Back to top

Η Φέτα, το αρχαιότερο τυρί του κόσμου. - Η καταγωγή του είναι ξεκάθαρα από την Αρχαία Ελλάδα

12/03/2018 - 10:51

Η φέτα το αρχαιότερο τυρί του κόσμου, το Ελληνικό τυρί που αναφορά βρίσκουμε στην Ομήρου Οδύσσεια όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε το σπήλαιο του κύκλωπα Πολύφημου,επίσης μαθαίνουμε πως ο Πολύφημος παρασκεύαζε την φέτα!

Επίσης καταλαβαίνουμε από το κείμενο του Όμηρου πως ο Πολύφημος είχε και άλλα είδη τυριών στα ράφια του!

Οδύσσεια, με απόδοση Καζαντζάκη-Κακριδή,

ραψωδία ι

στίχοι 216-249

Σε λίγο ομπρός στο σπήλιο φτάσαμε, μα μέσα αυτός δεν ήταν,

μόν΄ τα παχιά τ΄ αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια.

Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας το αποθαμάξαμε όλο:

τυριά γεμάτα τα τυρόβολα· στις μάντρες στοιβαγμένα

τ΄ αρνιά, τα ρίφια· κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,

χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα,

και τα ψιμάρνια χώρια· ξέχειλα τ΄ αγγειά από ορό θωρούσες —

λεβέτια, σκάφες, όλα, που ΄φτιανε, να τα ΄χει και ν΄ αρμέγει.

Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ΄ όλα

να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας

αρνιά από τα μαντριά ν΄ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε

στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε παστ΄ αρμυρά πελάγη.

Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ΄μαστε πολύ πιο κερδεμένοι·

πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα·

μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!

Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες,

μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι

τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε

ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ΄χει για το δείπνο.

Κι ως χάμω τα ΄ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.

Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι,

κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει,

όλα όσα θα ΄ρμεγε, όξω αφήνοντας τ΄ αρσενικά — τους τράγους

και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,

που ΄χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,

κατάβαρο· και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια

γερά και να ΄χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ΄ τον τόπο·

τόσο τρανός ο βράχος που ΄βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.

Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες

με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.

Μισό απ΄ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει,

κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα·

το άλλο μισό σε κάδους το ΄βαλε να το ΄χει για την ώραπου θα δειπνούσε, με το χέρι του ν΄ απλώνει και να πίνει.