι δύο μόνασαν εκεί και εκεί πέθαναν. Κι εγώ όταν ήμουν παιδί και είχα σχολικές διακοπές, πήγαινα εκεί, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος από το περιβάλλον, και όλη αυτή η ιδέα του ερημίτη άγγιζε πολύ την καρδιά μου. Έτσι, εκείνα τα χρόνια ήμουν βέβαιος πως κάποια μέρα θα γινόμουν κι εγώ μοναχός. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, αλλά αποτυχημένος έμπορος, και στο τέλος της ζωής του έγινε κι αυτός μοναχός. Βέβαια, δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος με την ιδέα αυτή του ασκητή, ουσιαστικά ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Αυτό ήταν πράγματι το ιδανικό μου. Και δεν ξέρω πώς κατάφερε η μοίρα και αντί ιεραπόστολος του Χριστού έγινα ιεραπόστολος της τέχνης της μουσικής».

Τάδε έφη το 1959, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, ο μέγας αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, στο πλαίσιο συνέντευξης που είχε παραχωρήσει.

Ο διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και πιανίστας Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 1896.

Τέκνο του εμπόρου Ιωάννη Μητρόπουλου και της οικοκυράς Αγγελικής Αναγνωστοπούλου, ο μικρός Δημήτρης έλαβε καλή μόρφωση μέσα στο περιβάλλον της μεσοαστικής οικογενείας του.

Η καταγωγή του από μια ιερατική οικογένεια της Αρκαδίας, σε συνδυασμό με την επιρροή που άσκησε πάνω του η ευσεβής μητέρα του, τον ώθησε στο να επισκέπτεται από μικρή ηλικία μοναστήρια και να ονειρεύεται να γίνει μοναχός ή και γενειοφόρος ερημίτης.

Οι ταπεινής καταγωγής πρόγονοί του, άνθρωποι ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι, ενεφύσησαν κατά τα φαινόμενα στον Δημήτρη τον ιεραποστολικό ζήλο, τη μέριμνα για τους καταφρονεμένους.

Παράλληλα, ο μικρός Δημήτρης συνέθετε μουσική (τα πρώτα έργα του χρονολογούνται από το 1911) και προσευχόταν για τη σωτηρία όχι μόνο της δικής του ψυχής αλλά και εκείνης των μελών της οικογενείας του ή των φίλων του.

Ο Μητρόπουλος αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών και ενεγράφη στο Ωδείο Aθηνών, όπου σπούδασε πιάνο και Ανώτερα Θεωρητικά.

Πήρε δίπλωμα πιάνου το 1919 και συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Ωδείου Aθηνών στις Bρυξέλλες.

Από το 1921 έως το 1924 εργάστηκε στην Kρατική Όπερα του Bερολίνου Unter den Linden.

Στην πόλη της Γερμανίας γνωρίστηκε και με τον ιταλό συνθέτη και πιανίστα Ferruccio Busoni, ο οποίος έμελλε να τον επηρεάσει βαθιά ως μουσικό.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Μητρόπουλος εγκατέλειψε τη σύνθεση και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη διεύθυνση ορχήστρας.

Στη λίστα των έργων του συμπεριλαμβάνονται 48 τίτλοι (έργα για ορχήστρα, μουσικής δωματίου, για πιάνο, για χορωδία, για τραγούδι και ορχήστρα, για τραγούδι και πιάνο, μία όπερα, σκηνική μουσική), ενώ στη συνθετική εργασία του πρέπει να προστεθούν πέντε μεταγραφές (τρεις για μεγάλη ορχήστρα, μία για ορχήστρα εγχόρδων και μία για βιολί και πιάνο) και τέσσερις προσαρμογές για ορχήστρα εγχόρδων.

Ο Μητρόπουλος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας στην Aθήνα, αρχής γενομένης από το 1924 με τη Συμφωνική Oρχήστρα του Eλληνικού Ωδείου.

