Back to top

28 Οκτωβρίου 1940: Γιατί μας επιτέθηκε ο Μουσολίνι;

28/10/2022 - 10:53

Η 28η Οκτωβρίου είναι η 301η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 302η σε δίσεκτα έτη. Όλοι ξέρουμε τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1940: Η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο. Για την ακρίβεια, ο Μπενίτο Μουσολίνι μάς κήρυξε τον πόλεμο.

Μια από τις μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες του ελληνοϊταλικού πολέμου είναι ότι η Γερμανία, και ο Χίτλερ ειδικότερα, δεν τον ήθελαν καθόλου.

Όχι οτι δεν ήθελε την Ελλάδα, δεν ήταν εκεί το θέμα του. Ήταν η χρονική στιγμή, όπως και το γεγονός ότι ο Μουσολίνι τού είχε εγγυηθεί ότι δεν θα άνοιγε ρουθούνι, «είχε τους Έλληνες στο χέρι». Επίσης, σε μια ακόμη μικρή, αλλά σημαντική λεπτομέρεια, ο Μουσολίνι είχε συμφωνήσει με τον Χίτλερ ότι η Ιταλία δεν θα έμπαινε στον πόλεμο (σε κανέναν πόλεμο) έως το 1943.

Όταν τελικά ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει, το Βερολίνο εξοργίστηκε για την ακατανόητη αυτή πράξη του Μουσολίνι.

Δεν ήταν η πρώτη και σαφέστατα ούτε η τελευταία φορά που ο Μπενίτο Μουσολίνι θα έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το σύμμαχό του. Ήταν τόση η αγωνία του να αποδείξει στον κόσμο γενικά και στον Χίτλερ τον ίδιον ότι ήταν ισάξιός του, που ήταν πολύ δύσκολο να μην τα κάνει όλα λάθος.

Η απόφασή του να επιτεθεί στην Ελλάδα ήταν ένα από αυτά τα λάθη, όχι το σημαντικότερο, αλλά βαρύ. Και ενδεικτικό της όλης διαχείρισης -ας την πούμε έτσι- και φυσικά της τεράστιας ζημιάς που έκανε και στη χώρα του.

Η «νέα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία» και άλλες μεγαλομανείς ιστορίες

Μετά το τέλος του Β' ΠΠ πολλοί από τους στρατηγούς του Μουσολίνι είπαν ότι ο Ντούτσε ήταν «τρελός εδώ και μια τετραετία». Άλλοι υποστήριξαν ότι ήταν απλώς ανίκανος, δύστροπος, πεισματάρης και χωρίς στοιχειώδη αντίληψη της στρατηγικής. Κάποιοι άλλοι, λίγοι είναι η αλήθεια, του αναγνώρισαν «στιγμές μεγαλοφυίας».

Όλοι πάντως συμφώνησαν σε ένα πράγμα: Το μεγαλύτερο λάθος του ήταν η πεποίθησή του ότι ένας πολιτικός (ο ίδιος δηλαδή) μπορούσε να διοικήσει το στράτευμα και να πάρει κρίσιμες στρατηγικές αποφάσεις.

Κάτι που αποδείχθηκε από την αρχή της εμπλοκής της Ιταλίας στον πόλεμο· σε κανένα σημείο του πολέμου αυτού η χώρα δεν είχε επάρκεια σε εφόδια και οπλισμό, κάτι που την καθιστούσε όλο και πιο εξαρτώμενη από τον επικίνδυνο και αναξιόπιστο σύμμαχό της, τη Γερμανία.

Το 1922 ο Μουσολίνι ανέβηκε στην εξουσία σε μια χώρα με πολύ ταραχώδες παρελθόν και λίαν αμφίβολης αξιοπιστίας και παράδοσης στον στρατιωτικό τομέα.

Στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ιταλία (όπως και η Ελλάδα εξάλλου) αμφιταλαντεύτηκε. Τελικά αποφάσισε να συνταχθεί με τους συμμάχους της Αντάντ, αλλά υπέστη πανωλεθρία στη Μάχη του Καπορέτο και πήγε στη Συνθήκη των Παρισίων ταπεινωμένη και απαξιωμένη. Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο έφυγε και από αυτήν.

Η Ιταλία ήταν μεν με τους νικητές, αλλά η δική της νίκη ήταν «ακρωτηριασμένη», όπως το έθεσε ο Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και πνευματικός πατέρας του Μουσολίνι.

