Back to top

Η επαφή με τους Συνοριοφύλακες είναι για τους ηλικιωμένους όλος ο κόσμος

10/03/2019 - 10:29



«Καλώς τα παιδιά μου. Καλώς ήρθατε, είστε καλά;» Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας που ποτίζει το μουλάρι στη βρύση του χωριού, στο Γαναδιό Κόνιτσας, φωτίζεται μόλις βλέπει το τζιπ των Συνοριοφυλάκων να σταματά στην πλατεία. Είναι μία από τους μόλις 12 μόνιμους κατοίκους του χωριού. Ολοι ηλικιωμένοι, αρνούνται να εγκαταλείψουν το δυσπρόσιτο χωριό τους, μια ανάσα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Μένουν εκεί μαζεύοντας καυσόξυλα για το χειμώνα (η θέρμανση εδώ προέρχεται αποκλειστικά από ξυλόσομπες) και ξεχερσώνοντας πέτρες από τους κήπους τους, που δεν ξεπερνούν τα λίγα τετραγωνικά μέτρα γης ο καθένας. «Εμείς εδώ είμαστε καλά. Δίπλα, στη Μόλιστα, οι κάτοικοι είναι τέσσερις», λέει ο επίσης ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του μοναδικού καταστήματος, καφενείου - μπακάλικου, του χωριού.

Η καθημερινή περιπολία των Συνοριοφυλάκων είναι για τους ηλικιωμένους αυτούς επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, ευκαιρία να ανταλλάξουν λίγες κουβέντες, σιγουριά ότι κάποιος τους σκέφτεται, κάποιος θα τους χτυπήσει την πόρτα, θα τους βοηθήσει όταν χρειαστεί. Είναι η αίσθηση ότι δεν είναι ξεχασμένοι και αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Και δεν είναι μόνο φύλακες. Επειτα από τρία χρόνια παρουσίας στους ορεινούς αυτούς όγκους, οι Συνοριοφύλακες γνωρίζουν τους κατοίκους έναν προς έναν. Και αυτοί τους βλέπουν σαν παιδιά τους. Σ' αυτούς λένε τα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας και από αυτούς ζητάνε βοήθεια. H ζωή εδώ είναι διαφορετική και η πρόσβαση σε υπηρεσίες και αγαθά δύσκολη. Οι Συνοριοφύλακες είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να φέρουν από την Κόνιτσα το φάρμακο που τελείωσε, να πληρώσουν κάποιο λογαριασμό και πολλές φορές να μεταφέρουν κάποιον αδιάθετο στο γιατρό ή σε νοσοκομείο.

Οι ηλικιωμένοι χαίρονται και ελπίζουν. Χαίρονται γιατί κάποιος τους θυμάται και ελπίζουν ότι τα χωριά τους δεν θα εγκαταλειφθούν, δεν θα σβήσουν από το χάρτη. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν με έστω και λιγοστά βήματα να ακούγονται στα πέτρινα καλντερίμια τους. Ηδη παρουσιάζεται τάση επιστροφής. Οχι ακόμη από νέους. H καθημερινή παρουσία των Συνοριοφυλάκων όμως, ενθαρρύνει όλο και περισσότερους συνταξιούχους να παραμείνουν εδώ όλο το χρόνο.

Πολλοί από αυτούς στις αρχές της δεκαετίας του '90 εγκατέλειψαν για πρώτη φορά τα χωριά τους, φοβισμένοι από τις ορδές των λαθρομεταναστών, που μέσα σε μια νύχτα πλημμύρισαν τα βουνά. Ανθρωποι εξαθλιωμένοι, πεινασμένοι, κατέφευγαν συχνά σε κλοπές προσπαθώντας να επιβιώσουν. H καθημερινότητα είχε μετατραπεί σε εφιάλτη. Στα παράθυρα τοποθετήθηκαν σιδεριές, οι πόρτες έγιναν σιδερένιες και όλοι κοιμόντουσαν με το όπλο αγκαλιά. Στα πέτρινα καλντερίμια τα βράδια ακούγονταν βήματα αγνώστων. O φόβος φώλιαζε παντού και άρχισαν να εμφανίζονται κρούσματα αυτοδικίας. Μια από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι συνοριοφύλακες ήταν ότι κατάφεραν να μεταστρέψουν αυτό το κλίμα, να κάνουν αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους να αισθανθούν ασφαλείς μέσα στα σπίτια τους.