Back to top

Γιώργος Μπαμπινιώτης: Ο εθνικός μας γλωσσολόγος..

03/01/2021 - 17:37

Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1939 στην οδό Πειραιώς στην πλατεία Κουμουνδούρου, μεγάλωσε σε μια μικροαστική αθηναϊκή γειτονιά ανάμεσα στο Μεταξουργείο, στο Θησείο και του Ψυρρή. Ανατράφηκε στους κόλπους μιας αξιοπρεπούς οικογένειας χωρίς ιδιαίτερη οικονομική άνεση. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν οικογενειακός γιατρός, παθολόγος-παιδίατρος, σε μια εποχή που οι συνοικιακοί ιατροί δεν αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Η μητέρα του, οικοκυρά, είχε τη φροντίδα του σπιτιού και τη μέριμνα των παιδιών της.

Πορεύτηκε ως οικοδέσποινα σε όλη της τη ζωή έως ότου απεβίωσε σε ηλικία 101 ετών. Ο μικρός Γιώργος Μπαμπινιώτης ωρίμασε γρήγορα, όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής, σε μια κοινωνία που έβγαινε τραυματισμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, από δεινά και κακουχίες, αλλά αισιόδοξη για το αύριο. Δημοτικό πήγε στην πλατεία Κουμουνδούρου και κατόπιν σε εκείνο της πλατείας Θεάτρου. Συνέχισε στο ιστορικό 9ο Γυμνάσιο Αρρένων, με καλούς καθηγητές και επαρκούς ποιότητας διδασκαλία για εκείνα τα χρόνια, που στεγαζόταν τότε στη μεγαλοπρεπή νεοκλασική οικία Εμπειρίκου – Κουμουνδούρου επί της ομώνυμης πλατείας. Μεταξύ των συμμαθητών και ο Αλέκος Φλαμπουράρης.BABINοΟ Γιώργος Μπαμπινιώτης σε νεαρή ηλικία

Στο ίδιο Γυμνάσιο εξέδωσε τη μαθητική εφημερίδα με τίτλο «Μαθητικό Σάλπισμα», ενώ παράλληλα ως καλό χριστιανόπουλο παρακολούθησε με χαρά το Κατηχητικό της Εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Κατηχητής του εκεί ήταν ο απόφοιτος από τον ίδιο Γυμνάσιο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, ο οποίος ενέπνευσε στους νεαρούς κατηχούμενους τον διάλογο και τον προβληματισμό πέραν των θεολογικών κηρυγμάτων. Στην εφηβεία του ανακάλυψε την κλίση του για στενότερη επαφή με τη γλώσσα, σε μια προσπάθεια αυτομόρφωσης, και αυτοκαλλιέργειας, διάβασε με ζήλο νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Πιθανότατα δεν γνώριζε, τότε, ότι ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης εδραίωνε επιγραμματικά στο δοκίμιο «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» ότι οι «Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας, που δεν ήξεραν ελληνικά».

Ακουγε ακόμη συστηματικά ραδιόφωνο, το οποίο, εκτός από μουσική απόλαυση, πρόσφερε ικανή εκφορά του λόγου στους ακροατές του. Εισήλθε μετά από εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και ως φοιτητής έγραψε, το 1960, το πρώτο του δημοσίευμα «Περί της Κρητομυκηναϊκής γραφής και γλώσσης». Πήρε πτυχίο το 1962 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία με υποτροφία. Το 1965 παντρεύτηκε τη Ροδάνθη Καραούζα. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, την παιδαγωγό και καθηγήτρια του Αρσακείου Μαρία-Φλώρα, Φλωρίτα, για τους οικείους της, και τον Δημήτρη, επίκουρο καθηγητή Νομικής, από τον οποίο έχει τρεις εγγονές. Το 1973 ο Γιώργος Μπαμπινώτης, ούτε καν 35 χρόνων, εξελέγη τακτικός καθηγητής της Γλωσσολογίας στο ΕΚΠΑ. Εκτοτε παραμένει αδιαλείπτως φωνή ευαισθητοποίησης και προβληματισμού υπέρ του σεβασμού της ελληνικής γλώσσας, την οποία θεωρεί το μεγάλο κεφάλαιο και προνόμιο του πολιτισμού της χώρας. Οχι πάντα χωρίς αντίλογο.

