Ηταν μια παγίδα που έμελλε να με καθηλώσει για αρκετά χρόνια στην πράσινη τσόχα. Ηταν η πρώτη δόση του ναρκωτικού, που με οδήγησε στην εξάρτηση»...
Μ’ αυτόν τον γλαφυρό τρόπο ο Γιώργος Κωνσταντίνου αποκαλύπτει τον εθισμό του στον τζόγο μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του με τον τίτλο «Showtime», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός. Σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση ψυχής, ο αγαπημένος ηθοποιός αφηγείται την αρχή του κακού.
«Μου άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια. Και, τελικά, μου έγινε ένα καταστροφικό πάθος που δεν μπόρεσα να ελέγξω. Δεν ήμουνα από τους τυχερούς παίκτες. Και ποιος είναι άλλωστε; Δεν πιστεύω ότι μένει κανείς τυχερός για πολύ. Εξ ου και το ρητό “Πας παίζων, χάνει”. Ωστόσο, εγώ παραήμουν άτυχος. Στα παιχνίδια της πόκας, από τα επτά άτομα που παίζαμε συνήθως εκείνος που έφευγε σχεδόν πάντα πρώτος από το τραπέζι ήμουν εγώ» γράφει ο ηθοποιός για το άγνωστο στο κοινό πάθος του. «Αργότερα, όταν το καζίνο μπήκε στη ζωή μου, άρχισαν να συμβαίνουν κάποια γεγονότα που μ’ έκαναν να ψάξω, να μελετήσω την απαρχή της εξάρτησης και την παράλληλη πορεία της ζωής μου με τον τζόγο. Υποθέτω ότι ανάλογα πράγματα συνέβησαν και σε άλλους, που απλώς δεν έδωσαν σημασία. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλα αυτά συνέβαιναν “τυχαία”. Αρχισα λοιπόν την αναζήτηση. Πήγα πίσω, θυμήθηκα πώς ξεκίνησε το πάθος» εξομολογείται και ξετυλίγει το κουβάρι:
«Φαινόμουν τελειωμένος»
«Είχα κάνει μια θεατρική παραγωγή που με κατέστρεψε. Αναγκάστηκα να χρεωθώ σε τοκογλύφους. Προσπάθησα να ρεφάρω με δύο επόμενες δουλειές, αλλά και αυτές ήταν καταστροφικές. Φαινόμουν τελειωμένος. Ομως ήμουνα και πολύ νέος ακόμα, για να πέσει ο τίτλος “Τέλος”. Επειτα, δεν θα είχε γούστο γι’ αυτόν που σκάρωνε το παιχνίδι να το τελειώσει στα γρήγορα. Είχα πολλά χρόνια ακόμα μπροστά μου για να βασανιστώ, έτσι που να του κάνει απόλυτη ευχαρίστηση. Για ποιον μιλάω; Πιστεύω στην ύπαρξη του καλού και του κακού πνεύματος. Αλίμονο. Πιστεύω στον Θεό, με λίγα λόγια. Και πιστεύω ότι ο τζόγος, μαζί με το μίσος του πολέμου, είναι τα αγαπημένα, τα απόλυτα παιχνίδια του κακού» εξηγεί ο δημοφιλής καλλιτέχνης και συνεχίζει την περιγραφή του.
«Ο πόλεμος κι ο τζόγος. Κάποιοι φίλοι μου με παρότρυναν να πάμε στο καζίνο. Είχα ξαναπάει, αλλά δεν μου είχε προξενήσει το ενδιαφέρον. Προτιμούσα τη χαρτοπαιξία. Μου φάνηκε τρελό. Κατεστραμμένος εντελώς, με κάτι ελάχιστα λεφτά στην τσέπη, αιχμάλωτος των τοκογλύφων... Πού πάω; Πήγα. Τους ακολούθησα, χωρίς να έχω την πρόθεση να παίξω. Και έπαιξα. Εκείνα τα ελάχιστα που είχα τα έπαιξα. Κέρδισα ένα μεγάλο ποσό. Την άλλη μέρα, κάλυψα ένα μέρος από τα χρέη μου και το βράδυ ξαναπήγα στο καζίνο. Απίστευτο... Κέρδισα ένα μεγαλύτερο ποσό! Την τρίτη βραδιά είχα πια ξοφλήσει όλα τα χρέη μου. Μου φάνηκε εκπληκτικό, μεταφυσικό. Ομως όταν έκανα την ανατομία του εγκλήματος, του μεγάλου αυτού εγκλήματος της ζωής μου, ανακάλυψα πως ό,τι μου φάνηκε τότε εκπληκτικό ήταν μία παγίδα, που έμελλε να με καθηλώσει για αρκετά χρόνια στην πράσινη τσόχα. Ηταν η πρώτη δόση του ναρκωτικού, που με οδήγησε στην εξάρτηση. Η τύχη μου δεν ήταν “τυχαία”» αναφέρει και συγκλονίζει με τη συνέχεια. «Για καιρό πήγαινα στον ντίλερ να πάρω τη δόση μου. Τα πράγματα πήγαιναν καλά, στην καριέρα μου εννοώ. Κι έχοντας χρήματα, ο εθισμός ήταν ανώδυνος, απλώς μια διασκέδαση. Δεν είχα ακόμα καταλάβει τίποτα. Ωσπου κάποια στιγμή, σ’ ένα τραπέζι ρουλέτας καθίσαμε απέναντι εγώ και ο άλλος, ο βασανιστής των ψυχών. Τον έβλεπα πώς με έπαιζε, πώς χαιρόταν τη δυστυχία μου. Μελετούσα τα νούμερα και τους απίστευτους συνδυασμούς τους πάνω στο τραπέζι, πώς μετατοπιζόντουσαν, πώς άλλαζαν, για να με οδηγήσουν στην παράνοια και στην απελπισία. Ηταν ο καιρός της πτώσης. Της απόγνωσης. Φεύγοντας τα βράδια απ' το καζίνο, παρ’ όλο το ψυχικό κουρέλιασμα, υποσχόμουνα στον Κύριο ότι ποτέ δεν θα ζητούσα τη βοήθεια εκείνου του καταστροφέα για να κερδίσω. Και μόνο με τη σκέψη ανατρίχιαζα. Αντίθετα, ζητούσα τη βοήθεια του αγαθού Πνεύματος για να ξεφύγω από το πάθος. Κάποτε έγινε κι αυτό. Εδωσα τη μάχη και την κέρδισα. Τελείωσε. Για πάντα».
