Back to top

Τι σηματοδοτεί η επιλογή Μπλίνκεν για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ

25/11/2020 - 08:41

Ο Τζο Μπάιντεν, που επισήμως είναι πλέον στη διαδικασία μετάβασης για να γίνει ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, επέλεξε έναν από χρόνια στενό συνεργάτη του για τη θέση του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.

Η βιογραφία του Αντονι Μπλίνκεν παραπέμπει σε ένα συνδυασμό ανάμεσα στην ιδιότητα του «διπλωμάτη καριέρας», του «οργανικού διανοουμένου» των πολύ σημαντικών στο πολιτικό οικοσύστημα της Ουάσιγκτον think tanks για την εξωτερική πολιτική, αλλά και του στελέχους των ολοένα και πιο ισχυρών ιδιωτικών «συμβουλευτικών εταιρειών» που επηρεάζουν αρκετές πτυχές της χάραξης πολιτικής στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες.

Μια διαδρομή στο διπλωματικό κατεστημένο

Με τις απαραίτητες σπουδές στο Χάρβαρντ και το Κολούμπια και την προϋπηρεσία στη δικηγορία αλλά και τη δημοσιογραφία, θα βρεθεί να είναι εργάζεται σε ανώτερες θέσεις στο αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας από το 1994 έως το 2001, σε θέσεις συμβούλου στον Λευκό Οίκο, στη θέση του διευθυντή προσωπικού της πολύ ισχυρής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.

Πολύ κοντά στον Τζο Μπάιντεν ήδη από το 2002, θα στηρίξει την εκστρατεία του 2008 και θα είναι βασικός σύμβουλος του Μπάιντεν στην πρώτη διακυβέρνηση Ομπάμα πριν αναλάβει καθήκοντα υφυπουργού Εξωτερικών στην δεύτερη.

Συμμετοχή σε μια «μυστικοπαθή» εταιρεία συμβούλων

Μετά το 2017 θα στραφεί στον ιδιωτικό τομέα ιδρύοντας μαζί με άλλους βετεράνους της διακυβέρνησης Ομπάμα τη συμβουλευτική εταιρεία WestExec Advisors η οποία πήρε το όνομά της από το δρόμο που συνδέει τη Δυτική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου με το Eisenhower Executive Office Building. Η εταιρεία αυτή, με στελέχη της όπως η Έιβριλ Χέινς (που ανακοινώθηκε για την κορυφαία θέση στις υπηρεσίες πληροφοριών – Director of National Intelligence) ή η Μισέλ Φούρνοϊ (που έχει ακουστεί για το υπουργείο Άμυνας) δεν έχει δώσει πολλά στοιχεία για τη δράση ή τους πελάτες της. Άλλωστε, ως συμβουλευτική εταιρεία και όχι εταιρεία εξειδικευμένη στο lobbying δεν είναι υποχρεωμένη να δίνει σχετικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα ποιες εταιρείες ή ποια ξένα κράτη κάνουν χρήση των υπηρεσιών της.

Τα κρίσιμα think tanks

Παράλληλα, ο Μπλίνκεν θα είναι μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations), ένα από τα πιο παλιά think tank των ΗΠΑ, γνωστό από το περιοδικό Foreign Affairs που εκδίδει και από το οποίο έχουν περάσει πλήθος αμερικανοί υπουργοί Εξωτερικών, διευθυντές της CIA, διπλωμάτες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Μέλος του θα είναι ο Τζορτζ Κέναν που με το περίφημο ανώνυμο άρθρο του στο Foreign Affairs το 1947 θα περιγράψει ουσιαστικά τη στρατηγική του «Ψυχρού Πολέμου», ο Χένρι Κίσινγκερ και ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι για να αναφέρουμε μερικούς. Ο Μπλίνκεν θα εργαστεί επίσης και σε ένα άλλο σημαντικό think tank το Center for Strategic and International Studies (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών) επίσης στρατευμένο στην υπεράσπιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. 

Όλα αυτά διαμορφώνου το προφίλ ενός ανθρώπου στρατευμένου σε αυτό που συχνά έχει περιγραφεί ως φιλελεύθερος παρεμβατισμός, που αποτελεί άλλωστε και την ιδεολογική τοποθέτηση σημαντικού μέρους του αμερικανικού διπλωματικού κατεστημένου.

