Back to top

Νίκος Τσιφόρος: Οσο πιο βλάκας και αφελής, είσαι τόσο ζυγώνεις την ευτυχία..

23/01/2021 - 17:34

Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς πρέπει να γελάμε. Ο Νίκος Τσιφόρος είναι ιδανικός, γιατί το χιούμορ του έχει ευφυία, σαρκασμό και αλήθειες που δεν τολμούν να πουν στο χαρτι οι περισσότεροι. Πολυτάλαντος και πολυσχιδής, ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, αφοσιώθηκε, παράλληλα στη δημοσιογραφία γράφοντας χρονογραφήματα και εύθυμα στιγμιότυπα τα οποία συνήθως υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα. Οι ήρωες του Νίκου Τσιφόρου κινούνται συνήθως στο περιθώριο της αθηναϊκής προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, έχουν δοσοληψίες με το νόμο και το δραματικό διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήγει γκροτέσκ. Πένα ευθύβολη, καυστική, συνέθετε ξεκαρδιστικές ιστορίες προσφέροντας απλόχερα το γέλιο σε μία Ελλάδα που το είχε απόλυτα ανάγκη.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1909. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα έντεκά του χρόνια ο Νίκος Τσιφόρος άρχισε να ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ την πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Αφού πήρε το πτυχίο της Νομικής, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επάγγελμα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Μετά από πέντε χρόνια ταλαιπωρίας, με εγχειρήσεις και μεταστάσεις -χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει- πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1970.

Από τα έργα του ξεχωρίζουν οι «Σταυροφορίες», «Τα Παιδιά της Πιάτσας», τα «Παραμύθια Πίσω Από Τα Κάγκελα», «Ανθρωποι και Ανθρωπάκια», η «Παρωδία της Ελληνικής Μυθολογίας» κ.ά. Διαβάστε μερικά εξιαρετικά αποσπασματα απο τα έργα του....

«ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ»

Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κουράδες έχεις. Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες. Δύναμη; Μπούρδες. Ιδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα. Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις. Εβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο, κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα, και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στη λεκάνη του καμπινέ. Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο και από την άλλη μεριά, μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο, κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και τον χιονιά και το πρωί είναι φρέσκο και δεν τούγινε τίποτα. Πούν' η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πούναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι. Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε.

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»

Ο Θεός έφτιαξε τα μικρόβια, τα χρέη, τους στενοκέφαλους δικαστικούς και τους συγγενείς, για να τιμωρήσει τον αχάριστον και τον άτιμον άνθρωπο. Τα πρώτα τα πολεμάς με ενέσεις, τα δεύτερα με άρνηση και σε πάνε μέσα, τα τρίτα με φυλάκιση. Τους συγγενείς δεν τους πολεμάς με τίποτα.

«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ»

Μια φορά στις εκβολές ενός ποταμού στη Δυτική Αφρική, κάποιος Εγγλέζος θέλησε να κάνει μπάνιο. Επειδή όμως εκείνο το μέρος είχε πολλούς κροκοδείλους, φώναξε ένα ιθαγενή και τον παρακάλεσε να του δείξει καμιά σίγουρη τοποθεσία που να μην έχει απ' αυτά τα τρομερά ερπετά. Τούδειξε λοιπόν ο ιθαγενής ένα μέρος κοντά στη θάλασσα, έπεσε ο Εγγλέζος, έκανε το μπάνιο του, βγήκε και ρώτησε τον ιθαγενή: -Καλά, εδώ γιατί δεν έχει κροκοδείλους; -Αφέντη, απάντησε ο μαύρος, εδώ δεν έχει κροκοδείλους γιατί έχει πολλούς καρχαρίες. Κι οι κροκόδειλοι τους φοβούνται τους καρχαρίες.

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»

Κάποιος είπε ότι σήμερα οι Ελληνες είναι ένας λαός μεταπρατών. Ισως να τον ενόχλησε η ναυτιλία μας, δυσανάλογα μεγάλη για τη χώρα τούτη δω, τη μικρή και ασήμαντη. Ε, λοιπόν, πάντα ήτανε ένας λαός μεταπρατών οι Ελληνες. Η γη, σκουπιδαριό του Θεού που πέταξε όσα βράχια του περισσεύανε, άμα κι έφτιασε την Ευρώπη, φτωχιά, ντούρα και περήφανη, δεν έδινε απλόχερα τον καρπό της για να θρέψει τον κόσμο της. Η ελιά φύτρωνε πάνω στις απότομες πλαγιές για να καλύψει το έλλειμμα από τα αραιά κοπάδια με λίπος φυτικό. Ισως νάτανε και το κλίμα που την ανάγκασε να φυτρώνει σε τούτες τις Μεσογειακές άκρες. Μπόλικο το σταφύλι, λιγοστό το σιτάρι. Ομως κανένας Ελληνας δεν σκοτίστηκε για την φτώχεια της γης του. Τη γλέντησε τούτη τη φτώχεια. Στη μεγάλη, τη δυνατή Αθηναϊκή Δημοκρατία, τότε τον χρυσό καιρό της, οι «ελεύθεροι πολίτες» περνάγανε κοτσάνι με φακή, κρασάκι και κριθαρένιο ψωμί. Αραιή και γιορταστική ήτανε η καλοφαγία.

Το μόνο που δούλευε άφθονα και πληθωρικά ήτανε «ο νους», η σκέψη, το πνεύμα. Και το αντριλίκι, που αντιμετώπιζε νικηφόρα ορδές από Ασιάτες επιδρομείς, σε δυσανάλογους αλλά νικηφόρους αγώνες. Αντίθετα με τη Ρώμη, την Ελλάδα δεν την έφαγε ο πλούτος. Την έφαγε το μυαλό της. Που δημιούργησε διαμάχες ανάμεσα στους Ελληνες και τους έβαλε να μαλώνουνε μεταξύ τους. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήτανε η αρχή του τέλους της. Οι τέσσερις σταθμοί της καταστροφής της: Πόλεμος Αθήνας – Σπάρτης, πρόωρος θάνατος του Αλέξανδρου, Βυζαντινή παπαδοκρατία, Μικρασιατική καταστροφή. Ενα από τα τέσσερα ήτανε ικανό να την βουλιάξει. Ηρθανε και τα τέσσερα ακριβώς τη στιγμή που σηκώναμε κεφάλι. «Καλημέρα μεγάλοι και εντιμότατοι ημών σύμμαχοι και προστάτες», αλλά φταίμε κι εμείς. Εχουμε, βλέπεις, πολύ ανεπτυγμένη την ανεξαρτησία, την πρωτοβουλία και το πνεύμα της αρχομανίας. Και δεν πρόκειται να διορθωθούμε ποτέ. Αυτό είναι το δράμα μας.