Ο Μουσολίνι αναλαμβάνοντας την εξουσία ήξερε ότι για να κερδίσει το σεβασμό των Μεγάλων Δυνάμεων και να γίνει ομοτράπεζός τους έπρεπε να αναμορφώσει τόσο το κράτος του όσο και το στράτευμά του.

Στην πραγματικότητα ονειρευόταν μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία θα περιλάμβανε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και τη Βόρεια Αφρική, ένα γενναίο τμήμα της Βαλκανικής και ανοιχτούς διαδρόμους προς τον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό.

Η πρώτη δοκιμή έγινε στη Λιβύη, την οποία ανακατέλαβε σχετικά εύκολα μετά την απώλειά της κατά τον Α'ΠΠ. Στάθηκε ανηλεής, προβαίνοντας σε αδιανόητες βαρβαρότητες κατά των ανταρτών και των ντόπιων υποστηρικτών τους.

Η εκστρατεία στη Λιβύη έφερε στο προσκήνιο δύο συντηρητικούς και αδίστακτους στρατιωτικούς, τον Ροντόλφο Γκρατσίνι και τον Πιέτρο Μπαντόλιο, οι οποίοι θα πρωταγωνιστούσαν και στο Β'ΠΠ. Ο Μουσολίνι μετά τη Λιβύη ήταν πανευτυχής και η μεγαλομανία του φούσκωνε καθημερινά. Μαζί και η αμετροέπειά του: Η Ιταλία, στο μυαλό του -και μάλλον μόνο σε αυτό- είχε αποδείξει ότι ήταν μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, ο στρατός του ήταν γεμάτος σθένος και ικανότητες και είχε ήδη δημιουργήσει το «νέο Ιταλό φασίστα», ότι κι αν σήμαινε αυτό. 

Το 1935 εκστρατεύει στην Αβησσυνία, τη σημερινή Αιθιοπία, αδιαφορώντας για τις κυρώσεις που του επέβαλε η Κοινωνία των Εθνών. Κερδίζει άλλη μια νίκη, με τη χρήση φρικαλεοτήτων και αερίων κατά του γενικού πληθυσμού. Ο στρατός του αρχίζει και αποσυντείθεται πρακτικά και ψυχολογικά, αλλά ο ίδιος βλέπει μπροστά του μια ατελείωτη αυτοκρατορία.

Όλα αυτά, όμως, κατέτρωγαν με ταχύτατους ρυθμούς τόσο το έμψυχο υλικό όσο και κάθε είδους αναγκαία εφόδια. Η στήριξή του στον Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο με αεροπλάνα, φορτηγά και πολεμοφόδια, κόστισε στην Ιταλία 40 δισεκατομμύρια λιρέτες, κάτι που δεν εμπόδισε τον υπουργό του των Εξωτερικών και γαμπρό του, Γκαλεάτσο Τσιάνο, να κάνει λόγο για «ακόμη μια συγκλονιστική νίκη του Φασισμού, ίσως τη μεγαλύτερη ως τώρα».

Ο Μουσολίνι έβλεπε το όνειρό του να παίξει «στη μεγάλη κατηγορία» να πλησιάζει, όμως χρειαζόταν συμμάχους. Και οι ισορροπίες -τόσο οι εξωτερικές όσο και αυτές μέσα στο κεφάλι του- είχαν αλλάξει. Στις 22 Μαΐου 1939 υπογράφει το «Χαλύβδυνο Σύμφωνο» με τον Χίτλερ, με το οποίο οι δύο χώρες δεσμεύονται να συντρέξουν η μία την άλλη σε περίπτωση πολέμου.

Στο Σύμφωνο, παρόλα αυτά, κατέστη σαφές ότι η Ιταλία, αποδυναμωμένη μετά την Αβησσυνία και την Ισπανία δεν θα ήταν έτοιμη για πόλεμο πριν το 1943. Ο Μουσολίνι, όταν η Γερμανία μπήκε στον πόλεμο χωρίς αυτόν, δεν αισθάνθηκε καθόλου καλά και όλον τον επόμενο χρόνο καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, τηρώντας τα συμφωνημένα.

Όταν έσπασε, όμως, η Γραμμή Μαζινό στη Γαλλία, αποφάσισε ότι τέλος τα προσχήματα, πρέπει να μπει στον πόλεμο και να μοιραστεί τη δόξα και τις κατακτήσεις με τον Χίτλερ.