Το ρεύμα αυτό διαφοροποιείται από την παράδοση του αμερικανικού απομονωτισμού, που βλέπει με δυσπιστία την υπερβολική έκθεση των ΗΠΑ σε πολεμικές συγκρούσεις και επεμβάσεις εκτός συνόρων. Αντίθετα, είναι ένα ρεύμα που υποστηρίζει το δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ και συνολικά των φιλελεύθερων δημοκρατιών εκτός συνόρων, ιδίως όταν αυτό γίνεται για να εμπεδωθούν η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συντονίζεται με το νεοσυντηρητικό ρεύμα (‘neocons’) στην επιθετικότητα, όμως αναζητά και κάποιου είδους νομιμοποίηση ενώ προκρίνει και την συνεννόηση μέσω διεθνών οργανισμών.

Στη μεταψυχροπολεμική περίοδο θα προσφέρει πολιτική δικαιολογήσει για επεμβάσεις όπως αυτή στη Γιουγκοσλαβία, θα συντονιστεί με τους νεοσυντηρητικούς στους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και θα ασκήσει κριτική στην προσπάθεια του Προέδρου Τραμπ να απεγκλωβίσει τις ΗΠΑ από διάφορες πολυμερείς συμφωνίες, όπως αυτή για την κλιματική αλλαγή.

Η υποστήριξη σε επεμβάσεις

Ο Μπλίνκεν θα συνδεθεί ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 2000 με τις επιλογές του Τζο Μπάιντεν. Ως βασικός σύμβουλός του θα παίξει ρόλο στη διαμόρφωσή της τοποθέτησης του νεοεκλεγέντος προέδρου υπέρ του Πολέμου στο Ιράκ το 2003, με τα –όπως αποδείχτηκε– ανύπαρκτα «όπλα μαζικής καταστροφής».

Ο Μπλινκεν θα παίξει ρόλο στη διαμόρφωση της πρότασης που έκανε ο Μπάιντεν το 2006 υπέρ της διαίρεσης του Ιράκ σε τρεις αυτόνομες ζώνες, πρόταση στην οποία θα ασκηθεί μεγάλη κριτική.

Το 2011 ο Μπλίνκεν θα υποστηρίξει την ένοπλη επέμβαση στη Λιβύη, απόφαση που τελικά παρέσυρε τη χώρα σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, με ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις ακόμη και για τη χώρα μας, ενώ θα είναι εκ των υποστηρικτών της κλιμάκωσης της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία.

Πιο πρόσφατα θα ασκήσει κριτική στην πολιτική America First (Πρώτα η Αμερική) του Προέδρου Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι μειώνει την αμερικανική παρουσία και θα είναι επικριτικός για τις αποφάσεις για απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και στη Συρία.

Εκ των σχεδιαστών του «Νέου Ψυχρού Πολέμου»

Ο Μπλίνκεν ως μέλος της διακυβέρνησης Ομπάμα έπαιξε ρόλο σε μία από τις σημαντικότερες πρόσφατες καμπές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, δηλαδή την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία από το 2014 με αφορμή την κρίση στην Κριμαία και στρατηγικό ορίζοντα αυτό που συνηθίσαμε πλέον να ονομάζουμε ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος».

Θα επιμείνει στην ανάγκη κυρώσεων που να στοχεύουν στην υπονόμευση της θέσης της Ρωσίας στη διεθνή κοινότητα και την πολιτική της απομόνωση τόσο της Ρωσίας όσο και του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν. 