Το 1930 πραγματοποίησε την πρώτη εμφάνισή του στο εξωτερικό, με την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, του πιανίστα και του συνθέτη, ως προσκεκλημένος της Φιλαρμονικής Oρχήστρας του Bερολίνου.

Ακολούθησαν εμφανίσεις του με τη Γαλλική Oρχήστρα του Παρισιού, τη Συμφωνική Oρχήστρα της Aκαδημίας της Σάντα Tσετσίλια, την Kρατική Φιλαρμονική της Mόσχας, την Kρατική Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, την Oρχήστρα του Θεάτρου της Σκάλας του Mιλάνου κ.ά.

Το 1936 μετέβη πρώτη φορά στις HΠA, όπου διηύθυνε τη Συμφωνική Oρχήστρα της Bοστώνης.

Η όλη πορεία του Μητρόπουλου στις ΗΠΑ υπήρξε ομολογουμένως λαμπρή.

Ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης, αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσικού Οργανισμού Robin Hood Dell (θερινές συναυλίες της Φιλαρμονικής της Φιλαδέλφειας), αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Nέας Yόρκης (1951-1957).

Σημαντικές στιγμές στη σπουδαία μουσική καριέρα του Μητρόπουλου υπήρξαν το ντεμπούτο του ως μαέστρου όπερας θεατρικής παράστασης το 1950 (Μουσικός Μάιος Φλωρεντίας), η πρώτη εμφάνισή του στο Θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου το 1952, οι εμφανίσεις του στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης από τη σεζόν 1954-1955.

Εξάλλου, από το 1950 και μετά, κάθε χρόνο, ο Μητρόπουλος ταξίδευε στην Ευρώπη και συμμετείχε, ως επικεφαλής της ορχήστρας του ή ως προσκεκλημένος μαέστρος, στις κορυφαίες μουσικές εκδηλώσεις (Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ, Φεστιβάλ Aθηνών, Φεστιβάλ Σύγχρονης Mουσικής Bενετίας, Mουσικός Mάιος Φλωρεντίας κ.ά.).

Επίσης, διηύθυνε παραστάσεις όπερας σε φημισμένα λυρικά θέατρα και έδινε συμφωνικές συναυλίες με τις σημαντικότερες ορχήστρες.

Συνολικά, κατά τη διάρκεια της πλούσιας καριέρας του, από το 1924 έως το 1960, ο Μητρόπουλος διηύθυνε 45 ορχήστρες στην Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ ανέβηκε στο πόντιουμ περισσότερες από 2.500 φορές, για να διευθύνει συμφωνικές συναυλίες και παραστάσεις όπερας ή για να συμπράξει σε συναυλίες μουσικής δωματίου.

Στις 2 Νοεμβρίου 1960, κι αφού είχαν προηγηθεί δύο καρδιακά επεισόδια (το 1952 και το 1959), ο Δημήτρης Μητρόπουλος υπέστη θανάσιμη καρδιακή προσβολή πάνω στο πόντιουμ της Σκάλας του Mιλάνου, κατά τη διάρκεια δοκιμής μιας εκ των συμφωνιών του Γκούσταβ Μάλερ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μητρόπουλος είχε προβεί σε μια αντισυμβατική για την εποχή του επιλογή σε ό,τι αφορούσε το τέλος του.

Σύμφωνα με την εκπεφρασμένη επιθυμία του, λοιπόν, η σορός του αποτεφρώθηκε, στο Λουγκάνο της Ελβετίας.

Ακολούθως, στις 6 Νοεμβρίου, η λήκυθος με την τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου έλαβε χώρα πένθιμη τελετή στο ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Τελικά, τον Ιούλιο του 1961, η τέφρα του Μητρόπουλου εναποτέθηκε σε τάφο του Α’ Νεκροταφείου.

Εν κατακλείδι, ο Μητρόπουλος πορεύτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του «με απογυμνωτική πειθαρχία, αμφιβολίες και ταπεινοσύνη», όπως είχε γράψει ο ίδιος στο φίλο του Γιώργο Σεφέρη.