Back to top

Εκείνο το καλοκαίρι της δεκαετίας του '60...

16/07/2018 - 11:44

Θύμησες και αναμνήσεις από ένα μαθητικό καλοκαίρι, όπου η φιλοδοξία, ο οραματισμός και το όνειρό μας ήταν όλα κι όλα μια … δροσερή πορτοκαλάδα! Στην επαρχία, όπως αντιλαμβάνεσθε, τα πράγματα ήσαν ακόμη πιο σοβαρά. Η δραχμή ήταν πολύ δύσκολο να βρίσκεται στα χέρια των αγροτών, οι οποίοι, πολλές φορές, συναλλάσσονταν με το σύστημα «είδος με είδος». Τι σημαίνει αυτό; Σου δίνω, για παράδειγμα, ένα πιάτο αραποσίτι και μου δίνεις ένα πιάτο τραχανά!

Δεκαετία του 1960!.. Η Ελλάδα συρρίκνωνε όλο και πιο πολύ απ’ τους νέους της και αιμορραγούσε συνεχώς από ανθρώπινο δυναμικό, λόγω του μεγάλου και διογκούμενου μεταναστευτικού κύματος προς τα ξένα! Θρήνος και πολύς κλαυθμός!...
Από οικονομικής πλευράς οι Έλληνες ήσαν πτωχοί (για να μην πω πάμπτωχοι) και λίγα άτομα είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν «πέντε δραχμές» για κατανάλωση, όπως ήσαν οι στρατιωτικοί, οι πανεπιστημιακοί και κάποιοι γιατροί ή δικηγόροι.
Στην επαρχία, όπως αντιλαμβάνεσθε, τα πράγματα ήσαν ακόμη πιο σοβαρά. Η δραχμή ήταν πολύ δύσκολο να βρίσκεται στα χέρια των αγροτών, οι οποίοι, πολλές φορές, συναλλάσσονταν με το σύστημα «είδος με είδος». Τι σημαίνει αυτό; Σου δίνω, για παράδειγμα, ένα πιάτο αραποσίτι και μου δίνεις ένα πιάτο τραχανά!
Για ν’ αγοράσουμε ένα δωδεκάφυλλο τετράδιο (επαναλαμβάνω: δωδεκάφυλλο τετράδιο), που είχε δηλαδή όλα κι όλα 12 φύλλα (όχι 50 ή 100 ή 200 που αγοράζουμε σήμερα στα βιβλιοπωλεία) έπρεπε να είχε κέφια η … κότα! Αν η τύχη ήθελε και μας χάριζε ένα αυγό, το παίρναμε αμέσως και το δίναμε στο μοναδικό «παντοπωλείο» του χωριού μας, για να πάρουμε το τετράδιο!
Δεν αποκρύπτω το γεγονός ότι πολλές φορές, για να λύσουμε ορισμένες ασκήσεις που μας έβαζε η δασκάλα μας η γλυκύτατη και πανέμορφη, Μαρία Καστάνη-Γιαννοπούλου, παρακαλούσα τον Θεό να βρέξει, ώστε με το λεγόμενο «κατέβασμα» του διπλανού χειμάρρου, να μπορώ να γράψω πάνω στο μαλακό χώμα, που άφηνε πίσω του ο ορμητικός χείμαρρος!
Τώρα μη με ρωτάτε πώς αισθανόμασταν αν θέλαμε να πιούμε κι εμείς ένα δροσιστικό ποτό, μια πορτοκαλάδα -αν θέλετε- μέσα στο λιοπύρι του Καλοκαιριού… Πού να βρεις ένα δίφραγκο (=δυο δραχμές) για ν’ αγοράσεις την πορτοκαλάδα, όπως είχαν τη δυνατότητα οι παραθεριστές που έρχονταν από την Αθήνα και συζητούσαν με τους χωριανούς πίνοντας το αναψυκτικό τους κάτω από το βαθύσκιωτο πλατάνι του χωριού μας!.. Μια πορτοκαλάδα ήταν για μας τα παιδιά ένα όνειρο απατηλό!...
Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή!... Θερινό ηλιοστάσιο, 21 Ιουνίου (1963; 1964; Δεν θυμάμαι ακριβώς)… Ένας τζίτζικας, «το έλεγε», βρε παιδιά, το τραγούδι του πολύ δυνατά πάνω απ’ το κεφάλι μου κι ο γράφων, παρακολουθώντας από μακριά τους παραθεριστές να πίνουν τις πορτοκαλάδες τους, το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα μεγαλώσει, πώς θα βγάλει το Γυμνάσιο και πώς θα βρει μια δουλίτσα, για να πάρει το μισθό του, ώστε να δώσει το δίφραγκο και να πιει, επιτέλους, μια δροσερή πορτοκαλάδα!... Αλλά αυτό, όπως είπαμε, ήταν όνειρο!... Όνειρο απατηλό και απραγματοποίητο!...