Οι κατά φαντασίαν λεγεώνες

Το 1940 ο Μουσολίνι ήξερε πολύ καλά ότι η Ιταλία δεν είχε ούτε τους άνδρες ούτε τα απαραίτητα εφόδια -τεθωρακισμένα, όπλα, σίδηρο, ατσάλι, χαλκό, νικέλιο και κυρίως καύσιμα- για να αντεπεξέλθει σε ο,τιδήποτε παραπάνω από μια πολύ σύντομη πολεμική περιπέτεια. Και να μην το ήξερε, εξάλλου, του το υπενθύμιζαν καθημερινά οι στρατηγοί του και οι πολιτικοί του σύμβουλοι.

Όλους αυτούς, όμως, ο ίδιος τους απεχθανόταν και τους θεωρούσε περιττούς. Ο μόνος τρόπος να συμφωνήσει με τους ειδικούς ήταν να έχουν την ίδια άποψη με τον ίδιον.

Έτσι, ξεκινάει τη μεγάλη πολεμική περιπέτεια της Ιταλίας από την Ελλάδα, όπου πιθανότατα πίστευε ότι δεν θα χρειαζόταν καν να πολεμήσει ο στρατός του. Χρειάστηκε όμως και πολύ σύντομα άρχισε να ηττάται. Οι απώλειες των Ιταλών στο μέτωπο της Αλβανίας ήταν πολύ βαριές και πλέον είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι Ιταλοί στρατιώτες που στάλθηκαν εκεί να πολεμήσουν με τους Έλληνες το έκαναν απρόθυμα και τράβηξαν τα πάνδεινα.

Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ταπεινωμένη από την ήττα στην Αλβανία, η Ιταλία σύρρεται σε όλα τα μέτωπα, από τη Ρωσία ως τη Β. Αφρική, εξαρτώμενη όλο και περισσότερο από τη Γερμανία.

Η σχέση του Μουσολίνι με τον Χίτλερ βυθιζόταν μέρα με τη μέρα σε ένα παιχνίδι στο οποίο ο πρώτος ταπεινωνόταν διαρκώς και ο δεύτερος σαδιστικά ευχαριστιόταν να του υπενθυμίζει πόσο άχρηστος ήταν.

Η Γερμανία κρατούσε μεν την Ιταλία ως σύμμαχο, αλλά ελάχιστα τηρούσε τη μεταξύ τους συμφωνία και δεν ικανοποιούσε σχεδόν καμία ανάγκη του ιταλικού στρατού. Οι Ιταλοί στρατιώτες πήγαν κυριολεκτικά ξυπόλητοι στο ανατολικό μέτωπο να «διαλύσουν τους κακούς Μπολσεβίκους», όπως τους έλεγε ο Ντούτσε.

Η πορεία της Ιταλίας στο Β' ΠΠ ήταν εξαρχής το χρονικό μιας προαναγγελθείας συντριβής.

Η προσωπικότητα του Μουσολίνι ήταν κομβικής σημασίας σε όσα συνέβησαν. Χειμαρρώδης τη μια στιγμή και μονολεκτικός της άλλη, οργίλος και χαρούμενος με εναλλαγές δευτερολέπτων, άλλαζε χωρίς κανένα λόγο τους στρατηγούς του, εξέδιδε διαταγές και μετά τις ακύρωνε, έβαζε την Ιταλία σε μάχες που ήταν αδύνατο να κερδίσει, σε μια ατελείωτη συνεκδοχή δονκιχωτικής μεγαλομανίας και επίπονων εκστρατειών, προελάσεων και υποχωρήσεων, νικών και απωλειών.

Οι απώλειες ήταν αυτό που έμεινε στο τέλος και ήταν τεράστιες. Όταν η Τύνιδα έπεσε στα χέρια των συμμάχων, το Μάιο του 1943 και χάθηκε η Βόρεια και η Ανατολική Αφρική, 30.000 Ιταλοί είχαν πέσει στις μάχες και άλλοι 400.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Στο Ανατολικό Μέτωπο χάθηκε το ένα τρίτο του ιταλικού στρατεύματος, περίπου 80.000 άνδρες. Άλλοι 70.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν από το κρύο και τις κακουχίες.

Μέχρι το τέλος ο Μουσολίνι πίστευε ότι ο ιταλικός στρατός ήταν μια «καλοκουρδισμένη μηχανή αποτελούμενη από πιστούς στο φασισμό άνδρες». Υπήρχαν και τέτοιοι αλλά ήταν ελάχιστοι.

 

ΠΗΓΗ cnn.gr