Η εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν πάντοτε συνεκτική. Κάποιες επιλογές είχαν τη δική του σφραγίδα όπως η προσπάθεια να υπάρξει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας. Κάποιες άλλες αντανακλούσαν την αντίληψή του για τη διαπραγμάτευση όπως ήταν ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση το βάθος της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης αναδεικνύεται σταθερά. Σε κάποιες άλλες μάλλον ακολούθησε την προηγούμενη πολιτική όπως ήταν η αντιπαράθεση με τη Ρωσία όπου οι σχέσεις επιδεινώθηκαν. Θα προσπαθήσει να κάνει πράξη τον απεγκλωβισμό από πολεμικές συγκρούσεις εκτός συνόρων, όχι πάντα με επιτυχία, ενώ την ίδια στιγμή θα κλιμακώσει την πρόσδεση σε επιλογές της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ όπως θα φανεί και στην επιλογή κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν. Και βέβαια θα επιλέξει την αποχώρηση των ΗΠΑ από διαπραγματεύσεις για εμπορικές συμφωνίες αλλά και τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Ο ερχομός της κυβέρνησης Μπάιντεν και ο διορισμός του Μπλίνκεν θα σηματοδοτήσει στοιχεία τομής αλλά και συνέχειας. Είναι αναμενόμενο ότι οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή. Θα γίνει μια προσπάθεια για να υπάρξει κάποιου είδους εκ νέου συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αν και τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα, ούτε θα είναι εύκολο να ακυρωθούν αποφάσεις της προηγούμενης διακυβέρνησης όπως αυτές που χαρακτήρισαν «τρομοκρατική οργάνωση» του Φρουρούς της Επανάστασης, δηλαδή ένα τμήμα των επίσημων ενόπλων δυνάμεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

Οι σχέσεις με το Ισραήλ δεν αναμένεται να επιδεινωθούν και άλλωστε ο Μπλίνκεν έχει τοποθετηθεί υπέρ αυτής της στρατηγικής σχέσης, έστω και εάν έχει δηλώσει ότι θα αποκατασταθεί η βοήθεια των ΗΠΑ στην Παλαιστίνη, που τη διέκοψε ο Τραμπ και θα ανοίξουν ξανά τα γραφεία της PLO στην Ουάσιγκτον.

Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία, που επίσης έχουν ένα στρατηγικό βάθος. Πάντως η επίσκεψη Νετανιάχου στη Σαουδική Αραβία, όπου συνάντησε τον Πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και τον αμερικανό ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο  έδειξε ότι Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, με ενθάρρυνση της απερχόμενης κυβέρνηση Τραμπ, θα πιέσουν τη νέα διακυβέρνηση να διατηρήσει επιθετική στάση έναντι της Τεχεράνης.

Στη σχέση με τη Ρωσία αναμένεται μια συνέχιση στον ίδιο αντιπαραθετικό τόνο, ενώ στη σχέση με την Κίνα είναι πιθανό να υπάρξει μια προσπάθεια για πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Και βέβαια μένει να δούμε εάν θα οι ΗΠΑ θα αφήσουν να εξελιχτεί μια διαδικασία πολιτικής λύσης στη Συρία, με αφετηρία τη διαφαινόμενη πλήρη κατίσχυση των κυβερνητικών δυνάμεων και εάν θα απεμπλακούν από το Αφγανιστάν. 

Σίγουρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήθελε μια επανεκλογή Τραμπ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αυτόματα και μια ραγδαία επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Ο Μπλίνκεν το 2017 είχε τοποθετηθεί υπέρ μιας προσέγγισης όπου οι ΗΠΑ ταυτόχρονα θα υποστήριζαν τις κουρδικές πολιτοφυλακές στην απελευθέρωση της Ράκα από το Ισλαμικό Κράτος αλλά και θα στήριζαν την προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει μια βάση στην αλ-Μπαμπ μια συριακή πόλη κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.

Στο παρελθόν έχει υποστηρίξει ότι ανάμεσα στις κουρδικές πολιτοφυλακές και την Τουρκία εάν οι ΗΠΑ κληθούν να επιλέξουν, η Τουρκία προφανώς και θα θεωρηθεί σημαντικότερος σύμμαχος.

Τον περασμένο Ιούλιο σε μια συνέντευξή του στο Hudson Institute δήλωσε ότι «προφανώς και θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο να έχουμε μια πιο παραγωγική και θετική σχέση με την Τουρκία, όμως αυτό απαιτεί και η ίδια η τουρκική κυβέρνηση να θέλει το ίδιο».

Με αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε μια αμερικανική διακυβέρνηση που βλέπει με σχετική καχυποψία τον Ερντογάν, ο Μπλίνκεν μάλλον είναι μια σχετικά καθησυχαστική επιλογή για την Άγκυρα.

Θα υπάρξουν αναπροσαρμογές, δεν θα υπάρχει πλέον η ιδιότυπη άμεση σχέση Τραμπ και Ερντογάν, όμως θα ήταν λάθος να εκτιμήσουμε ότι τα πράγματα θα οδηγηθούν σε ραγδαία επιδείνωση.

in.gr