Μια γριούλα («Θεός συχωρέστην», εκεί που είναι η ψυχούλα της!) με είδε που καθόμουν μοναχός μου κάτω απ’ το πλατάνι και παρακολουθούσα μελαγχολικά τους παραθεριστές. Κοντοστάθηκε για λίγο και φαίνεται ότι πήρε μία απόφαση!.. Θυμάμαι τη σκηνή και είναι σα να βλέπω ακόμη ζωντανή την εικόνα της μπροστά μου!..
Κούνησε, που λέτε, μελαγχολικά το κεφάλι της, βγάζει το μαύρο μαντήλι, που φορούσε στο κάτασπρο κεφάλι της, όπου στη μία άκρη είχε δεμένα μερικά κέρματα και έρχεται προς το μέρος μου!..
«Χριστέ μου!», είπα μέσα μου. «Έχει γούστο να μου δώσει λεφτά!.. Τι θα πω στον πατέρα μου, που μας απαγόρευε αυστηρά να δεχόμαστε χρήματα από γέροντες;». Το θεωρούσε μεγάλη προσβολή, διότι ο ίδιος ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος και δεν μας συγχωρούσε κάτι τέτοια «ατοπήματα»!..
Κάνω ότι δεν την προσέχω και μόλις η γριούλα ήρθε προς το μέρος μου, με ασπάστηκε με πολλή αγάπη, της χαμογέλασα ευγενικά, τη ρώτησα τι κάνει ο θείος μου (στα χωριά όλους τους χωρικούς τους αποκαλούσαμε «θείους» και τις γυναίκες «θείες») και παίρνοντας το μπαστουνάκι μου έφυγα σιγά-σιγά από το μέρος εκείνο για να μη δεχτώ χρήματα!...
Καθώς πήγαινα προς το σπίτι μου με το δίλημμα κατά νου αν ήταν ή όχι επιτρεπτό να δεχθώ χρήματα από μια γερόντισσα του χωριού, ένα δίλημμα το οποίο «φούντωνε» συνεχώς στη σκέψη μου και γινόταν … μέγιστο φιλοσοφικό ερώτημα, που δεν το έλυνε κανένας … Μαρξ ή Κέϋνς, αισθάνομαι έναν ανεπαίσθητο μεταλλικό ήχο, κάτι σαν σίδερο που ακουμπούσε στα σιδερένια ορθοπεδικά μηχανήματα που φορούσα, οπότε κοιτάζω αμέσως να δω τι συμβαίνει.
Βάζω το χέρι στην τσέπη του πανταλονιού μου και –ώ της εκπλήξεως!- μέσα στην τσέπη μου υπήρχε ένα ολόκληρο –κι αστραφτερό- ασημένιο δεκάρικο!!!... «Μάνα», φωνάζω με δύναμη, «η θειά μου η Ν…..., μου έβαλε στην τσέπη ένα δεκάρικο!!!»..
Η μανούλα μου δάκρυσε!.. «Κράτησέ το, Αγγελάκο μου», μου λέει, «μη πεις τίποτε του πατέρα σου κι άστο σε μένα το ζήτημα!..»
Χωρίς καμιά καθυστέρηση, παίρνει μια ζωντανή … κότα, βάζει στην ποδιά της και ένα πιάτο «καθάριο αλεύρι» (υπήρχε διαφορά στο αλεύρι ολικής ή μερικής αλέσεως που ήταν μαύρο ή άσπρο αντίστοιχα) και πάει κατ’ ευθείαν στη γριούλα για να βγάλει αμέσως την υποχρέωση!...
Καταλάβατε τώρα; Όχι μία, αλλά … πέντε πορτοκαλάδες ήπια εκείνο το Καλοκαίρι (!!), που όταν τις έπινα «μεθούσα» κυριολεκτικά με τη δροσιά τους κάτω από τον γερο-πλάτανο κι ενώ το ξεροπόταμο δίπλα μου σιγοτραγουδούσε το δικό σκοπό! Σε τέτοιο σημείο, που έστελνα κατ’ ανέμου όλους τους … Ωνάσηδες και τους Νιάρχους και τους Λάτσηδες και τους Βαρδινογιάννηδες κι όλους αυτούς τους λεφτάδες του κόσμου!... Πορτοκαλάδα ήταν αυτή κι όχι ... παίξε - γέλασε!
Καλή μου, γριούλα, «θείτσα», όπως σ’ έλεγα τότε, είμαι βέβαιος ότι ο Θεός θα σε έχει βάλει στα δεξιά Του εκεί που βρίσκεσαι. Η ψυχούλα σου μόνο για αγία έμοιαζε!..
Και δεν συνεχίζω άλλο, γιατί αντιλαμβάνεσθε και σεις, ότι σε κάτι τέτοιες αναφορές στο παρελθόν, τα κουρασμένα μάτια μου δεν αντέχουν άλλο να δακρυρροούν!...