Back to top

Εχουν τον πόνο τους έχουν και τους εκμεταλλευτές: Γιαγιά που έχασε το σπίτι της στο Μάτι καταγγέλει ότι της ζητούν 50€ τη μέρα για ένα δωμάτιο της συμφοράς

31/07/2018 - 13:52

 Συγκλονίζει η καταγγελία μιας ηλικιωμένης γυναίκας στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», όπου με τρεμάμενη φωνή περιγράφει την δραματική κατάσταση της καθώς πλέον δεν έχει που να μείνει. Μαζί με τον 89χρονο σύζυγό της και την 9χρονη εγγονούλα της…Πέρα από τα όσα περιγράφει για την απάνθρωπη και ασυνείδητη συμπεριφορά των ξενοδόχων, το δράμα της καταδεικνύει για ακόμη μια φορά την παντελή έλλειψη του κράτους. Αυτού που θα έπρεπε να προστατέψει την περιουσία της και δεν μπορεί να της εξασφαλίσει ούτε μια αξιοπρεπή στέγη. Όπως και σε εκατοντάδες άλλους πυρόπληκτους.

«Καλημέρα σας, ονομάζομαι Σοφία Προφήτου Τσαγανού και είμαι ένα από τα θύματα της φωτιάς στο Μάτι. Μαζί με τον 89χρονο σύζυγό μου και την 9χρονη εγγονή μου γλυτώσαμε στο παρά ένα το απόγευμα του μεγάλου κακού. Το σπίτι μας έχει υποστεί μεγάλες ζημιές, μένουμε στο ξενοδοχείο (…) και ο ιδιοκτήτης μας ενημέρωσε το βράδυ της Κυριακής ότι η φιλοξενία του τελείωσε για εμάς. Πως αν θέλουμε να συνεχίσουμε να μένουμε εδώ θα πρέπει να του καταβάλουμε το ποσό των 50 ευρώ ημερησίως, 60 με πρωινό και 70 με βραδινό. Πείτε μου, σας παρακαλώ τι να κάνω… Πάω να τρελαθώ».

«Την ημέρα της φωτιάς σωθήκαμε από θαύμα. Η κόρη μου, η οποία είναι χήρα με τέσσερα παιδιά, έφυγε πριν από ένα χρόνο για να δουλέψει στην Αμερική. Στις αρχές του καλοκαιριού, μου έστειλε τις δύο εγγόνες μου για να μείνουν μαζί μου, η μία 18 και η άλλη 9 ετών. Τα παιδιά, όπως κι εμείς, είμαστε ζωντανοί χάρη στο Θεό. Δεν ξέρω πώς σωθήκαμε», λέει η κυρία Σοφία και συνεχίζει: «Τα δύο πρώτα βράδια μετά την φωτιά φιλοξενηθήκαμε σε ένα σπίτι φίλων στην Αθήνα αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί. Έπρεπε να γυρίσουμε κάπου κοντά στο Μάτι προκειμένου να είμαστε κοντά στο σπίτι. Να μιλήσουμε με τους ανθρώπους που έκαναν τις καταγραφές, να σώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί, να ορθώσουμε τα συντρίμμια μας. Επιστρέψαμε στο σπίτι μαζί με την 9χρονη εγγονή μας, η μεγάλη φιλοξενείται σε κάποιους γνωστούς, αλλά ήταν αδύνατον να μείνουμε εκεί με ένα μικρό παιδί. Παντού αποκαΐδια και καπνός. Ρωτώντας εδώ κι εκεί, μία βοηθός καλόγριας μας είπε ότι το ξενοδοχείο (…) φιλοξενεί καλόγριες από το Λύρειο Ίδρυμα και ότι ίσως εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο και για εμάς. Πράγματι, πήγαμε στο ξενοδοχείο, ρωτήσαμε στη reception και μας είπαν ότι υπάρχει ένα δωμάτιο στο πίσω κτήριο όπου φιλοξενούνται οι καλόγριες και πρόσφυγες από τη Συρία. Στο δωμάτιο που μας πήγαν δεν υπήρχε φως, παρά μόνο μία λάμπα στο μπάνιο, ούτε καν πρίζα για να φορτίσω το κινητό μου. Μείναμε εκεί για ένα βράδυ και την επομένη μας μετέφεραν σε κάποιο άλλο, κάπως πιο ανθρώπινο με την επισήμανση ότι οφείλουμε να βγαίνουμε μόνο από την πίσω έξοδο του ξενοδοχείου όπως κάνουν οι πρόσφυγες. Ότι μας απαγορεύεται να εμφανιστούμε στην κύρια έξοδο και στους μπροστινούς χώρους του ξενοδοχείου. Νιώσαμε σαν σκουπίδια, αλλά είπαμε πως δεν πειράζει. Πρόσφυγες είμαστε άλλωστε κι εμείς στην ίδια μας τη χώρα…»

«Το βράδυ της Κυριακής ωστόσο έγινε κάτι πέρα από κάθε φαντασία. Μία υπάλληλος του ξενοδοχείου, μας ενημέρωσε ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει άλλο. Πως αν θέλουμε να παραμείνουμε εκεί θα πρέπει να καταβάλουμε το ποσό των 50 ευρώ για κάθε ημέρα διαμονής, το οποίο με πρωινό θα ανεβαίνει στα 60 ευρώ και με βραδινό στα εβδομήντα. Πάθαμε σοκ. Αυτό είναι τουλάχιστον απάνθρωπο, δεν το χωράει ανθρώπινος νους. Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι μ” ένα μικρό παιδί. Αισθανόμαστε φρικτά. Δεν είναι για τα πενήντα ευρώ. Είναι για κάποιες ψυχές που δεν έχουν μέσα τους στάλα ανθρωπιάς».

«Θα φύγουμε. Σαν μετανάστες, χειρότερα κι από μετανάστες. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους αλλά για αυτούς το κράτος έχει πόρους και συμπόνοια, για εμάς μόνο φωτιά κι αδιαφορία. Θα δούμε που θα πάμε. Υπάρχουν άνθρωποι που θα μας βοηθήσουν δεν ζητάμε ελεημοσύνη. Στη ζωή μας μάθαμε να βαδίζουμε με το κεφάλι ψηλά κι έτσι θα συνεχίσουμε και τώρα. Θα πάρουμε την εγγόνα μας από το χέρι και θα βγούμε στα καμμένα. Εκεί ίσως να έχει και περισσότερο οξυγόνο. Λυπάμαι που αναπνέω τον ίδιο αέρα με τέτοιους ανθρώπους, λυπάμαι βαθιά».