Back to top

1864: Η μετάβαση από τη μοναρχική στη δημοκρατική αρχή

13/11/2019 - 10:28

Στις 13 Νοεμβρίου του 1864 δημοσιεύτηκε το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας, με το οποίο καταργήθηκε η Συνταγματική Μοναρχία και καθιερώθηκε η Βασιλευόμενη Δημοκρατία.

Η θέσπιση του Συντάγματος του 1864 σηματοδότησε τη μετάβαση από τη μοναρχική αρχή στη δημοκρατική αρχή, καθώς το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πολίτευμα που εγκαθιδρυόταν με αυτό ήταν εκείνο της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και όχι πλέον της συνταγματικής μοναρχίας.

Στο β’ ήμισυ του 19ου αιώνα νέα εδάφη προστίθενται στον εθνικό κορμό: το 1864 τα Επτάνησα και το 1881 η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας. Η χώρα καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για την οικονομική και κοινωνική της ανασυγκρότηση και για το θεσμικό εκσυγχρονισμό της, ιδίως επί των κυβερνήσεων Κουμουνδούρου και Τρικούπη. Σημαντικές προσπάθειες καταβάλλονται και προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης, με απώτερο στόχο την επιδίωξη των στόχων της Μεγάλης Ιδέας. Στα εθνικά θέματα, τις περιοδικές εξάρσεις του έθνους, διαδέχεται η απογοήτευση, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην πολιτική κρίση, με αποκορύφωμα τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε έργο της «εν Αθήναις Β’ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», η οποία εξελέγη στις 27-11-1862 και συγκροτήθηκε σε σώμα στις 10-12-1862.

Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν Σύνταγμα (του 1844), ο νέος συνταγματικός χάρτης της χώρας καταρτίστηκε από μία κυρίαρχη συντακτική συνέλευση, η οποία φρόντισε να αποκλείσει οποιαδήποτε σύμπραξη-παρέμβαση του μονάρχη στην άσκηση της συντακτικής εξουσίας. Το ίδιο αυτό συνταγματικό κείμενο επρόκειτο να αποτελέσει ένα από τα μακροβιότερα Συντάγματα στην ελληνική ιστορία, δεδομένου ότι ίσχυσε, με διαλείμματα έως τη Μεταπολίτευση του 1974.

Τι καθιέρωσε το Σύνταγμα του 1864

Η θέσπιση του Συντάγματος του 1864 σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τη μοναρχική αρχή στη δημοκρατική αρχή, καθώς το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πολίτευμα που εγκαθιδρυόταν με αυτό ήταν εκείνο της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (και όχι πλέον της συνταγματικής μοναρχίας).

Για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία καθιερωνόταν – και τυπικά πλέον – η καθολική ψηφοφορία (πάντοτε του άρρενος μόνο πληθυσμού). Επρόκειτο για μια πρωτοποριακή εξέλιξη σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

 Με το Σύνταγμα του 1864, υιοθετούνταν το σύστημα της μονήρους Βουλής, δηλαδή του ενός νομοθετικού σώματος. Η αρνητική εμπειρία της οθωμανικής περιόδου είχε συμβάλει καθοριστικά στην απαξίωση των θεσμών τόσο της Γερουσίας όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Στο πεδίο της προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους δύο ατομικά δικαιώματα συλλογικής δράσης με ιδιαίτερη πολιτική σημασία, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.

 

Η πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου Συντάγματος (1864-1875) χαρακτηρίστηκε κατά κύριο λόγο από μια μοναρχική ανάγνωση των συνταγματικών διατάξεων σχετικά με το διορισμό και την παύση των κυβερνήσεων. Η μετάβαση στη δημοκρατική αρχή ολοκληρώθηκε, όσο αυτό ήταν εφικτό στο πλαίσιο του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας, με την αποδοχή της αρχής της «δεδηλωμένης» το 1875. Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της (πλειοψηφίας) της Βουλής εισήχθη, στη συγκυρία του τέλους του 19ου αιώνα, ως «συνθήκη» του πολιτεύματος, δηλαδή ως πολιτικός κανόνας στερούμενος νομικής δεσμευτικότητας.

 Ο πρώτος δικομματισμός

Περαιτέρω, η κατ’ αυτόν τον τρόπο εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης συνδέθηκε με την ανάπτυξη του πρώτου ελληνικού δικομματισμού (1882-1895), που είχε ως πόλους του το «Νεωτεριστικό Κόμμα» του Χ. Τρικούπη και το «Εθνικό Κόμμα» του Θ. Δηλιγιάννη.

 Τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα που σωρεύθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα -πτώχευση (1893), δυσμενής έκβαση ελληνοτουρκικού πολέμου (1897), επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) – συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός κλίματος απογοήτευσης και δυσαρέσκειας. Αυτή η γενικευμένη δυσφορία προετοίμασε το έδαφος για την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί (1909), το οποίο βρήκε με τη σειρά του διέξοδο στην αναθεώρηση του Συντάγματος (1909-1911).

 Η αρχή της δεδηλωμένης

Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί τη δέσμευση του αρχηγού του κράτους, που για πρώτη φορά δόθηκε από τον Γεώργιο Α’ το 1875, ότι θα αναθέτει το σχηματισμό Κυβέρνησης σε πολιτικό που έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής.

 Πηγή: Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2012.