«ΗΜΟΥΝ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΤΟΝ ΘΙΑΣΟ ΜΟΥ ΤΗΝ ΠΕΦΤΑΝΕ»
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του ο γνωστός θεατράνθρωπος απαριθμεί τις κακουχίες που συνόδευσαν την παιδική του ηλικία και στιγμάτισαν τη μετέπειτα ζωή του. «Γεννήθηκα πάνω σε ένα τραπέζι, στην τραπεζαρία ενός διώροφου προπολεμικού σπιτιού κάπου στο Μεταξουργείο. (...) Αυτός ήμουν. Ο ψηλός της πλατείας Βάθη, όπου μεγάλωσα. Το παρατσούκλι μου στη γειτονιά ήταν “ξυλάρας”, έτσι με φώναζαν τα παιδιά». Ο πατέρας του έφυγε όταν ήταν 6 μηνών! Εζησε πόλεμο, Κατοχή, φτώχεια: «Ως παιδί τώρα, εγώ, αν και ζούσα σε μια διαλυμένη οικογένεια ή καλύτερα χωρίς οικογένεια, μαζευόμουνα νωρίς. Δεν με καθοδήγησε κανένας, αλλά όταν οι φίλοι μου ξεκινούσαν να κάνουν τις βραδινές τους παρανομίες εγώ γύριζα στο σπίτι μου, από μόνος μου. Γύριζα στο θλιβερό μου δωμάτιο, που το ταβάνι έσταζε βροχή και βουτούσα στα όνειρα» αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ η αφήγηση για τα επόμενα χρόνια γίνεται ακόμα πιο γλαφυρή.
Λίγο πριν μπει στην εφηβεία, θυμάται και εξιστορεί και την εποχή που ακολούθησε τη μητέρα του στα μπουλούκια. Μαζί ήταν και ο πατέρας του, με τον οποίο η μάνα του δεν είχε πλέον καμία σχέση. Εκείνος είχε τη φιλενάδα του. «Μάθαινα απέξω ολόκληρες οπερέτες... Μεγάλη επιτυχία της μητέρας μου. Με βάζανε τα βράδια να τους τα τραγουδάω. Ημουνα δεκατριών χρόνων, αλλά φαινόμουν παραπάνω, ήμουν πανύψηλος. Κάποιοι από τον θίασο μου την πέφτανε. Αντρες. Ντρεπόμουνα, φοβόμουνα. Η μητέρα μου αποφάσισε να εγκαταλείψω το μπουλούκι. Ενα βράδυ με έστειλε πίσω στην Αθήνα μ’ ένα φορτηγό» αναφέρει.
«ΣΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΖΩΗ ΑΠΕΦΕΥΓΑ ΝΑ ΒΓΑΖΩ ΣΤΗ ΦΟΡΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΜΟΥ»
Σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή, ο ηθοποιός πολλές φορές μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ξεκαθαρίζει ότι δεν θα μπει σε λεπτομέρειες: «Θέλω να αποφύγω τα προσωπικά μου. Σε όλη μου τη ζωή απέφευγα να τα βγάζω στη φόρα. (...) Εντάξει. Το κάνανε άλλοι. Και όχι μόνο το κάνανε. Το παρακάνανε. Πούλησαν όλη τους τη ζωή με αντάλλαγμα τη δημοσιότητα. Δικαίωμά τους». Παρ’ όλα αυτά, αναφέρεται στη σχέση του με μία γυναίκα, της οποίας τα στοιχεία αποκρύπτει...
«Υπήρξε κι ένα σκοτεινό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή μου. Κάποια στιγμή έκανα ένα λάθος. Ημουνα νέος. Ημουν αμάθητος. Δεν είχα ζήσει τη ζωή μου. Παρασύρθηκα από τις ευαισθησίες μου, από τον ενθουσιασμό και την επιπολαιότητα της ηλικίας μου. Το κακό ήταν ότι παρέσυρα και το άλλο, αθώο πρόσωπο, που κάθε άλλο παρά επιπόλαια είχε δει τη σχέση μας. Εκείνη έδωσε τα πάντα. Κατέθεσε την ψυχή της και έγινε ολοκαύτωμα. Εγώ άνοιξα τα φτερά μου για άλλους, άγνωστους τόπους, χωρίς να καταλαβαίνω ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πλήγωνα καίρια έναν άνθρωπο. Αργότερα, όταν το συνειδητοποίησα, ήταν αργά. Η ιστορία δεν είχε γυρισμό. Το άνοιγμα ήταν μεγάλο και μέσα σ’ αυτό είχα χαθεί. Ενιωσα τέτοιες τύψεις, που ενσωματώθηκαν στην ψυχή μου και δεν με άφησαν ποτέ. Ομως δεν γυρνάς πίσω από οίκτο ούτε από ενοχές. Είναι χειρότερα καταστροφικό».