Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Διονύση Αρβανιτάκη, του φούρναρη της Κω που μοίραζε ψωμί στους πρόσφυγες, έγινε γνωστή η ιστορία του Κώστα Καραμανώλη. Ενός 35χρονου ψαρά στην Παναγιούδα, τέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης και μόλις δύο χιλιόμετρα από τον καταυλισμό της Μόριας, ο οποίος κάθε μέρα μοιράζει φρέσκα ψάρια στα προσφυγόπουλα αλλά και σε όσους φτάνουν στην άκρη του μικρολίμανου όπου ξεφορτώνει την ψαριά του.
Απόφοιτος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στα παιδαγωγικά, «αλλά ανεργίας ένεκα θυμήθηκα πως ξέρω να ψαρεύω από μωρό. Σε αυτήν την τράτα, που φτιάχτηκε το 1947, έμαθα να ψαρεύω από τον παππού μου και τον πατέρα μου, ύστερα. Βγάζω, λοιπόν, ένα μεροκάματο κι έχω κορνιζωμένο το πτυχίο στο σπίτι με βαθμό, μάλιστα, 7,66»αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αυτό που κάνει κάθε μέρα ο Κώστας Καραμανώλης, το θεωρεί «χρέος σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο στους ξένους. Αλλά και στους Έλληνες που το έχουν ανάγκη». Από τον περασμένο Οκτώβριο, οπότε άρχισε να ψαρεύει με τη βιντσότρατα, αφού για μεγάλο διάσημα δεν επιτρέπονταν, μοιράζει ψάρια. Τα μικρόψαρα και τα άλλα ψάρια που «δεν καταδέχονται» κάποιοι για το τραπέζι τους, μαρίδες, γόπες, που θα πετιούνταν στη θάλασσα για τους γλάρους, μπαίνουν, κάθε μεσημέρι που γυρνάει στο λιμάνι, στις σακούλες που φέρνουν μαζί τους τα παιδιά και οι μεγαλύτεροι. «Να χορτάσουν την πείνα τους, να φάνε κι ένα ψαράκι, που ποιος ξέρει αν ξαναφάγαν ή πότε θα ξαναφάνε»σημειώνει.
Ο Κώστας Καραμανώλης είναι παιδί μίας προσφυγικής οικογένειας από τον Τσεσμέ της Μικρασιατικής Ερυθραίας. Σε όλη την Παναγιούδα υπάρχουν προσφυγικές οικογένειες, δηλαδή, ξέρουν τι θα πει ανάγκη. Και κάνουν τα πάντα για την καλύψουν.
«Τα παιδιά τα ξέρουμε σχεδόν με το όνομά τους. Έρχονται κάθε μέρα και περιμένουν να γυρίσουμε. Μια, δυο, τρεις κάσες με μικρά και φτηνά ψάρια μοιράζονται όποτε μας αφήνει ο καιρός να βγούμε για ψάρεμα. Το χρωστάμε στη μνήμη των δικών μας ανθρώπων που φτάσανε στην Παναγιούδα πριν έναν αιώνα»λέει ο Κώστας Καραμανώλης.
Δίπλα του στέκεται ο πατέρας του, ο κυρ Γιώργος. «Τι να κάνεις γιε μου, μωρά είναι. Να φάνε κάτι…. Τι να κάνουμε, να κάτσουμε να κουβεντιάζουμε για το ποιος φταίει για όλα αυτά και να τα αφήσουμε νηστικά; Κι όχι μόνο οι ξένοι. Κι οι Έλληνες, αν χρειαστούν, κάτι στη διάθεσή τους. Η θάλασσα ψάρια βγάζει για όλους. Κι ο Χριστός όλους τους τάισε με ψάρια. Αυτά τα ψάρια μεγάλωσαν το χωριό μας. Παλιά, κάθε μεσημέρι όλη η Παναγιούδα μύριζε τηγανιτό ψάρι. Έτσι μεγαλώσαμε και τα καταφέραμε. Με αυτά τα ψάρια» λέει ο κυρ Γιώργος Καραμανώλης, ο οποίος βγαίνει παρέα με τον γιο του στη θάλασσα.
Κάποια παιδιά φτάνουν από τον καταυλισμό στην Παναγιούδα, την ώρα που οι κάσες έχουν αδειάσει. Βλέπουν πως δε περίσσεψε τίποτα. Ο κυρ Γιώργος τους φωνάζει να μη φύγουν. Μπαίνει μέσα στον «ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ», το 70χρονο σκαρί που έζησε την οικογένειά του. «Ελάτε ρε…» τους λέει. Τους δίνει μια σακούλα με λίγα ψάρια. «Τα ‘χα κρατήσει για μένα, αλλά εμείς έχουμε κι άλλα πράγματα σπίτι. Ετούτα στον καταυλισμό μπορεί να μην έχουν τίποτα» λέει, σαν να απολογείται.
Και η ροή των παιδιών που ζητάνε ψάρια συνεχίζεται. «Αύριο;» λέει ένα παιδάκι από τον Αφγανιστάν, που διαπιστώνει πως οι κάσες άδειασαν. «Ναι Αλί αύριο, αύριο θα φάμε όλοι, άμα μας έχει ο Θεός καλά κι ο καιρός μας αφήσει» λέει ο κυρ Γιώργος Καραμανώλης, χαϊδεύοντας πατρικά το κεφάλι του μικρού. «Φίλος μου….» λέει… φίλος του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