Οι επικριτές του, που είναι πολλοί και ποικίλοι, τον επιτιμούν πως εν έτει 2020 επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο τους όρους που γέννησαν και ανέθρεψαν το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα». Του ασκούν κριτική για τις συντηρητικές απόψεις που εκφράζει με τις υπερβολικές επιφυλάξεις του, παρότι δεν είναι τεχνοφοβικός, για την «εξάρτηση» από το Διαδίκτυο, την τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο, καθώς και για την εκλεκτιστική αντίληψή του περί της γλώσσας. Οι αντίπαλοι του καταλογίζουν και άλλα ακόμη. Ανασύρουν ότι υπήρξε επί χούντας επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» του οπαδού του ολοκληρωτισμού, εκδότη Σάββα Κωνσταντόπουλου. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο έντυπο υπήρξε επικοινωνιακή έπαλξη της δικτατορίας και των πραξικοπηματιών συνταγματαρχών, του κολλάνε άδικα τη ρετσινιά του αντιδημοκράτη και αφήνουν ύπουλα τον υπαινιγμό: «Ποτέ, είπαμε, έγινες καθηγητής;». Τον επιπλήττουν επίσης για τον υποτιθέμενο πολιτικό χαμαιλεοντισμό του -που χρησιμοποιείται αδιακρίτως για τους κομματικά ανένταχτους- από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Του επιρρίπτουν ότι τα βρήκε με τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος, ως υπουργός Παιδείας επί ΠΑΣΟΚ, ζητούσε την επαναφορά των Αρχαίων στα γυμνάσια. Του αποδίδουν ακόμη συμβολή στη σύνταξη του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου επί Ν.Δ., αλλά και ότι ως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, σε συνεργασία με τον προσφιλή του υπουργό Παιδείας Γιώργο Σουφλιά, έκαναν πραγματικότητα το 1992 το παλιό όνειρο του Μπαμπινιώτη για επαναφορά από το πρωτότυπο της διδασκαλίας των αρχαίων στα γυμνάσια όλης της χώρας. Του προσάπτουν επίσης ότι λειτουργεί πατερναλιστικά ως αμετακίνητος νεο-σουλτάνος από το 1987 έως σήμερα, εκλεγόμενος ανά τριετία πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας των Αρσακείων Σχολείων. Αναπόφευκτα τον παρουσιάζουν ως δείγμα διαπλοκής μεταξύ της κρατικής, ακαδημαϊκής και πολιτικής ελίτ. Παραλείπουν, ωστόσο, το μακροχρόνια εποικοδομητικό του έργο από το ίδιο πόστο.

Οι πάσης φύσεως μομφές εναντίον του γιγαντώθηκαν όταν ανέλαβε το 2012 εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Παιδείας επί κυβέρνησης κοινής αποδοχής, του μη εκλεγόμενου πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου. Καθόλου τυχαία επιλογή, μια και από το 2000 έως το 2006 είχε διατελέσει πρύτανης του ΕΚΠΑ, ενώ προΐστατο το 2009, επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία. Στην πραγματικότητα ο Μπαμπινιώτης δεν συμμετείχε σε εκείνη την κυβέρνηση για να παραστήσει τον υπουργό, ούτε και για να φτιάξει όνομα. Να συνεισφέρει ήθελε, όχι να βολευτεί. Παραιτήθηκε από τον υπουργικό μισθό του, αλλά η αλλόκοτη πρότασή του για την ισοβιότητα του υπουργού Παιδείας, χωρίς ο ίδιος να αυτοεξαιρεθεί, ξεσήκωσε θύελλα. Αποτέλεσμα να απογοητευτεί, καθώς όλες του οι πρωτοβουλίες αναβάλλονταν υπό τον ανασταλτικό αντίλαλο: «Ασ’ τες να τις κάνει η επόμενη κυβέρνηση». Αργότερα ξιφούλκησε έξαλλη εναντίον του μερίδα της ριζοσπαστικής Αριστεράς όταν, την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών, διατύπωνε ως έγκυρος γλωσσολόγος ότι δεν ανεχόταν ως μακεδονική μια βουλγαροσερβική, δηλαδή μια σλαβική γλώσσα, που γράφεται με κυριλλικό αλφάβητο. Τον κατήγγειλαν σχεδόν παροξυσμικά ως ακραίο εθνικόφρονα και παρωχημένο εθναμύντορα επειδή χαρακτήριζε τη γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας» «κλοπή της Ιστορίας».

Οπως και να έχει, έστω με τις «παραξενιές» του σε μια υπερτεχνολογική εποχή, ο 81χρονος πολυγραφότατος καθηγητής έχει διανύσει ως μαραθωνοδρόμος τη διαδρομή της αδιάσπαστης ελληνικής γλώσσας. Συνεχίζει και σήμερα, ως προσφάτως διορισθείς άμισθος σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για θέματα ελληνικής γλώσσας, να πιστεύει ακράδαντα στη φράση του Αδαμάντιου Κοραή: «Δεν υπάρχει πιο δημοκρατικός θεσμός από τη γλώσσα. Σε αυτήν μετέχουν όλοι με δημοκρατικήν θα ειπώ ισότητα». Και ας παραπονιέται για την κρίση των ελληνικών. Και ας γκρινιάζει περί γλωσσικής «ακηδίας», δηλαδή αμεριμνησίας, τεμπελιάς και εφησυχασμού, που τείνει να παγιωθεί εν Ελλάδι. Εχει, ωστόσο, σφραγίσει την επιστημονική υστεροφημία του με έναν μεγάλο έπαινο που απορρέει από το κλισέ «το είπε ή το ’γραψε ο Μπαμπινιώτης»! Πότε περιπαικτικά, αλλά κυρίως σοβαρά, αποτελεί τη συχνότερη αναφορά σήμερα όταν κάποιος μιλάει ή ψάχνει για «σπάνιες» ελληνικές λέξεις, καινολεξίες και έννοιες. Τι άλλο παρά επιδοκιμασία, έγκριση και εγκώμιο συνιστά αυτή η παραδεκτή από όλους φράση για το συνολικό έργο του; Ετσι κι αλλιώς, όπως έγραψε ο φιλόσοφος Εμίλ Σιοράν, «κατοικούμε μια γλώσσα παρά μια χώρα». Φτάνει να συνεννοούμαστε εγχωρίως, είτε λέμε virtual reality είτε εικονική πραγματικότητα, Merry Christmas ή Καλά Χριστούγεννα.